* Πότε πραγματικά γεννήθηκε ο Χριστός;
Γράφει ο Χρήστος Νικολόπουλος
Δρ. Θεολογίας – Βυζαντινολόγος
ΜΕΡΟΣ Α’
Το Διονυσιακό χρονολογικό σύστημα
Το χρονολογικό σύστημα που χρησιμοποιούμε σήμερα (π.Χ. = προ Χριστού και μ.Χ. = μετά Χριστόν) εισήχθη από τον Έλληνα μοναχό Διονύσιο Μικρό ή Βραχύ (ονομάστηκε έτσι λόγω του χαμηλού αναστήματός του) ή Σκύθη, ο οποίος καταγόταν από την περιοχή της βυζαντινής Μοισίας (παραδουνάβια περιοχή σημερινής Βουλγαρίας). Το παραπάνω έγινε με παρότρυνση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ (527-565) τον καιρό που ο Διονύσιος βρισκόταν στη Ρώμη ως ηγούμενος μοναστηριού. Σύμφωνα με τις έρευνες που πραγματοποίησε, καθόρισε το έτος 754 από κτίσεως Ρώμης, ως το έτος 1 μ.Χ. ή A.D. (Anno Domini). Οι Ρωμαίοι χρονολογούσαν από την ημέρα και το έτος που χτίστηκε η πόλη τους (Ab Urbe Condita ή A.U.C.) δηλαδή στις 21 Απριλίου 753 π.Χ. Οι Πάπες της Ρώμης άρχισαν να χρησιμοποιούν το νέο σύστημα χρονολόγησης μόλις τον 11ο αι. Στην Ανατολή υιοθετήθηκε από τον Πατριάρχη Κύριλλο Α’ Λούκαρη (1610-1638 μ.Χ.).
Ο Διονύσιος όμως πραγματοποίησε ένα σοβαρό λάθος. Δεν προσδιόρισε το πρώτο έτος του ημερολογίου του ως «έτος μηδέν». Η σημερινή αστρονομική χρονολόγηση αρχίζει από το έτος 0 (μηδέν). Ο Σκύθης μοναχός πήγε από το 1 π.Χ. στο 1 μ.Χ. γεγονός που αστρονομικά και αλγεβρικά θεωρείται ως λανθασμένη αρίθμηση. Η έννοια του μηδενός ήταν άγνωστη την εποχή των υπολογισμών του Διονυσίου. Στο αρχαίο ελληνικό σύστημα μέτρησης που χρησιμοποιούσαν τότε, δεν υπάρχει το 0 (μηδέν). Η εισαγωγή του μηδενικού συμβόλου (0) έγινε με τη χρησιμοποίηση των αραβικών αριθμών στην Ευρώπη, πολύ αργότερα, τον 12ο αι.
Ο Διονύσιος Μικρός όρισε την πρώτη μέρα του ημερολογίου του, δηλαδή του 1 μ.Χ. έτους, την 25η Μαρτίου (όπως σήμερα έχουμε ορίσει την 1η Ιανουαρίου), η ημέρα της ενσαρκώσεως του Χριστού. Γι’ αυτόν, το πρώτο έτος είχε εννέα μήνες αφού έληξε την 31η Δεκεμβρίου. Την επόμενη μέρα, την 1η Ιανουαρίου, άρχισε το 2 μ.Χ. το οποίο έληξε, μετά από δώδεκα μήνες, καθώς και τα επόμενα μ.Χ. έτη, στις 31 Δεκεμβρίου. Ο μοναχός τοποθέτησε τη γέννηση του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου, εννέα μήνες μετά την ενσάρκωσή του.
Ποιά μέρα του έτους γεννήθηκε πραγματικά ο Χριστός;
Το έτος γεννήσεως λοιπόν του Χριστού ορίσθηκε την 1η μ.Χ. Ποιά μέρα όμως γεννήθηκε ο Χριστός; Οι πρώτοι χριστιανοί γιόρταζαν τη Γέννηση και τη Βάπτιση του Κυρίου μαζί, στις 6 Ιανουαρίου. Πίστευαν ότι ο Κύριος βαπτίστηκε την ημέρα των γενεθλίων του που συμπλήρωνε τα τριάντα, επειδή ο ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει ότι την ημέρα της βάπτισης ὁ Ἰησοῦς ἦν ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα ἀρχόμενος (Λκ. 3, 23). Βέβαια το ὡσεὶ σημαίνει περίπου, άρα ο Κύριος βαπτίστηκε λίγο πριν αρχίσει τη διδασκαλία του στην ηλικία των τριάκοντα ετών. Η ημερομηνία αυτή βέβαια είναι συμβατική αφού κανένας δεν γνωρίζει πραγματικά ποιά μέρα βαπτίστηκε ο Κύριος.
