Με αφορμή την πρόσφατη ληστεία στο Μουσείο του Λούβρου
Γράφει ο Νίκος Γ. Μοσχονάς
Ιστορικός, Ομότ. διευθυντής Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1449. Τότε είχε επισκεφτεί τη Βενετία ο Borso d’Este, που ήταν αδελφός του κυβερνήτη της Φερράρας μαρκήσιου Lionello A’ d’Este, και που μετέπειτα διαδέχτηκε τον αδελφό του ως δούκας της Φερράρας. Οι Βενετοί υποδέχτηκαν με τιμές τον ευγενή επισκέπτη της πόλης τους: τον φιλοξένησαν στα επιδεικτικά μέγαρα και τον ξενάγησαν στους στολισμένους με έργα τέχνης ναούς, επιδεικνύοντας όσα σπουδαία και πολύτιμα είχαν αποθησαυρίσει και είχαν μεταφέρει από τις χώρες που είχαν κατακτήσει στην πόλη των τεναγών που αντί για τείχη περιβαλλόταν από το υγρό στοιχείο.
Ανάμεσα στα άλλα τον οδήγησαν στη θαυμαστή δουκική εκκλησιά του πολιούχου Αγίου Μάρκου για να θαυμάσει τον πλούτο της. Οι Βενετοί είχαν φέρει τεχνίτες από την Κωνσταντινούπολη και έχτισαν τον 11o αιώνα την επιβλητική εκκλησιά με τους πέντε τρούλους, σύμφωνα με το σχέδιο του ναού των Αγίων Αποστόλων που υπήρχε στην Κωνσταντινούπολη. Και την είχαν διακοσμήσει με βυζαντινής τέχνης ψηφιδωτά επενδύοντας τους θόλους και τους τοίχους του ναού και του προνάου με χρυσές ψηφίδες. Μέσα στην εκκλησιά υπήρχαν πολλά πολύτιμα κειμήλια: υπήρχε η ολόχρυση Pala d’oro με τις ένθετες εικόνες από σμάλτο, πάνω στην Αγία Τράπεζα, υπήρχε η σπουδαία εικόνα της Παναγίας της Νικοποιού, πολύτιμα ιερά σκεύη και άλλα κειμήλια, όλα λάφυρα που είχαν αρπαγεί από τις εκκλησιές, από τα μοναστήρια και από τα παλάτια της Κωνσταντινούπολης και είχαν σταλεί στη Βενετία από τον δόγη Ερρίκο Δάνδολο, που είχε πρωτοστατήσει στην άλωση της Πόλης το 1204. Υπήρχαν και άλλα φερμένα από άλλα ελληνικά μέρη και από την Ανατολή. Πλούσια συγκομιδή χωρίς σταματημό. Και μέσα στην εκκλησιά υπήρχε το Σκευοφυλάκιο, όπου φυλάγονταν πολύτιμα ιερά σκεύη από χρυσό, αχάτη και ορεία κρύσταλλο, χρυσές σταυροθήκες και λειψανοθήκες κοσμημένες με πολύτιμες πέτρες, αυτοκρατορικά στέμματα, χρυσοί σταυροί και εγκόλπια με πετράδια μεγάλης αξίας, βαρύτιμα στέμματα βυζαντινών αυτοκρατόρων, χρυσένδυτες εικόνες.
Με περηφάνια άνοιξαν τη θύρα του Σκευοφυλακίου και οδήγησαν μέσα τον επιφανή επισκέπτη με την ακολουθία του. Εκείνος προφανώς έμεινε εκστατικός, βλέποντας τόσους σπάνιους θησαυρούς να λάμπουν μέσα στον χώρο. Οι συνοδοί του τον ξενάγησαν εξηγώντας του το είδος, την προέλευση και τους θρύλους που περιέβαλλαν όσα του έδειχναν. Του εξήγησαν βέβαια ότι υπήρχαν πολλοί περισσότεροι θησαυροί αλλά ένα μέρος είχε καταστραφεί σε παλιότερη πυρκαγιά του 1231. Αλλά πάλι οι Βενετοί, όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη μετά την ανακατάληψη της Πόλης από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο το 1261, έφεραν στη Βενετία όσα πολύτιμα είχαν στα χέρια τους, αρπάζοντάς τα από τον τόπο.
Κανείς από τους παριστάμενους δεν αντιλήφθηκε ότι μαζί με τη συνοδεία του επίσημου επισκέπτη είχε παρεισφρήσει και ένα άλλο πρόσωπο. Ήταν ένας Κρητικός που είχε μετοικήσει στη Βενετία. Έτυχε να βρίσκεται στην εκκλησιά, είδε την ομάδα των επισκεπτών που παρακολουθούσε την ξενάγηση, του γεννήθηκε το ενδιαφέρον και ακολούθησε την ομήγυρη. Έτσι πέρασε και την πόρτα του Σκευοφυλακίου. Βλέποντας τους θησαυρούς που βρίσκονταν εκεί, ο Σταμάτης Κρασιώτης -αυτό ήταν το όνομα του Κρητικού- θαμπώθηκε. Το μυαλό του άρχισε να ξεστρατίζει και μέσα στη δίνη των λογισμών του αποφάσισε να δράσει ριψοκίνδυνα. Εκείνο που ήθελε ήταν να πάρει από εκεί ό,τι πολύτιμο μπορούσε. Όπως επισημαίνει ο Βενετός συγγραφέας του 19ου αιώνα Giuseppe Tassini (Condanne capitali, 1866), που αναφέρεται στην υπόθεση αυτή, αφού συνέλαβε o Σταμάτης Κρασιώτης την τολμηρή ιδέα, σκέφτηκε πώς να την πραγματοποιήσει «και, Έλληνας καθώς ήταν, το οποίο ισοδυναμεί με πονηρός» δεν άργησε να βρει τη λύση του προβλήματος που τον απασχολούσε.
