Τετάρτη, 31 Δεκεμβρίου, 2025
spot_img

Πέγκη Φαράντου: Ο άγγελος του Παπαδιαμάντη και το ταξίδι στην πρωτεύουσα

Γράφει η Πέγκη Φαράντου

Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας – ζωγράφος

«Ξένος του κόσμου και της σάρκας, κατέβηκε την παραμονή από τα ύψη, αφού μάζεψε τις φτερούγες, όπως τις κρύβει θεϊκός άγγελος. Έφερνε δώρα από τα άνω βασίλεια, για να φιλέψει τους κατοίκους της πρωτεύουσας. Ήταν ο καλός άγγελος της πόλης…».

Στο διήγημα «Τα πτερόεντα δώρα», ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, μας μιλά για έναν άγγελο, τον άγγελο της πόλης, τον άγγελο της πρωτεύουσας, τον άγγελο της Αθήνας…

 

Ο άγγελος αυτός, αφού μάζεψε τα φτερά του, για να μη γίνεται αντιληπτός, επισκέφτηκε την πρωτεύουσα για να προσφέρει δώρα. Μπήκε πρώτα σε ένα αρχοντικό μέγαρο. Εκεί είδε την ψευτιά, τη σεμνοτυφία και την ανία στα πρόσωπα ενός άντρα και μιας γυναίκας, είδε παιδιά να μιλούν μια άγνωστη γλώσσα. Έτσι ο άγγελος πήρε τα δώρα και έφυγε. Πήγε μετά σε μια καλύβα ενός φτωχού. Ο άντρας έλειπε από το σπίτι και η γυναίκα προσπαθούσε να αποκοιμίσει τα παιδιά, βλασφημώντας την ώρα που παντρεύτηκε. Ο άγγελος έφυγε πάλι. Πήγε μετά σε ένα μεγάλο φωταγωγημένο κτήριο. Εκεί, άνθρωποι έσκυβαν πάνω σε τραπέζια με χαρτιά και μετρούσαν χρήματα, άνθρωποι χλωμοί, δυστυχισμένοι. Ο άγγελος έφυγε και από εκεί καλύπτοντας τα μάτια του, για να μη βλέπει. Στον δρόμο συνάντησε ανθρώπους, άλλους να βγαίνουν από ταβέρνες, άλλους μεθυσμένους, άλλους να φέρονται με απρέπεια, άλλους να βρίζουν. Κάλυψε πάλι ο άγγελος τα μάτια του και έφυγε. Ξημέρωνε Πρωτοχρονιά και ο άγγελος για να παρηγορηθεί μπήκε σε μια εκκλησία. Κοντά στις πόρτες είδε ανθρώπους να μετρούν νομίσματα, μόνο τραπουλόχαρτα δεν είχαν στα χέρια. Στο βάθος είδε έναν άνθρωπο με χρυσά στολισμένο, με μίτρα στο κεφάλι, να κάνει προσποιητές κινήσεις. Δεξιά και αριστερά άλλοι έψελναν με αφύσικες φωνές. Ο άγγελος δεν βρήκε πουθενά παρηγοριά. Πήρε τα φτερωτά του δώρα, το άστρο, το προορισμένο να λάμπει στις συνειδήσεις, την αύρα, την ικανή να δροσίζει τις ψυχές και τη ζωή, την πλασμένη για να πάλλει στις καρδιές. Τέντωσε τις φτερούγες του και επέστρεψε στον ουρανό.

Ο άγγελος, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, δεν βρήκε παρηγοριά. Ο άγγελος του Παπαδιαμάντη έφυγε από την πόλη στεναχωρημένος, μη μπορώντας να προσφέρει τα πνευματικά του δώρα, να τα φιλέψει όπως πολύ όμορφα γράφει.

Εκατόν δέκα οκτώ χρόνια μετά, από το διήγημα του Παπαδιαμάντη, στην ίδια πόλη, την ίδια εποχή. Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ένας ακόμη χρόνος, φτάνει στη δύση του και ένας νέος χρόνος έρχεται. Η ατμόσφαιρα εορταστική. Φώτα, φωτάκια, λαμπιόνια, χριστουγεννιάτικα δέντρα και διακοσμητικά κάθε είδους, στολίζουν τα σπίτια και τους δρόμους της πόλης. Τα καταστήματα έχουν την τιμητική τους. Άνθρωποι ψωνίζουν δώρα για τους αγαπημένους τους, για τον εαυτό τους, για τα κατοικίδια, το σπίτι, τους φίλους. Δώρα μικρά και μεγάλα.

Καθώς οι βιομηχανίες προσφέρουν όλο και πιο εξελιγμένα προϊόντα, ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια διαρκή προσπάθεια να τα αποκτήσει. Κινητά τηλέφωνα με εντυπωσιακές λειτουργίες, ρολόγια με άπειρες δυνατότητες, καλλυντικά με υποσχέσεις ομορφιάς, αυτοκίνητα με ανέσεις, ρούχα σε άπειρα χρώματα και σχέδια. Ο άνθρωπος δεν «ψυχαγωγείται» πλέον στα καπηλειά και τους χώρους χαρτοπαιξίας, που γράφει ο Παπαδιαμάντης, εξακολουθεί όμως να βρίσκεται στα πολυτελή καζίνο και να αναζητά το χρήμα. Ο άνθρωπος και τότε και τώρα αναζητά τη χαρά στο να έχει, στο να κατέχει την ύλη.

Ο άνθρωπος χρειάζεται πλέον τόσα πολλά. Είναι όμως τα δώρα αυτά, που προσφέρει στον εαυτό του και στους άλλους, ικανά να γεμίσουν την ψυχή; Μήπως η σύγχρονη ζωή στέκεται εμπόδιο και σήμερα στο να δεχθούμε τα δώρα από τον άγγελο του Παπαδιαμάντη;

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τα πτερόεντα δώρα

Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, κατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψη, συστείλας τὰς πτέρυγας ὅπως τὰς κρύπτῃ, θεῖος ἄγγελος. Ἔφερε δῶρα ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης. Ἦτον ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πόλεως.

Ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ἓν ἄστρον καὶ ἐπὶ τοῦ στέρνου του ἔπαλλε ζωὴ καὶ δύναμις, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἐξήρχετο πνοὴ θείας γαλήνης. Τὰ τρία ταῦτα δῶρα ἤθελε νὰ μεταδώσῃ εἰς ὅλους ὅσοι προθύμως τὰ δέχονται.

Εἰσῆλθεν ἐν πρώτοις εἰς ἓν ἀρχοντικὸν μέγαρον. Εἶδεν ἐκεῖ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν σεμνοτυφίαν, τὴν ἀνίαν καὶ τὸ ἀνωφελὲς τῆς ζωῆς ζωγραφισμένα εἰς τὰ πρόσωπα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ ἤκουσε τὰ δύο τεκνία νὰ ψελλίζωσι λέξεις εἰς ἄγνωστον γλῶσσαν. Ὁ Ἄγγελος ἐπῆρε τὰ τρία οὐράνια δῶρά του, καὶ ἔφυγε τρέχων ἐκεῖθεν.

Ἐπῆγεν εἰς τὴν καλύβην πτωχοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνὴρ ἔλειπεν ὅλην τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν ταβέρναν. Ἡ γυνὴ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀποκοιμίσῃ μὲ ὀλίγον ξηρὸν ἄρτον τὰ πέντε τέκνα, βλασφημοῦσα ἅμα τὴν ὥραν ποὺ εἶχεν ὑπανδρευθῆ. Τὰ μεσάνυχτα ἐπέστρεψεν ὁ σύζυγός της· αὐτὴ τὸν ὕβρισε νευρικὴ μὲ φωνὴν ὀξεῖαν, ἐκεῖνος τὴν ἔδειρε μὲ τὴν ράβδον τὴν ὀζώδη, καὶ μετ᾿ ὀλίγον οἱ δύο ἐπλάγιασαν χωρὶς νὰ κάμουν τὴν προσευχήν των, καὶ ἤρχισαν νὰ ροχαλίζουν μὲ βαρεῖς τόνους. Ἔφυγεν ἐκεῖθεν ὁ Ἄγγελος.

Ἀνέβη εἰς μέγα κτίριον πλουσίως φωτισμένον. Ἦσαν ἐκεῖ πολλὰ δωμάτια μὲ τραπέζας· ἐπάνω των ἔκυπτον ἄνθρωποι μετροῦντες ἀδιακόπως χρήματα, παίζοντες μὲ χαρτία. Ὠχροὶ καὶ δυστυχεῖς, ὅλη ἡ ψυχή των ἦτο συγκεντρωμένη εἰς τὴν ἀσχολίαν ταύτην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον μὲ τὰς πτέρυγάς του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ κ᾿ ἔφυγε δρομαῖος.

Εἰς τὸν δρόμον συνήντησε πολλοὺς ἀνθρώπους, ἄλλους ἐξερχομένους ἀπὸ τὰ καπηλεῖα, οἰνοβαρεῖς, καὶ ἄλλους κατερχομένους ἀπὸ τὰ χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινὰς εἶδε ν᾿ ἀσχημονοῦν, καὶ τινὰς ἤκουσε νὰ βλασφημοῦν τὸν Ἁι-Βασίλην ὡς πταίστην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε μὲ τὰς πτέρυγας τὰ ὦτα, διὰ νὰ μὴν ἀκούῃ, καὶ ἀντιπαρῆλθεν.

Ὑπέφωσκεν ἤδη ἡ πρωία τῆς πρωτοχρονιᾶς, καὶ ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ παρηγορηθῇ, εἰσῆλθεν εἰς μίαν ἐκκλησίαν. Ἀμέσως πλησίον τῆς θύρας εἶδεν ἀνθρώπους νὰ μετροῦν νομίσματα, μόνον πὼς δὲν εἶχον παιγνιόχαρτα εἰς τὰς χεῖρας· καὶ εἰς τὸ βάθος, ἀντίκρυσεν ἕνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καὶ μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμοὺς καὶ ἐπιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἄλλοι μερικοὶ ἔψαλλον μὲ πεπλασμένας φωνάς: Τὸν Δεσπότην καὶ ἀρχιερέα!

Ὁ Ἄγγελος δὲν εὗρε παρηγορίαν. Ἐπῆρε τὰ πτερόεντα δῶρά του – τὸ ἄστρον τὸ προωρισμένον νὰ λάμπῃ εἰς τὰς συνειδήσεις, τὴν αὔραν, τὴν ἱκανὴν διὰ νὰ δροσίζῃ τὰς ψυχάς, καὶ τὴν ζωήν, τὴν πλασμένην διὰ νὰ πάλλῃ εἰς τὰς καρδίας, ἐτάνυσε τὰς πτέρυγας, καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὰς οὐρανίας ἁψῖδας.

(Εφημερίδα «Αλήθεια», 1 Ιανουαρίου 1907)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