Ο Πάπας Ρώμης Ιούλιος Α’ (337-352) θέλησε να καλύψει, να αντικαταστήσει και στο τέλος να εξαλείψει την ηλιολατρεία που είχε επικρατήσει σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η ηλιολατρεία ήταν μία μορφή θρησκευτικής πίστης των πρώτων αιώνων του χριστιανισμού στην οποία συνενώθηκαν οι λατρείες επί μέρους ηλιακών θεοτήτων, όπως του Ηρακλή και του Μίθρα. Κατά τηΝ 25η Δεκεμβρίου, οι Μιθραϊστές πανηγύριζαν τη γέννηση του αήττητου ηλίου (natalis invicti solis), δηλαδή τη διάβαση του ήλιου από το χειμερινό ηλιοστάσιο προς το θερινό ηλιοστάσιο, το οποίο σήμαινε την αύξηση της διάρκειας της ημέρας και την ελάττωση της διάρκειας της νύχτας. Θεωρήθηκε ότι αυτήν την ημέρα ο ήλιος αρχίζει τη νικηφόρο πορεία του και ξαναγεννιέται και γι’ αυτό καθιερώθηκε ως γενέθλιος ημέρα του. Ο Μίθρας ανήκει στις λεγόμενες ηλιακές θεότητες της ζωροαστρικής λατρείας. Υποτίθεται ότι γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου από έναν βράχο τον οποίο περιμάζεψαν βοσκοί. Η λατρεία του Μίθρα εισήχθη από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αυρηλιανό (270-275) ως επίσημη θρησκεία στη Ρώμη, ενώ από τον Διοκλητιανό (284-305) έγινε αυτοκρατορική λατρεία.
Επειδή στις 25 Δεκεμβρίου λάμβαναν μεγαλοπρεπείς παγανιστικές εορταστικές εκδηλώσεις στις οποίες έπαιρναν μέρος και πολλοί χριστιανοί, γι’ αυτόν τον λόγο η Εκκλησία αναγκάστηκε να ορίσει την ημέρα αυτή ως εορτή των Χριστουγέννων. Από τον Δ’ λοιπόν αιώνα ξεκίνησε σταδιακά να εορτάζεται η εορτή των Χριστουγέννων ξεχωριστά από τα Θεοφάνεια. Στην Ανατολή συνέχιζε να εορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου μαζί με τα Θεοφάνεια, αλλά μετά από κάποιες δεκαετίες άρχιζε να εορτάζεται στη νέα ημερομηνία. Η Ανατολή λοιπόν έλαβε από τη Δύση τον εορτασμό της συγκεκριμένης εορτής. Μόνο οι Αρμένιοι δεν αποδέχτηκαν τη νέα αλλαγή.
Αναφορές των Ευαγγελιστών για τη γέννηση του Χριστού
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ο οποίος υπήρξε και ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου, αναφέρει ότι ο Χριστός γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας τον καιρό που κυβερνούσε ο Ηρώδης: τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρῲδου τοῦ βασιλέως (Μτ. 2, 1). Ο Ηρώδης ο Μέγας γεννήθηκε το 73 π.Χ. και το 40 π.Χ. έγινε βασιλέας της Ιουδαίας όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του το 4 π.Χ. Οι μάγοι «εξ Ανατολών» όταν επισκέφθηκαν τον Χριστό, τον επισκέφθηκαν σε σπίτι και όχι σε σπήλαιο. Είναι ο μόνος που αναφέρει την επίσκεψη των μάγων στον Χριστό λόγω της εμφάνισης ενός αστέρα.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος υπήρξε μαθητής του Αποστόλου Παύλου, αναφέρει ότι τη χρονιά που γεννήθηκε ο Χριστός γινόταν μία απογραφή κατ’ εντολήν του Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, σε όλη την αυτοκρατορία. Τότε ηγεμόνας της περιοχής της Συρίας ήταν ο Κυρήνιος. Επιπλέον, οι βοσκοί, την ημέρα που γεννήθηκε ο Κύριος, διανυκτέρευαν στην ύπαιθρο, ενώ λόγω της απογραφής, επειδή δεν υπήρχε χώρος σε πανδοχείο, το μωρό ο Ιησούς γεννήθηκε σε σπήλαιο το οποίο χρησιμοποιούσαν για στάβλο. Αυτές λοιπόν είναι οι σημαντικότερες αναφορές των Ευαγγελιστών που θα μας απασχολήσουν στο παρόν άρθρο για τη γέννηση του Κυρίου.
