Γράφει ο
Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος
Δημοσιογράφος – Δημοσιολόγος
Ο σηµαντικός µας ποιητής και υπαρξιστής διανοούµενος Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941) εµπνεύστηκε από τη θάλασσα και τη συνέδεσε µε την αιωνιότητα του ανθρώπου, στην οποία απολύτως επίστευε. Στις ποιητικές συλλογές του και στα ποιητικά του κατάλοιπα είναι πάνω από τριάντα τα ποιήµατά του µε θέµα τη θάλασσα. Στην ποιητική του συλλογή «Στους φίλους µιας άλλης χαράς», που εκδόθηκε το 1940 και ήταν η τελευταία προ της θυσίας του στα βουνά της Πίνδου, γράφει το ποίηµα «Σε καµαρώνω»:
«Σε καµαρώνω θάλασσα δική µου/ Που µοιάζεις µ’ ενός άγγελου την αίγλη Κ’ έχεις φτερά για να µην αποθάνω/ Αν µε ζεστάνει ο πόθος της ζωής σου/ Και µαζί σου τραβήξω στον ουρανό/ Μέσα στα µάτια του αγέρα ταξιδεύοντας/ Και µε λουλούδια την ανάσα των πουλιών».
Ο Σαραντάρης είχε τόσο δεθεί µε την θάλασσα, που στις «Παρενθέσεις» του, που δηµοσιεύθηκαν στη «Νέα Εστία», στις 15 Φεβρουαρίου 1940, έγραψε επιγραµµατικά: «Σιγά-σιγά νιώθω πως η θάλασσα είναι ένα στοιχείο του είναι µου». Και ως προς την αιωνιότητα στο πρώτο του φιλοσοφικό δοκίµιο «Συµβολή σε µια φιλοσοφία της ύπαρξης», που εκδόθηκε το 1937, τονίζει µε ακράδαντη πεποίθηση: «Τα σύνορα του ανθρώπου είναι η αιωνιότητα».
Ο έξοχος ερευνητής του Σαραντάρη Ζήσιµος Λορεντζάτος (1915-2004) σηµειώνει στο βιβλίο του «∆ιόσκουροι»:
«Η θάλασσα του Σαραντάρη δε µοιάζει µε τις άλλες θάλασσες. Έχει µέσα στις προεκτάσεις της κάτι το νωπό, το βγαλµένο τώρα από τα χέρια του δηµιουργού, ή από τα θεοτικά πρότυπα της σκέψης του…Η θάλασσα του Σαραντάρη είναι η θάλασσα του δηµιουργηµένου κόσµου, αδιαµέριστη από ολάκερη την κτίση που “υπετάγη ουχ εκούσα” µε την ελπίδα πως ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς, η θάλασσα όπως µπόρεσε να τη στήσει µπροστά µας µοναχά ο λόγος του ∆ηµιουργού – όχι των ανθρώπων – φυσική και υπερφυσική συνάµα σε όλη την απροσµέτρητη απλότητα της πνευµατικής αποκαραδοκίας (Σηµ. προσδοκίας) της: “Αύτη η θάλασσα η µεγάλη και ευρύχωρος, εκεί ερπετά ων ουκ έστιν αριθµός, ζώα µικρά µετά µεγάλων” (Ψαλµός 103)». («∆ιόσκουροι», Εκδ. «∆όµος», Αθήνα, 1997, σελ. 57).
Η ακράδαντη πίστη του Σαραντάρη στην αιωνιότητα συνδέεται άµεσα µε τον ουρανό και τη θάλασσα, που είναι δηµιουργήµατα του Θεού. Γράφει στην ίδια ποιητική συλλογή του «Στους φίλους µιας άλλης χαράς» και στο ποίηµα «Μιλώ»: «Μιλώ γιατί υπάρχει ένας ουρανός που µε ακούει». Και στο ποίηµά του «Άλλοτε η θάλασσα» γράφει:
«…Από τους βράχους ως τα βουνά µας οδηγούσε ο Γαλαξίας/ Κι όταν έλειπε η θάλασσα είταν κοντά µας ο Θεός.».
