Γράφει ο
Σάββας Ιακωβίδης
Μετά από 4000 χρόνια αδιάκοπης ελληνικής παρουσίας, ιστορίας και γλώσσας, να είσαι Έλληνας στην Κύπρο, να µιλάς και να γράφεις ελληνικά.
Να εκφράζεσαι µε περηφάνια στην κυπριακή διάλεκτο, δηλ. να συνδιαλέγεσαι αδιάλειπτα µε τις αρχέγονες ρίζες σου. Να αντιστέκεσαι στον ανθελληνισµό και στον µισελληνισµό, είναι πράξη επαναστατική, αντιστασιακή και ελευθερωτική.
∆εν υπάρχει ωραιότερη και πιο ανυπέρβλητη αντιφώνηση. ΕΛΥΤΗΣ: «Τη γλώσσα µού έδωσαν ελληνική·/το σπίτι φτωχικό στις αµµουδιές του Οµήρου./Μονάχη έγνοια η γλώσσα µου στις αµµουδιές του Οµήρου».
ΜΟΝΤΗΣ: «Ελάχιστοι µάς διαβάζουν,/ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα µας,/µένουµε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι σ’ αυτήν τη µακρινή γωνιά,/όµως αντισταθµίζει που γράφουµε Ελληνικά». ∆ύο µεγάλοι ποιητές του Ελληνισµού απαντούν ηχηρά και αποστοµωτικά στους Νεοκύπριους επίβουλους της ελληνικής µας γλώσσας.
Εδώ και καιρό, το αριστερό ΑΚΕΛ, ακαδηµαϊκοί (από το Πανεπιστήµιο Κύπρου, δυστυχώς, και το ΤΕΠΑΚ), δηµοσιογράφοι και κοµµατικοί διατεταγµένοι στοχεύουν συστηµατικά, οργανωµένα και µεθοδικά ν’ αποδοµήσουν την κοινή πανελλήνια Ελληνική και να επιβάλουν την κυπριακή διάλεκτο ως γλώσσα.
Αρνούνται να παραδεχτούν ότι η κυπριακή διάλεκτος είναι πανάρχαια µε ελληνικές ρίζες αβυθοµέτρητες. Είναι, όµως, διάλεκτος και όχι γλώσσα.
Ο γνωστός Έλληνας γλωσσολόγος, Γ. Μπαµπινιώτης, σε οµιλία του, πέρσι (4/11/2024), σε εκδήλωση του Υπουργείου Παιδείας µε θέµα: «Η δύναµη της ελληνικής γλώσσας», υπογράµµισε: «Η κυπριακή διάλεκτος ανήκει -κατά την πιο σηµαντική άποψη- στη λεγόµενη προ-∆ωρική ή πρωτοµυκηναϊκή, που σε αυτήν περιλαµβάνονται η αρκαδοκυπριακή, η µυκηναϊκή, η ιωνική-αττική και η αρχαία Μακεδονική. Όσον αφορά τη γραφή υπάρχει το κυπριακό συλλαβάριο, ενώ αργότερα ακολούθησε η χρήση του ελληνικού αλφαβήτου».
Ο Γ. Μπαµπινιώτης επισήµανε: «Έχετε µία ευλογία, ένα προνόµιο, να έχετε την κοινή Ελληνική και να έχετε δίπλα, όχι σύγκρουση, αλλά προέκταση, συµπλήρωµα, την Κυπριακή. Μίαν αρχαιότατη διάλεκτο, από τις πιο αρχαίες διαλέκτους που έχει διασώσει και αρχαία ελληνικά στοιχεία, που είναι κανείς περήφανος γι’ αυτήν.
Πέρασαν τόσοι κατακτητές επί τόσους αιώνες στην Κύπρο και θα περίµενε κανείς να έχει χαθεί η διάλεκτος. Αυτό που έγινε στην Κύπρο είναι κατόρθωµα. Είναι ένας θησαυρός που υπάρχει παράλληλα µε την κοινή γλώσσα, τη γλώσσα δηλαδή του Ελληνισµού. ∆εν είναι σύγκρουση, είναι αλληλοσυµπλήρωµα».
Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης είπε: «Αποτελεί επιτακτική ανάγκη για όλους εµάς να αναγνωρίσουµε και να εκτιµήσουµε την αστείρευτη δύναµη και το ανυπέρβλητο µεγαλείο της ελληνικής γλώσσας, ώστε να συµβάλουµε στη διαφύλαξη, στην ενίσχυση και στην ανάδειξή της µέσα από ποικίλες δράσεις και πρωτοβουλίες».
Η Υπουργός Παιδείας, Αθηνά Μιχαηλίδου, συµπλήρωσε: «Αναντίρρητα, η ανάδειξη της ελληνικής γλώσσας µε διάφορες εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δράσεις συµβάλλει στην ενίσχυση της γλωσσικής µας ταυτότητας, στην προώθηση του πολιτιστικού και πνευµατικού µας επιπέδου και στη βελτίωση των µαθησιακών αποτελεσµάτων». Πώς άρχισε αυτή η αηδής και ύπουλη εκστρατεία κατά της ελληνικής γλώσσας;
Ξεκίνησε ευθύς µετά την ανεξαρτησία. Με την έλευση της ελληνικής µεραρχίας, οπαδοί του ΑΚΕΛ και λεγόµενοι µακαριακοί αποκαλούσαν τους Έλληνες στρατιώτες ως… κατακτητές. Σχεδόν καθηµερινά εκδηλώνονταν επιθέσεις εναντίον τους µε πρωτοφανείς και ακατονόµαστες ύβρεις και ξυλοδαρµούς. Μετά το πραξικόπηµα της χούντας και την τουρκική εισβολή, οι λεγόµενοι «αντιστασιακοί» και δήθεν «δηµοκρατικοί», παρέα µε ΑΚΕΛικούς, αποχαλινώθηκαν κατά της Ελλάδος.
Τα τελευταία χρόνια, η εκστρατεία ανθελληνισµού, µισελληνισµού και αφελληνισµού από το ΑΚΕΛ και διατεταγµένους αξιωµατούχους του, πήρε διαστάσεις. Με ραδιοφωνικές εκποµπές, δηµοσιεύµατα, κυρίως µε τη χρήση µιας παραφθαρµένης κυπριακής διαλέκτου ακόµα και µέσα στις ακαδηµαϊκές αίθουσες ή σε τηλεοπτικές συζητήσεις, µε έναν στόχο: Να την αναδείξουν ως γλώσσα και ως… επίσηµη της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και το αυτοµαστίγωµα που το ΑΚΕΛ επιµένει να επιβάλει στους Έλληνες της Κύπρου: «Κάναµε κι εµείς πολλά», οδύρεται υποκριτικά, υποβάλλοντας ότι κάναµε κι εµείς εγκλήµατα και εθνοκάθαρση όπως ο τουρκικός στρατός κατοχής, άρα οι ευθύνες επιµερίζονται και εξισούνται. Αυτήν την ελεεινή αχρειότητα, το ΑΚΕΛ την έχει αναγάγει σε επίσηµη πολιτική του, αφού θεωρεί τους Τ/κύπριους ως «αδελφούς» του. ∆ικαίωµά του, αλλά οι Τ/κύπριοι ∆ΕΝ είναι αδελφοί των Ελλήνων. Σύνοικος µειοψηφία µεν, αλλ’ όχι αδελφοί.
Η νέα συζήτηση για την κυπριακή διάλεκτο ξανάρχισε µε αφορµή ανάρτηση στο face book τού πολύ γνωστού καθηγητή Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήµιο Κύπρου, Γεώργιου Ξενή. Με αυτήν έκανε λόγο για «νέα επίθεση» κατά της κυπριακής γλωσσικής µας παράδοσης από «Νεοκύπριους γλωσσολόγους». Στην ανάρτηση διαχώριζε δύο τρόπους µελέτης της κυπριακής διαλέκτου: 1.- Ως αναπόσπαστο µέρος της ελληνικής γλώσσας, µε ιστορική συνέχεια και κοινή βάση µε την Κοινή Νεοελληνική. 2.- Ως ξεχωριστή και αυτόνοµη γλωσσική µορφή, µε προοπτική να λειτουργήσει ανταγωνιστικά προς την ελληνική γλώσσα.