Πώς μπορούν λοιπόν οι παραπάνω πληροφορίες να μας βοηθήσουν να προσδιορίσουμε το ακριβές έτος γέννησης του Κυρίου;
Αφού ο Κύριος γεννήθηκε κατά το διάστημα που ζούσε ο Ηρώδης, το σίγουρο είναι ότι γεννήθηκε πριν από το 4 π.Χ., το έτος δηλαδή της αποβίωσης αυτού του αιμοσταγή βασιλιά. Αλλά πόσο πριν από το 4 π.Χ.;
Σύμφωνα με τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο, ο οποίος έζησε τον 1ο αι. μ.Χ., άρα πολύ κοντά στα γεγονότα τα οποία διαπραγματεύεται, ο Ηρώδης πέθανε λίγο πριν το Πάσχα του 4 π.Χ. Επειδή το Πάσχα οι Ιουδαίοι το εόρταζαν μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, η οποία σύμφωνα με τους σημερινούς αστρονόμους πραγματοποιήθηκε, εκείνη τη χρονιά, στις 11 Απριλίου, άρα ο Ηρώδης πέθανε πριν τις 11 Απριλίου. Ο ίδιος ιστορικός όμως αναφέρει στο έργο του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ότι πριν τον θάνατο του Ηρώδη παρατηρήθηκε έκλειψη σελήνης: καὶ ἡ σελήνη δὲ τῇ αὐτῇ νυκτὶ ἐξέλιπεν. Λόγω της μεγάλης ανάπτυξης της επιστήμης της αστρονομίας σήμερα είμαστε αρκετά σίγουροι ότι αυτή πραγματοποιήθηκε στις 13 Μαρτίου του ιδίου έτους. Άρα ο Ηρώδης απεβίωσε μεταξύ 13 Μαρτίου και 11 Απριλίου του 4 π.Χ.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς επισημαίνει ότι εκείνο τον καιρό ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.) έβγαλε διαταγή να γίνει απογραφή του συνολικού πληθυσμού της χώρας του. Σήμερα αγνοούμε πότε δόθηκε αυτή η εντολή. Σύμφωνα με την εντολή, όλοι έπρεπε για να απογραφούν να πάνε στην πόλη της καταγωγής τους. Για τον λόγο αυτόν ο Ιωσήφ, ο πατέρας δηλαδή του Χριστού, ξεκίνησε από την πόλη Ναζαρέτ, στην οποία έμενε, της Γαλιλαίας, να πάει στην πόλη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, 100 περίπου χιλιόμετρα νότια: διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυΐδ (Λκ. 2, 4).
Μαζί του είχε την Παναγία η οποία ήταν έγκυος. Λόγω της απογραφής δεν βρήκαν χώρο να καταλύσουν σε κάποιο σπίτι ή πανδοχείο και έμειναν σε κοντινό σπήλαιο το οποίο είχαν μετατρέψει σε στάβλο. Εκεί γεννήθηκε και ο Χριστός.
Πολύ σημαντικό στοιχείο το οποίο δείχνει την εποχή του έτους στην οποία γεννήθηκε ο Κύριος είναι το στοιχείο ότι την ημέρα εκείνη υπήρχαν στην περιοχή βοσκοί οι οποίοι διανυκτέρευαν έξω στην ύπαιθρο για τα κοπάδια τους: καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν (Λκ. 2, 9). Για να μπορούν να διανυκτερεύουν στην ύπαιθρο οι βοσκοί, σημαίνει ότι σίγουρα η Ιουδαία δεν είχε μπει στην περίοδο του χειμώνα. Οι βοσκοί όταν πήγαν να προσκυνήσουν το βρέφος, το βρήκαν σε φάτνη, δηλαδή στον στάβλο με τα ζώα: εὐρήσετε βρέφος (τους είπε άγγελος Κυρίου) ἐσπαργανωμένον κείμενον ἐν φάτνῃ (Λκ. 2, 13). Αυτό σημαίνει ότι αν δεν το προσκύνησαν την πρώτη μέρα, για να βρίσκεται σίγουρα στη φάτνη, το προσκύνησαν μέσα στις πρώτες μέρες από τη γέννησή του.
Στο επόμενο το Μέρος Β’



