Γράφει η Δρ. Μαρία Γιαλλούση
Εκπαιδευτικός συγγραφέας
Ένα από τα κρίσιμα ερωτήματα της εποχής που γονείς, κηδεμόνες, εκπαιδευτικοί και πολιτικοί οφείλουμε να συζητάμε ώστε να βοηθηθούμε για να βοηθήσουμε τους/τις εφήβους είναι: Πώς η ποσότητα της διαπροσωπικής αλληλεπίδρασης επηρεάζει τους/τις έφηβους ανεξάρτητα από την ποσότητα της διαδικτυακής αλληλεπίδρασης και του multitasking;
Αρχικά η υγιής συναισθηματική ανάπτυξη των εφήβων απαιτεί εξάσκηση. Όπως οι μύες που εργάζονται συνεχώς δεν ατροφούν, έτσι και τα μέρη του εγκεφάλου που διεγείρονται συνεχώς από την αλληλεπίδραση τής πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνίας, επεξεργάζονται τα συναισθήματα πιο αποτελεσματικά. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι κατασκευασμένος για να ανιχνεύει μη συνειδητά μικρές αλλαγές, όπως μεταξύ άλλων: στους μύες του χαμόγελου και του συνοφρυώματος, στο μέγεθος της κόρης (οι μεγαλύτερες κόρες υποδηλώνουν ευτυχία), στις ρυτίδες γύρω από τα μάτια (τα γνήσια χαμόγελα τις έχουν, αλλά τα ψεύτικα χαμόγελα όχι) κι άλλες. Η απουσία αυτών των ενδείξεων εξαιτίας της αλληλεπίδρασης μέσω ηλεκτρονικού κειμένου, η οποία επικρατεί στο διαδίκτυο, οδηγεί τους εφήβους στην ανάπτυξη «συναισθηματικής ατροφίας».
Στο πλαίσιο της διαδικτυακής κοινωνικής αλληλεπίδρασης, οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης φαίνεται να εμποδίζουν τη συναισθηματική εξάσκηση. Για παράδειγμα το facebook είναι ένα από τα πιο ευτυχισμένα μέρη στη Γη: η συντριπτική πλειοψηφία των φωτογραφιών που ανεβαίνουν σ’ αυτό δείχνουν ανθρώπους να χαμογελούν και να διασκεδάζουν. Τα παιδιά πιστεύουν ότι τα αρνητικά συναισθήματα είναι αφύσικα παρά άξια στοχασμού.
Κι όμως αν δεν διδάξουμε στους εφήβους πώς να είναι λυπημένοι -για να παραφράσω τη Sherry Turkle, διευθύντρια της Πρωτοβουλίας στο ΜΙΤ για την Τεχνολογία και τον Εαυτό- τους καταδικάζουμε στη θλίψη, καθώς δεν θα αναπτύξουν εργαλεία για να ξεπεράσουν αυτό το συναίσθημα. Πολύ συχνά στον χώρο του σχολείου μετά από συμπεριφορές που μας αναστατώνουν ακούγεται η φράση: «Για πλάκα το κάναμε, δεν θέλαμε να…» Γιατί την ακούμε τα τελευταία χρόνια τόσο συχνά; Μήπως γιατί οι έφηβοι αγνοούν ή καταστέλλουν τα αρνητικά συναισθήματα, οπότε δεν μαθαίνουν να τα αναγνωρίζουν και να τα αντιμετωπίζουν στους ίδιους και στους άλλους;
Όταν οι έφηβοι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις πρόσωπο με πρόσωπο συζητήσεις με τον κατάλληλο ρυθμό -γιατί τους λείπει η απαραίτητη εξάσκηση- τότε φαίνονται αναίσθητοι και αδιάφοροι. Όταν δεν μπορούν να ανταποκριθούν αρκετά γρήγορα στα δικά τους συναισθήματα, γίνονται παρορμητικοί. Αυτή η έλλειψη ρύθμισης των συναισθημάτων σχετίζεται με λιγότερη ικανοποίηση από τη ζωή, πιο αδύναμες σχέσεις με φίλους και μεγαλύτερη απαισιοδοξία.
Άραγε πώς θα μοιάζει ο κόσμος καθώς αυτοί οι συναισθηματικά εξασθενημένοι έφηβοι θα μεγαλώνουν; Μια πρόσφατη μελέτη του Children’s Digital Media Center, στο UCLA, υποδηλώνει ότι τα τελευταία 10 χρόνια, η καλοσύνη και τα συναισθήματα κοινότητας, που βασίζονται στο συναίσθημα, έχουν μετατοπιστεί από τις πιο σημαντικές στις λιγότερο σημαντικές αξίες για τους εφήβους, ενώ το ζητούμενο της καλής φήμης έχει εκτοξευθεί στην κορυφή της λίστας.
Οι «νέες σιωπές» φανερώνουν ότι φοβόμαστε να είμαστε μόνοι, δυσκολευόμαστε να δώσουμε προσοχή στον εαυτό μας. Και αυτό που υποφέρει είναι η ικανότητά μας να δίνουμε προσοχή ο ένας στον άλλον. Αν δεν μπορούμε να βρούμε το δικό μας κέντρο, χάνουμε την εμπιστοσύνη σε αυτά που έχουμε να προσφέρουμε στους άλλους. Ή, κι ανάποδα, αν δυσκολευόμαστε να δώσουμε προσοχή ο ένας στον άλλον, τότε αυτό που υποφέρει είναι η ικανότητά μας να γνωρίζουμε τον εαυτό μας. Αντιμετωπίζουμε τη φυγή από τη συζήτηση που είναι επίσης φυγή από τον αυτο-αναστοχασμό, την ενσυναίσθηση και τη μαθητεία.
Αν καθημερινά, στρεφόμαστε διαρκώς προς τα τηλέφωνα και «ξεχνάμε» τις ανάγκες των παιδιών μας για επικοινωνία, τότε το έλλειμμα, το οποίο τα ίδια δεν το γνωρίζουν ως τέτοιο, έχει να κάνει με το πόσο καταλαβαίνουν (ή δεν) τους ανθρώπους με τους οποίους μιλάνε. Ο χρόνος με τους ανθρώπους διδάσκει στα παιδιά πώς να βρίσκονται σε μια σχέση, ξεκινώντας από την ικανότητα να κάνουν μια συζήτηση. Η συζήτηση ανοίγει τον δρόμο προς την εμπειρία της οικειότητας, της κοινότητας και της κοινωνίας.
Μια κρίσιμη πτυχή του παραπάνω ελλείμματος αφορά την ικανότητα για μάθηση. Οι γνωστικές διεργασίες όπως ο συλλογισμός, η προσοχή και η μνήμη διαμορφώνονται βαθιά από συναισθηματικές και κοινωνικές εμπειρίες στο σπίτι, στη γειτονιά, στο σχολείο (Mary Helen Immordino-Yang, 2019)… Αλλά και στο διαδίκτυο. Χωρίς το αίσθημα του ανήκειν, η ικανότητα του εγκεφάλου να μαθαίνει, μειώνεται. Όμως σε μια ευάλωτη στιγμή που ο έφηβος αναζητά την επαλήθευσή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η τεχνολογία εισβάλει με τα κουμπιά «like», δημιουργώντας την «τυραννία των μετρήσεων». Η αγωνία για το «πόσα likes πήρα;» και το ατελείωτο scrolling, ισοδυναμούν με junkfood: κενές θερμίδες που δεν χορταίνουν ποτέ, αλλά μάλλον δημιουργούν περισσότερη πείνα.
Ας έχουμε κατά νου ότι πίσω από αυτή τη «σκόπιμη πείνα» βρίσκεται η Silicon Valley. Αυτή σχεδιάζει τα προϊόντα της για να μεγιστοποιήσει τις ανασφάλειές μας, του απεγνωσμένου φόβου μας ότι θα χάσουμε κάτι και του εθισμού για επιβεβαίωση, «ψαρεύοντας» όσο το δυνατόν περισσότερα «likes». Ξοδεύει δισεκατομμύρια δολάρια στη δημιουργία εργαλείων για να μας κάνει να εθιστούμε (το κουμπί «like»), να μας δεσμεύει (ατελείωτη κύλιση) και να μας κάνει να νιώθουμε άσχημα (Snap Maps).
Το άνοιγμα της «βεντάλιας» των πολιτικών ευθυνών αναδεικνύει τα ερωτήματα: Πόσο πιο εύκολο είναι να κατηγορούμε μόνο τα τηλέφωνα και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να μην αναγνωρίζουμε τη ζημιά που προκαλείται αφαιρώντας δημιουργικές διεξόδους στο σχολείο, όπως την τέχνη, τη μουσική ή τον αθλητισμό, εστιάζοντας μόνο σε στόχους και μηχανική μάθηση; Και πόσο πιο εύκολο είναι να μην αντιλαμβανόμαστε τη συνέπεια του βολέματός μας ως σιωπηλή συναίνεση σε πτυχές της ζωής που προκαλούν άγχος στους εφήβους: την κλιματική κρίση, την κρίση του κόστους ζωής, τις γενοκτονίες και τις πολεμικές συρράξεις, το ξεπούλημα των εθνικών φυσικών πόρων, γενικά την απουσία πολιτικής για κοινωνική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη.
Τα smartphones αποσπούν την προσοχή από το πραγματικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι έφηβοι – φοβούνται για το μέλλον τους. Παρά ταύτα, πολλοί από τους μαθητές και τις μαθήτριες με τους οποίους συζητάμε είναι αισιόδοξοι, αποφασισμένοι και θαρραλέοι. Ας τους στηρίξουμε συζητώντας μαζί τους τι θα βοηθούσε, αντί να ψάχνουμε για εύκολες απαντήσεις και να τους παίρνουμε τα τηλέφωνά τους. Αν τα παιδιά μας δεν μάθουν πώς να ακούν, πώς να υπερασπίζονται τον εαυτό τους και να διαπραγματεύονται με τους άλλους στις τάξεις ή στο οικογενειακό δείπνο, πότε θα μάθουν το «δούναι και λαβείν» που είναι απαραίτητο για τη φιλία, τη δημιουργικότητα, την αγάπη, τη μάθηση, την εργασία, για τον διάλογο των πολιτών σε μια δημοκρατία;
Βιβλιογραφία που αξιοποιήθηκε
• Γιαλλούση, Μ (2021). Για μια εκπαίδευση ανθρώπινης συνάντησης ερωτήσεων και χειραφέτησης, Αθήνα: ΚΨΜ, ISBN13 9786185156862
• Children’s Digital Media Center, στο UCLA https://www.cdmc.ucla.edu/publications-yalda-t-uhls-phd/ Mary Helen Immordino-Yang, Linda Darling-Hammond & Christina R. Krone (2019). Nurturing Nature:How Brain Development Is Inherently Social and Emotional, and What This Means for Education, Educational Psychologist, 54:3, 185-204 DOI:10.1080/00461520.2019.1633924
• Turkle Sherry (2015). Reclaiming Conversation: The Power of Talk in the Digital Age. New York, NY: Penguin ISBN-13 978-1101980460



