Σε ηλικία 88 ετών πέθανε τη Δευτέρα 6/9/2021 ο σπουδαίος Γάλλος ηθοποιός Ζαν Πολ Μπελμοντό, διάσημος κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα ενσαρκώνοντας στη μεγάλη οθόνη το αντιηρωικό πνεύμα της γαλλικής Nouvelle Vague, ενώ αργότερα έπαιξε σε δεκάδες ταινίες του γαλλικού κινηματογράφου πολλές από τις οποίες σημείωσαν μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Ο Μπελμοντό γεννήθηκε στις 9 Απριλίου 1933 στο Νεϊγί-συρ-Σεν, του Παρισιού σε καλλιτεχνική οικογένεια. Ο πατέρας του, ήταν γλύπτης με ιταλικές ρίζες και η μητέρα του ζωγράφος. Ωστόσο, ο μικρός Μπελμοντό έδειξε από την αρχή κλίση στα αθλητικά και το πάθος του ήταν το μποξ και το ποδόσφαιρο, ενώ μάλιστα έκανε και προπονήσεις μποξ. Με τα χρόνια, συνειδητοποιώντας τις θυσίες που έπρεπε να κάνει για να γίνει επαγγελματίας, τα παράτησε και στράφηκε στην υποκριτική οπότε και έγινε δεκτός στην Εθνική Σχολή Δραματικής Τέχνης του Παρισιού. Αποφοιτώντας το 1956, βρήκε αμέσως δουλειά στο σινεμά.
Ο πρώτος του πρωταγωνιστικός ρόλος ήρθε το 1958 με το Les copains du Dimanche και μετά από διάφορες συνεργασίες, όπως με τον σκηνοθέτη Μαρκ Αλεγκρέ στο «Έγκλημα στην Place Pigalle» (Sois belle et tais-toi, 1958) και το «Τελευταίο Ραντεβού» (Un drôle de Dimanche, 1958), τον Μαρσέλ Καρνέ στους «Ζαβολιάρηδες» (Les tricheurs, 1958), αλλά και τον ρόλο του ως Ντ’ Αρτανιάν στην τηλεοπτική ταινία Οι 3 σωματοφύλακες, ήρθε ο ρόλος που θα έκανε το όνομά του γνωστό σε μία ταινία που εκπροσωπούσε το «Νέο κύμα». Τον πρόσεξε ο διάσημος Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, που μέχρι τότε είχε σκηνοθετήσει τρεις μικρού μήκους ταινίες και τότε σκηνοθετούσε το πασίγνωστο «Με κομμένη την ανάσα» (1960, À bout de soufflé), όπου ο Μπελμοντό πρωταγωνίστησε ως κακοποιός που προσπαθεί να ξεφύγει από την αστυνομία και βρίσκει καταφύγιο σε μία εφήμερη ερωτική σχέση με μία Αμερικανίδα.
Έκτοτε καθιερώθηκε σε ρόλους «άσχημου γόη» ή «γοητευτικά κακού» του Γαλλικού σινεμά και έπαιξε σε πάνω από 70 ταινίες, όπως: «Με κομμένη την ανάσα» (À bout de soufflé, 1960), «Μυστηριώδης επισκέπτης» (Les distractions, 1960), «Η κυρία θέλει έρωτα» (Une femme est une femme, 1961), «Καρτούς» (Cartouche, 1962), «Ο μεγάλος τυχοδιώκτης» (L’aîné des Ferchaux, 1963), Ο Άνθρωπος από το Ρίο (L’Homme de Rio, 1964), «Ο τρελός Πιερό» (Pierrot le fou, 1965), «Ο τυχοδιώκτης τον δύο ηπείρων» (Les tribulations d’un Chinois en Chine, 1965), «Μπορσαλίνο» (Borsalino) (1970), «Το αφεντικό του Club Number 1» (Le corps de mon ennemi, 1976), «Μπάτσος ή αλήτης» (Flic ou voyou, 1979), «Ο επαγγελματίας» (Le professionnel, 1981), πολλές από τις οποίες προβάλλονται ακόμα και σήμερα ψηφιακά αποκατεστημένες σε κινηματογραφικά αφιερώματα και στην πλατφόρμα Netflix.
Το 2011, ο «άσχημος γόης» του γαλλικού κινηματογράφου τιμήθηκε στις Κάννες με ειδικό Χρυσό Φοίνικα για τη συνολική προσφορά του στην έβδομη τέχνη, ενώ με αφορμή την εμφάνιση και τη βράβευσή του, προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ «Belmondo…Itineraire» των Βενσάν Περό και Τζεφ Ντόμενεχ, το «Ένας υπέροχος κατάσκοπος|, (Magnifique, 1973) του Φιλίπ ντε Μπροκά και το «100.000 δολάρια στον ήλιο» (Cent mille dollars au soleil, 1964) του Ανρί Βερνέιγ.
Ο «Μπελ Μπελ», όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του, χαρακτήρισε τον ειδικό Χρυσό Φοίνικα «δώρο θεού», καθώς στα 53 χρόνια που δούλεψε στον κινηματογράφο (1956-2008) δεν τιμήθηκε ποτέ με κάποιο σημαντικό βραβείο (εκτός από ένα Σεζάρ).
Στην προσωπική του ζωή, είχε δύο γάμους στο ενεργητικό του: με την Ελοντί Κονσταντάν (1953-1965), με την οποία χώρισε όταν αποκαλύφθηκε ο παράνομος δεσμός του με την Ούρσουλα Άντρες, και τη Ναταλί Ταρντιβέλ, την οποία γνώρισε το 1989 ως 24χρονη κοπέλα και έμεινε στο πλευρό της επισήμως από το 2002 έως το 2008. Έχει αποκτήσει επίσης τέσσερα παιδιά, αν και η μεγαλύτερή του κόρη έχασε τη ζωή της σε πυρκαγιά το 1994. Σύντροφος του Ζαν Πολ Μπελμοντό υπήρξε για οκτώ χρόνια (1972-1980) η ηθοποιός Λάουρα Αντονέλι. Στο φεστιβάλ των Καννών, το 2011, εμφανίστηκε με τη νέα του σύντροφο, την κατά 45 χρόνια νεότερή του και πρώην Playmate, Μπάρμπαρα Γκαντόλφι από το Βέλγιο.