Η δεύτερη προσέγγιση, λέγει, την οποία συνδέει µε «νεοκυπριακό εθνικισµό» και «αφελληνιστικές τάσεις», επιδιώκει να παρουσιάσει την κυπριακή διάλεκτο ως αυτόνοµη επίσηµη γλώσσα, διακριτή από την Κοινή Νεοελληνική. «∆εν επιδιώκουν να διασώσουν την κυπριακή διάλεκτο από τον υποτιθέµενο κίνδυνο αφανισµού, αλλά να την καταστήσουν αντίπαλο προς την ελληνική γλώσσα, ώστε να εξυπηρετήσουν συγκεκριµένο ταυτοτικό αφήγηµα», καταλήγει.
Η ∆ανάη Γεωργιάδου, Επιθεωρήτρια Φιλολογικών Μαθηµάτων στο Υπουργείο Παιδείας, δηµοσίευσε (3/11/2025) µιαν εµπεριστατωµένη ανάλυση µε τίτλο: «Υστερόβουλοι εραστές της κυπριακής διαλέκτου».
Αναφέρεται και αναλύει δύο περιπτώσεις γλωσσικής αλητείας από το Τεχνολογικό Πανεπιστήµιο Κύπρου (ΤΕΠΑΚ) «σε µια προσπάθεια για ενίσχυση της χρήσης της διαλέκτου εις βάρος της νεοελληνικής κοινής και για δηµιουργία αντιπαλότητας µεταξύ των δύο αυτών µορφών της νέας ελληνικής».
Η κ. Γεωργιάδου επισηµαίνει ότι «η Κυπριακή είναι κατ’ εξοχήν προφορική µορφή γλώσσας. Γράφεται, και µε πολύ ωραίο µάλιστα τρόπο, από διαλεκτικούς ποιητές, οι οποίοι ξέρουν να την καλλιεργούν ως λογοτεχνικό κώδικα επικοινωνίας, αλλά και να την αποδίδουν ορθά γραπτώς, σεβόµενοι την ελληνικότητά της και τις ορθογραφικές συµβάσεις της Ελληνικής».
Προσθέτει: «Σε καµία περίπτωση δεν πρέπει να υπονοµεύουν τον ελληνικό χαρακτήρα της κυπριακής διαλέκτου και την αρµονική της σχέση µε την ευρύτερη ελληνική γλώσσα, δεν πρέπει να προωθούν την αποξένωσή µας από τη νεοελληνική κοινή ή να υποσκάπτουν τη συνέχιση της µακραίωνης ελληνικής ιστορίας της Κύπρου». Αυτό ακριβώς επισήµανε και ο άλλος, µεγάλος ποιητής µας, Κ. Χαραλαµπίδης: «Η αφύσικη µετατροπή της διαλέκτου ‘‘σε γλώσσα του καφενέ’’, ουσιαστικά προσβάλλει τους εν τοις µνήµασι Βασίλη Μιχαηλίδη, ∆ηµήτρη Λιπέρτη, Παύλο Λιασίδη, Κώστα Μόντη, Μιχάλη Πασιαρδή…».
Μετά από 4000 χρόνια αδιάκοπης ελληνικής παρουσίας, ιστορίας και γλώσσας, να είσαι Έλληνας στην Κύπρο, να µιλάς και να γράφεις ελληνικά. Να εκφράζεσαι µε περηφάνια στην κυπριακή διάλεκτο, δηλ. να συνδιαλέγεσαι αδιάλειπτα µε τις αρχέγονες ρίζες σου. Να αντιστέκεσαι στον ανθελληνισµό και στον µισελληνισµό, είναι πράξη επαναστατική, αντιστασιακή και ελευθερωτική.



