Πέμπτη, 23 Οκτωβρίου, 2025

Μέχρι χθες που ήταν καλοκαίρι…

Γράφει η Ρίκα Χρυσανθοπούλου, ∆ιηγηματογράφος *

Xρυσαφένια φύλλα απλώνονται στο γρασίδι. Ψυχρό περιτύλιγµα το αεράκι. Με ξενίζει η ανατριχίλα. Μέχρι χθες, παντού φαινόταν καλοκαίρι, ζεστό, τρυφερό, καλοδεχούµενο.

Κι ένα πρωί, το σοκ του φθινοπώρου σκιάζει γκρίζο το σκέπαστρο του ουρανού. Χτυπά παράλληλα µε το δικό µου σοκ, το ξάφνιασµα, την προδοσία. Φθινόπωρο παντού. Γέµισε η Πλάση Φθινόπωρο. Θυµίζει θαρρείς τον άνθρωπο, που δεν συνέρχεται από τα ξαφνιάσµατα της ζωής. ∆ύει το καλοκαίρι. Στα ξαφνικά. Η όποια προδοσία, ο όποιος πόνος, ίδιο φθινοπωρινό, ψυχρό γνέµα τ’ ουρανού. Σαν άλλος ν’ αποφάσισε για µένα.
Νόµος, ∆ικαιοσύνη, Ηθική. Σωστό και λάθος. Τρέµουν τα φύλλα πριν πέσουν κι εγώ, ένα θύµα της οθόνης, ξαφνιάζοµαι. ∆εν αφουγκράζοµαι αυτό που τελικά ήρθε, κι ας µε είχε προειδοποιήσει µε µικρές πινελιές. Θολό το τοπίο. Το φθινόπωρο εισβάλλει απροειδοποίητα. Στη ίδια τη ζωή µου. Χάνεται σιωπηλά η Φύση στο τσιµέντο κι εγώ στους λογισµούς µου, ανίκανη και παγωµένη να διαχειριστώ το σοκ, την προδοσία, την περιγέλαστη εµπιστοσύνη.

Για να πεθάνει κανείς υπάρχουν πολλοί τρόποι. Για να επιβιώσει, µόνον ένας. Στο σώµα, στην ψυχή. Κι αναρωτιέµαι. Στ’ αλήθεια, µένει ξάγρυπνο το θύµα ή ο θύτης τις νύχτες της ενοχής; Σε τούτο ή σε κάποιο άλλο φθινόπωρο;

Το σοκ ανοίγει µια τρύπα στο «είναι» που αγωνίζεται να γεµίσει. Μια πληγή, που πασχίζει να κλείσει. Μια βραχνή φωνή χωρίς νότες, που αγωνίζεται µάταια να ακουστεί. Και πέφτουν γύρω µου τα φθινοπωρινά φύλλα. Ένα-ένα αθόρυβα. Μήπως να γυρίσω το ρολόι της ζωής πίσω, έστω λίγες µέρες; Να µε τυλίξει η θέρµη του καλοκαιριού, έστω σαν νοερό ψέµα;

Πού έκανα το λάθος; Μολύβι ο ουρανός πριν τη βροχή κι ας ήταν µόλις χθες ακόµη καλοκαίρι.

Χάνεται ο παλιός µου εαυτός. Βουλιάζει. Γίνεται ο µεγάλος απών κι ας µου λείπει αφάνταστα. ∆εν τον βρίσκω ούτε στη γη ούτε στον ουρανό. Κι όλο νοµίζω πως θα τον βρω, σ’ ένα καφέ απέναντι, ίσως στην αγαπηµένη µου παραλία. Τριγυρίζω µε αγωνία να τον βρω, µαζί µε τις πρώτες στάλες που χτυπούν ρυθµικά το στέγαστρο της βεράντας. Ψάχνω, στα πρώτα βροχερά µου δάκρυα. Μήπως είναι πια νεκρός, ο παλιός µου εαυτός; Σαν το τέλος µιας εποχής;

Μέχρι χθες που ήταν καλοκαίρι, τον θυµάµαι χαρούµενο και ζωντανό. Πρέπει όµως να δεχτώ, ίσως απάνθρωπα, πως ο παλιός µου εαυτός δεν υπάρχει πια, κι ας πρέπει να συνεχίσω να τον αναζητώ. Με τα ίδια χέρια, τα ίδια πόδια και τη λαβωµένη µου ψυχή, που ποτέ δεν ξέχασε. Μόνο πασχίζει να επιζήσει, να βρει τρόπο, να ψάχνει µάταια το ξεχασµένο καλοκαίρι. Την εµπιστοσύνη που έσβησε.

Σοκ είναι το φθινόπωρο για τον κάθε ξένοιαστο, που καλείται να αναδοµήσει τη ζωή του για τον χειµώνα, αυτόν τον χειµώνα που φτάνει µε βήµα βαρύ. Χάθηκε η Φύση ολόκληρη στο τσιµέντο, στις οθόνες, στη µαταιότητα των σχέσεων. Χάθηκε και η επαφή µου µαζί της. Κι είναι, αυτή η µεταστροφή, µια δόση δηλητήριο. Μικρή δόση, που όµως, όλα τ’ αλλάζει. Μια σκοτεινή προδοσία, µια απώλεια, µια βροντερή απουσία ζωής. Πώς να επιβιώσει κανείς, τώρα που το καλοκαίρι έφυγε;

Σκέπτοµαι τις πιθανότητες. Πασχίζω για το πώς… Επιζώντας ίσως… Προσπαθώντας ίσως… Ελπίζοντας, για το άγνωστο «πάρα κάτω». Με την ελπίδα πως θα βρω κάπου κρυµµένο, τον νέο µου εαυτό.

Στο νέο καλοκαίρι, που έρχεται. Κι ας αργεί πολύ ακόµα. Κι ας αργεί… Μόνο να το αντέξω.

rica@ath.forthnet.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