Το βράδυ της ίδιας μέρας επέστρεψε στην εκκλησιά του Αγίου Μάρκου έχοντας μαζί του ό,τι του χρειαζόταν και κρύφτηκε πίσω από ένα αλτάρι. Εκεί περίμενε μέχρι οι νεωκόροι να κλείσουν τις θύρες του ναού και να νυχτώσει βαθιά. Τότε βγήκε με προσοχή από το σημείο όπου είχε κρυφτεί και με ένα αντικλείδι άνοιξε την πόρτα στο Βαπτιστήριο που ήξερε ότι βρίσκεται πλάι στην αίθουσα του Σκευοφυλακίου. Εκεί άρχισε να σκάβει γύρω από μια μαρμάρινη πλάκα στον τοίχο του Σκευοφυλακίου και αφού κατάφερε να την αφαιρέσει, χώθηκε ο ίδιος μέσα. Έχοντας κάποιο δαυλό κατάφερε να επισημάνει και να αρπάξει αντικείμενα με πολύτιμες πέτρες και αργυρά σκεύη, ρίχνοντάς τα σε ένα σάκο. Έπειτα ξανάβαλε τη μαρμάρινη πλάκα στη θέση της χωρίς να αφήσει καθόλου ίχνη, έτσι που κανείς δεν αντιλήφθηκε το συμβάν. Όταν ξημέρωσε και άνοιξαν πάλι οι θύρες της εκκλησιάς, ο δράστης γλίστρησε έξω με προσοχή μαζί με τη λεία που είχε αποκομίσει.
Την επόμενη νύχτα επιχείρησε και πάλι με τον ίδιο τρόπο την είσοδο στο Σκευοφυλάκιο της εκκλησιάς. Και αυτή τη φορά, έχοντας ήδη από την προηγούμενη εντοπίσει τη λεία του, αποκόμισε πολύτιμα πετράδια, δέκα βαρύτιμα στέμματα από καθαρό χρυσάφι στολισμένα με μαργαριτάρια και πετράδια και δώδεκα ολόχρυσα εγκόλπια επίσης κατάφορτα με σμαράγδια, ζαφείρια, ρουμπίνια, πλαισιωμένα από ανατολίτικα μαργαριτάρια. Τα στέμματα και τα εγκόλπια ανήκαν στην αυτοκρατορική αυλή του Βυζαντίου και τα είχε μεταφέρει στη Βενετία ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος μετά την άλωση του 1204.

Μετά την επιτυχημένη διπλή επιχείρηση, ο Κρητικός δράστης μετέφερε την πολύτιμη λεία του στην κατοικία του, που βρισκόταν κατ’ άλλους κοντά στην εκκλησιά του San Zaccaria, κατ’ άλλους στην περιοχή της Santa Maria Formosa ή στη γειτονιά του San Zulian κοντά στον Άγιο Μάρκο. Ωστόσο, εκείνο που ενδιέφερε τον δράστη, όπως ήταν φυσικό, ήταν η διαφυγή του από τη Βενετία μαζί με τα κλοπιμαία. Έπρεπε με κάθε τρόπο να αποφύγει να γίνει στόχος κατά τις έρευνες των Αρχών μετά την ανακάλυψη της ληστείας. Και αυτό δεν ήταν εύκολο. Έπειτα από πολλή σκέψη αποφάσισε να εμπιστευθεί έναν συντοπίτη του ευγενή Βενετοκρητικό, τον Ζαχαρία Grioni, γιο του Μάρκου από τον κρητικό κλάδο της οικογένειας αυτής. Ο Σταμάτης Κρασιώτης ζήτησε από τον Ζαχαρία Grioni να του ορκιστεί ότι δεν θα μιλήσει για ό,τι επρόκειτο να ακούσει. Έπειτα του πρόσφερε ένα ρουμπίνι και του αποκάλυψε τη ληστεία που είχε διαπράξει. Του πρότεινε να μοιραστεί μαζί του τη λεία εάν του εξασφάλιζε κοινή απόδραση από τη Βενετία με κάποιο πλοίο. Πράγματι ο Grioni του είπε ότι ένας πολύ φίλος του καπετάνιος ετοιμαζόταν να σαλπάρει από τη Βενετία και συμφώνησαν να συναντηθούν αργότερα για βάλουν σε εφαρμογή το σχέδιό τους.
Όμως, όταν απομακρύνθηκε ο Κρητικός, ο Grioni, είτε σκέφτηκε ότι δεν έπρεπε να διακινδυνεύσει τέτοιο εγχείρημα είτε επικράτησε σ’ αυτόν η πατριωτική λογική, αποφάσισε να καταγγείλει στο Συμβούλιο των Δέκα -την Ασφάλεια της Βενετίας- τον δράστη της μεγάλης ληστείας. Η αντίδραση του Συμβουλίου των Δέκα ήταν άμεση. Στάλθηκε αστυνομική δύναμη στο σπίτι του δράστη, όπου βρέθηκαν όλα τα κλεμμένα πολύτιμα αντικείμενα. Ο Κρασιώτης οδηγήθηκε δέσμιος στη φυλακή προκειμένου να ακολουθήσει η νόμιμη διαδικασία.
Στις 21 Μαρτίου του 1449 ο Σταμάτης Κρασιώτης εκτελέστηκε με απαγχονισμό. Λέγεται ότι τελευταία του επιθυμία ήταν να απαγχονιστεί με χρυσωμένο σκοινί. Οι κλεμμένοι βυζαντινοί θησαυροί επέστρεψαν στον πρώτο άρπαγα.