Ο Σαραντάρης παραγκωνίστηκε, οι ηδονιστές, όπως τους χαρακτήρισε ο ίδιος, τον έριξαν στη χαράδρα της λήθης. Όµως εκείνος, µε τα γραπτά του, αποτελεί πάντα σηµείο σταθερού προσανατολισµού για τον κάθε Έλληνα. Κατά τον Λορεντζάτο «την παρουσία του στην ελληνική λογοτεχνία πρέπει να τη θεωρούµε πάντα ως συνεισφορά ενός ανθρώπου ο οποίος έχει φτάσει στο σηµείο – µόνος ίσως στην Ελλάδα – να έχει απόλυτη επίγνωση του γεγονότος πως η τέχνη στα χρόνια µας ψεύτισε…αφού δεν υπάρχει σήµερα στη ζωή µας καθολική αλήθεια ή διδασκαλία πνευµατική, ώστε να τροφοδοτηθεί µε αυτήν η τέχνη και να την εκφράσει…» («∆ιόσκουροι», αυτ. σελ. 57).
Ο καθηγητής Μιχάλης Μερακλής γράφει από την πλευρά του στο βιβλίο του για τον Σαραντάρη «Γιατί τον είχαµε λησµονήσει…» (Εκδ. «Παραφερνάλια – Τυπωθήτω», Αθήνα, 2002, σελ. 11):
« Καθώς απαγγέλλω στίχους του Σαραντάρη νιώθω πως µου είναι αδύνατο να µην οµολογήσω πια εδώ κάποια γνώµη µου, πως στις µέρες µας γεννήθηκε ένας ποιητής, που είχε την ακριβή τύχη, αυτός µόνος, να φτάσει το Σολωµό και, σε µερικές στιγµές, να τον ξεπεράσει. Ο Σαραντάρης είναι ο µόνος που, µετά το Σολωµό, έδωσε, κατά τρόπο καλλιτεχνικά ακέραιο και στερεό, την εξαλλαγή του ανθρώπινου πόνου σε µεταφυσική δίψα. Ο Σολωµός µένει πάντα ο µάγος της µουσικής µέσα στην ποίηση, σ’ αυτό δεν τον ξεπέρασε κανείς. Ο Σαραντάρης όµως µας δίνει πολλές φορές το ποιητικό µήνυµα πιο πνευµατικά, πιο βαθιά, πιο σύγχρονα…» Ο εκ των ολίγων Ελλήνων λογίων πολιτικών αείµνηστος Παναγιώτης Κανελλόπουλος συνδεόταν µε τον Σαραντάρη και όταν ρωτήθηκε από την ποιήτρια Ολυµπία Καράγιωργα τί θα µας προσφέρουν τα «Άπαντα» του, που τότε κυκλοφορήθηκαν από τη Βικελαία βιβλιοθήκη, εκείνος απάντησε λακωνικά και εύστοχα: «Μια ακόµη µεγαλύτερη συνείδηση του εαυτού µας και του προορισµού µας». (Ολ. Καράγιωργα «Γιώργος Σαραντάρης – Ο µελλούµενος» Εκδ. «∆ίαυλος, Αθήνα, 1995, σελ. 195).
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του Σαραντάρη έγραψε: «Από τους µαθητές µας που, αν και νεώτατοι τότε, ήταν ισότιµα και πνευµατικά ελεύθερα µέλη του κύκλου, ξεχώρισε προ πάντων ο Γιώργος Σαραντάρης, που πέθανε νέος, στο 1941, εκτελώντας το στρατιωτικό του καθήκον στο Αλβανικό µέτωπο, ένα ωραίο ποιητικό πνεύµα που αντιµετώπισε προβλήµατα του υπαρξισµού µε µια καταπληκτικά πρωτότυπη σκέψη» («Τα ∆οκίµια», Εκδ. Εταιρείας Φίλων Παν. Κανελλόπουλου, Αθήνα, 2002, Τόµος Γ΄, σελ. 137).
Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε για τον φίλο του (Σηµ. Έτσι τον αποκαλεί ο ίδιος) Γιώργο Σαραντάρη:
«∆εν έχω γνωρίσει, θα ΄θελα να το διακηρύξω, µορφή πνευµατικού ανθρώπου αγνότερη από τη δική του. Άπραγος, αδέξιος, ανίκανος για οτιδήποτε πρακτικό, ζούσε µε το τίποτε και δεν του χρειαζότανε τίποτε άλλο έξω από την ποίηση…Με όραµα την Ορθοδοξία και την «άλλη χαρά», το ασήµι αυτό που οι αγροίκοι της κριτικής µας το πήρανε για µπακίρι, προσδοκούσε τα πάντα από τους νέους, που τους αλίευε γύρω από τις πανεπιστηµιακές σχολές και τους ενθουσίαζε και ονειρευότανε να τους αντιπαρατάξει στητούς και περήφανους στην Ευρώπη». (Οδ. Ελύτη «Ανοιχτά Χαρτιά», Εκδ. «Ικαρος», Αθήνα, Στ΄ Έκδ. 2004, σελ. 344).