Γράφει η Πέγκη Φαράντου
Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας – ζωγράφος
Σκαρφαλωμένη στα βουνά της βόρειας Πίνδου, βρίσκεται η Μηλιά, ένα από τα πιο ορεινά χωριά της Ηπείρου. Η Μηλιά, χτισμένη σε υψόμετρο άνω των χιλίων μέτρων, αποτελούσε τμήμα του βασιλείου της Τυμφαίας, με την ιστορία της να συνεχίζεται σε πολλές χρονικές περιόδους, όπως και κατά την τουρκοκρατία, όπου αγωνίστηκε να μην εξισλαμιστεί και να κρατήσει ζωντανή την ορθόδοξη πίστη. Σκαρφαλωμένη στις πλαγιές της Πίνδου, με τους περισσότερους κατοίκους να μιλούν βλάχικη διάλεκτο, η Μηλιά, μας θυμίζει ότι η Ελλάδα έχει πολλές όψεις που μένουν ακόμη ζωντανές και τη φωτίζουν ολόκληρη.
Λίγες μέρες έμεναν μέχρι τα Χριστούγεννα. Το κρύο ήταν έντονο, παρότι δεν είχε ακόμη χιονίσει, τα τζάκια έκαιγαν μέρα νύχτα μεγάλα κούτσουρα και όλο το χωριό μύριζε ξύλο. Ήταν ακόμη πολύ πρωί, σχεδόν νύχτα, ο ήλιος ίσα που φαινόνταν στις βουνοκορφές, με ένα αχνό φως. Στην εκκλησία γινόταν λειτουργία. Μια από τις σαράντα λειτουργίες μέχρι τα Χριστούγεννα, σαράντα μέρες μέχρι τη γέννηση του Χριστού, σαράντα μέρες νηστείας. Ο νεωκόρος χτύπησε τρίτη φορά την καμπάνα, για να σημάνει την έναρξη της θείας λειτουργίας, «Ευλογητός ο Θεός πάντοτε…».
Την ίδια ώρα, στο καφενείο του μπάρμπα Θανάση, ετοιμαζόταν νηστήσιμο κέρασμα. Ζεστό ψωμί, που μόλις είχε βγει από τον ξυλόφουρνο, ελιές, κουλούρια και γλυκό σταφύλι με νάμα, μια ιδιαίτερη συνταγή της κυρίας Κόμης. Η ξυλόσομπα, τοποθετημένη στο κέντρο του καφενείου, έκαιγε μεγάλα κούτσουρα από το ξημέρωμα. Η μαντεμένια σόμπα, που άνοιγε συνέχεια για να πάρει νέα ξύλα, είχε πυρακτώσει και μετέδιδε ζέστη σε όλο τον χώρο. Ο μπάρμπα Θανάσης τα είχε προετοιμάσει όλα και περίμενε να τελειώσει η λειτουργία για να σερβίρει ελληνικό καφέ, από τη χόβολη, στον κόσμο.
Στο μεταξύ, μια μικρή τηλεόραση, στην άκρη του καφενείου μετέδιδε τα νέα. Στην πρωτεύουσα έγινε γιορτή για το άναμμα του δέντρου. Φωτεινά λαμπιόνια στόλιζαν την πόλη. Ο κόσμος περπατούσε χαρούμενος με δώρα στο χέρι. Τα καταστήματα ενημέρωναν για τις καλές τιμές με μεγάλες αφίσες και οι άνθρωποι εύχονταν καλές γιορτές. Στους δρόμους των καταστημάτων, ένας δημοσιογράφος, ντυμένος Άγιος Βασίλης, ρωτούσε τον κόσμο, «πού θα περάσετε τις γιορτές;», «θα πάμε στη Βιέννη…», είπε κάποια κυρία, φορτωμένη με σακούλες, «…θα παρακολουθήσουμε την όπερα της Βιέννης!». «Εμείς θα μείνουμε στην Αθήνα…», είπε κάποιος άλλος. «Εσείς…», συνέχισε ο δημοσιογράφος και απευθύνθηκε σε άλλον περαστικό, «ποιος θα είναι ο προορισμός σας αυτές τις γιορτές;», «Εμείς…», απάντησε ο κύριος και πήρε αγκαλιά τον σύντροφό του, «θα πάμε στη Μπριζ του Βελγίου!». Λίγο πιο εκεί, το μικρότερο μέλος μιας οικογένειας, εξοικειωμένο με τις κάμερες και τα μικρόφωνα, πήγε από μόνο του στον δημοσιογράφο και είπε με ενθουσιασμό, «εμείς θα πάμε στο Ροβανιέμι και θα δούμε τον Άγιο Βασίλη!».
Στη Μηλιά, είχε αρχίσει να χιονίζει, η λειτουργία είχε τελειώσει και ο κόσμος έβγαινε από την Εκκλησία, με αντίδωρο στα χέρια. Ο μπάρμπα Θανάσης είχε στρώσει τα μικρά τραπέζια του καφενείου με τραπεζομάντηλα. Ο κόσμος έμπαινε και καθόταν σε κάποια θέση. Σε λίγη ώρα μπήκε στο καφενείο και ο παπάς, που κάθισε μαζί με τον κόσμο. Μετά τη λειτουργία όλοι απολάμβαναν ένα ζεστό ρόφημα δίπλα στην ξυλόσομπα. Η τηλεόραση, στο πίσω μέρος του καφενείου, συνέχιζε να μεταδίδει εορταστικούς προορισμούς. Τότε ο μπάρμπα Θανάσης πήρε τον λόγο, και απευθυνόμενος στον παπά, είπε, «από το πρωί η τηλεόραση λέει για τους προορισμούς των γιορτών, όμορφα μέρη, φαγητά, διασκέδαση…». Τότε ο παπάς είπε, «Θανάση, όμορφα είναι όλα αυτά, πολλοί άνθρωποι εύχονται καλές γιορτές και όχι καλά Χριστούγεννα. Άνθρωποι μιλούν για εορταστικούς προορισμούς. Υπάρχουν άνθρωποι που χαίρονται να φεύγουν και άλλοι που χαίρονται να επιστρέφουν. Έτσι είναι οι άνθρωποι, διαφορετικοί, μέσα σε έναν κόσμο ελευθερίας. Ο Χριστός είπε, «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» (Μαρκ. 8.34), η λέξη «θέλει» έχει μεγάλη σημασία. Εμείς γιορτάζουμε Χριστούγεννα, δεν γιορτάζουμε απλά, γιορτάζουμε τη γέννηση του Χριστού. Δεν έχει σημασία πού είναι ο κάθε ένας, υπάρχουν άνθρωποι που περνούν τις μέρες των Χριστουγέννων στα νοσοκομεία, στα γηροκομεία, στις φυλακές, σε πλούσια σπίτια, σε φτωχά σπίτια, με πολλά ή λίγα. Τα Χριστούγεννα ο Θεός γίνεται άνθρωπος. Γεννιέται σε μια φάτνη και δείχνει στον άνθρωπο τον δρόμο, έναν δρόμο που δεν έχει προορισμό το μηδέν, το κατέχειν, τα πλούτη αλλά την ίδια τη Βασιλεία του Θεού. Αρκεί ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, του κάθε ενός από εμάς, αρκεί να θέλουμε να κάνουμε αυτό το βήμα.
Το ακροατήριο, μέσα στο καφενείο του μπάρμπα Θανάση είχε σιωπήσει για να ακούσει τα λόγια του παπά. Κάποια στιγμή, σηκώθηκε από τη θέση του ο νεωκόρος, πήγε διακριτικά δίπλα στον ιερέα και είπε, «Ευλογείτε πάτερ, πρέπει να σηκωθούμε, σε λίγο έρχεται η κυρά Ουρανία, βαφτίζεται ο εγγονός της σε λίγο και κάνει κρύο». Ο ιερέας, δίπλωσε τα ράσα του, σηκώθηκε από το τραπέζι και είπε, «ετοιμάστε τη γάστρα να βαπτιστεί το παιδί!». Στο καφενείο όλοι κοίταξαν απορημένοι, όταν ο παπάς συνέχισε να μιλά, «μην απορείτε, γάστρα έλεγε ένας άγιος την κολυμπήθρα, η μήτρα που γεννά τον νέο άνθρωπο, εκεί που ο άνθρωπος αναγεννάται» και προχώρησε προς την Εκκλησία, ενώ ένα λεπτό στρώμα από χιόνι είχε αρχίσει να στολίζει ολόκληρο το χωριό…



