Τετάρτη, 5 Νοεμβρίου, 2025

Απευθείας αναθέσεις στους Δήµους – Ένα εργαλείο έκτακτης ανάγκης στο πεδίο της αδιαφάνειας;

Γράφει ο
Φώτης Αλεξόπουλος
Οικονοµολόγος
Μέλος του ΙΝΚΑ/Γενική Οµοσπονδία
Καταναλωτών Ελλάδος

Τα τελευταία χρόνια, ο όρος «απευθείας ανάθεση» έχει µπει για τα καλά στη δηµόσια συζήτηση, συχνά συνοδευόµενος από καχυποψία.

Από τη µια πλευρά, πρόκειται για έναν νόµιµο µηχανισµό του ∆ηµοσίου, που έχει ως σκοπό την ταχύτερη υλοποίηση έργων και την κάλυψη επειγουσών αναγκών. Από την άλλη, έχει εξελιχθεί σε µια «γκρίζα ζώνη» όπου η ανάγκη για ευελιξία συχνά µετατρέπεται σε εργαλείο εξυπηρέτησης ηµετέρων.

Τι είναι η απευθείας ανάθεση;

Η απευθείας ανάθεση αποτελεί τρόπο σύναψης δηµόσιας σύµβασης χωρίς προηγούµενο διαγωνισµό. Ο ∆ήµος ή ο δηµόσιος φορέας επιλέγει έναν συγκεκριµένο ανάδοχο και προχωρά σε σύµβαση απευθείας µαζί του. Η διαδικασία αυτή προβλέπεται από τον Ν. 4412/2016, όπως τροποποιήθηκε µε τον Ν. 4782/2021, και είναι απολύτως νόµιµη όταν τηρούνται τα οικονοµικά όρια και οι κανόνες δηµοσιότητας.

Ποια είναι τα όρια σήµερα;

Σύµφωνα µε το ισχύον νοµικό πλαίσιο:
– Για προµήθειες και υπηρεσίες, το ανώτατο όριο απευθείας ανάθεσης είναι 30.000 ευρώ χωρίς ΦΠΑ.
– Για έργα, το όριο ανέρχεται σε 60.000 ευρώ χωρίς ΦΠΑ.
– Πέρα από αυτά τα ποσά, απαιτείται πρόχειρος ή δηµόσιος διαγωνισµός, ανάλογα µε το ύψος της σύµβασης.

Ωστόσο, οι αλλεπάλληλες τροποποιήσεις της νοµοθεσίας τα τελευταία χρόνια , συχνά µε το πρόσχηµα της «επιτάχυνσης διαδικασιών», έχουν δηµιουργήσει ένα περιβάλλον ασάφειας και κατακερµατισµού. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι ∆ήµοι «σπάνε» έργα σε µικρότερα υποέργα, ώστε να παραµένουν εντός του ορίου της απευθείας ανάθεσης, καταστρατηγώντας έτσι το πνεύµα του νόµου.

Από την εξαίρεση στον κανόνα

Η απευθείας ανάθεση σχεδιάστηκε για να καλύπτει εξαιρετικές και επείγουσες περιπτώσεις: µια ζηµιά σε σχολείο, µια φυσική καταστροφή, µια ανάγκη που δεν µπορεί να περιµένει. Στην πράξη όµως, έχει γίνει ο κανόνας της τοπικής διοίκησης. Σε πολλούς ∆ήµους, πάνω από το 80% των δαπανών περνά σήµερα µέσα από τέτοιες διαδικασίες.

Το πρόβληµα δεν είναι η νοµιµότητα αλλά η νοµιµοφανής κατάχρηση. Όταν οι ίδιες εταιρείες επαναλαµβανόµενα λαµβάνουν απευθείας αναθέσεις για διαφορετικά έργα, χωρίς αξιολόγηση ανταγωνιστικών προσφορών, η διαφάνεια και η ισονοµία πλήττονται. Και µαζί τους, η εµπιστοσύνη των πολιτών.

Τι πρέπει να αλλάξει;

Αν θέλουµε να επαναφέρουµε τη διαφάνεια και τη δικαιοσύνη στις απευθείας αναθέσεις, χρειάζονται ουσιαστικές παρεµβάσεις:
– Υποχρεωτική ανάρτηση όλων των απευθείας αναθέσεων σε ανοιχτή πλατφόρµα (όχι µόνο στο «∆ιαύγεια» αλλά σε διαδραστικό εργαλείο όπου οι πολίτες µπορούν να βλέπουν ποσά, αναδόχους και συχνότητα αναθέσεων).
– Μείωση των οικονοµικών ορίων κατά 20-30%, ώστε η απευθείας ανάθεση να επανέλθει στον ρόλο της εξαίρεσης.
– Εισαγωγή κλήρωσης µεταξύ πιστοποιηµένων προµηθευτών για έργα κάτω από το όριο, ώστε να αποφεύγεται η επιλεκτική επιλογή.
– Ετήσιος έλεγχος από το Ελεγκτικό Συνέδριο για ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία απευθείας αναθέσεων ανά δήµο.
– Εκπαίδευση αιρετών και υπαλλήλων στην ορθή εφαρµογή του δηµοσίου λογιστικού και του πλαισίου δηµοσίων συµβάσεων.

Το ζητούµενο: διαφάνεια, όχι καχυποψία

Η αυτοδιοίκηση χρειάζεται ευελιξία, όχι ασυδοσία. Οι απευθείας αναθέσεις δεν είναι από µόνες τους «σκάνδαλο» αλλά εργαλείο. Όπως κάθε εργαλείο, εξαρτάται από το χέρι που το κρατά. Η διαφάνεια και η λογοδοσία είναι τα µόνα µέσα που µπορούν να αποκαταστήσουν την εµπιστοσύνη των πολιτών στους θεσµούς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