Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης
Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλόλογων
Πέρασε ακόμη μια μέρα δύσκολη. Ήταν παραμονές της 28ης Οκτωβρίου 1940. Αλλά και η νύχτα, που ερχόταν αργά χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο ήταν ένοχη συμμετοχής του μεγάλου αγώνα που θα άρχιζε.
Γνωρίζαμε ότι θα γίνει πόλεμος. Τον περιμέναμε αλλά δεν τον θέλαμε. Αναστάτωση κρυβόταν αλλά καλυπτόταν από έναν αδιόρατο φόβο˙ τι θα φέρει η άλλη μέρα.
Η νύχτα δεν έφερε ύπνο στα βλέφαρα. Όλη μέρα αδιάκοπα χτυπούσαν οι καμπάνες και οι σειρήνες αντηχούσαν, αναγγέλλοντας πόλεμο.
Οι καρδιές θωρακισμένες από ελπίδες, ομολογούσαν περασμένα γεγονότα επιτυχημένων εκβάσεων εντατικά και οι ελπίδες των προγονικών καταβολών αντιμετωπίζονταν με ανάλογες παλιές και νέες αναλογικές περιπτώσεις.
Τα καταφύγια δεν έπαυαν να φιλοξενούν κόσμο και οι αναζητήσεις προστασίας της ανθρώπινης ζωής εύρισκαν θαλπωρή κάτω από τους φιλόξενους χώρους των εκκλησιών, που τα τόξα τους προστάτευαν σαν αγκαλιά τους πιστούς με επίκαιρο ανάγνωσμα την παράκληση της Παναγίας. Στις αυλές των κατοικιών τα σπίτια προστάτευαν τους κατοίκους, με πρόχειρα ορύγματα στα υπόγεια εισόδων και εξόδων.
Ένα σμάρι ιταλικών αεροπλάνων από νωρίς, ίσως και μια εβδομάδα, ξαφνικά είχε βομβαρδίσει τον Πειραιά και οι κάτοικοί του, πήραν ό,τι πολύτιμο είχαν στα σπίτια τους και τράβηξαν προς τα βόρεια προάστια αναζητώντας τη σωτηρία τους.
Οι κληρωτοί στρατιώτες του Μαρουσιού, παρουσιάστηκαν στο τάγμα τους, στο Σύνταγμα, που είχε οριστεί σε περίοδο πολέμου δίπλα από το σημερινό πύργο των Αθηνών στη ρεματιά. Άλλοι επίσης παρουσιάστηκαν στο παλαιό Σύνταγμα που βρισκόταν, όπου σήμερα το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τους δόθηκε μάλιστα άδεια -εμπιστευτικά- καθώς ήταν ντυμένοι τα στρατιωτικά να αποχαιρετήσουν τους οικείους τους. Είχαν αρκετή ώρα για αναχώρηση στο μέτωπο, αφού το τραίνο για τα σύνορα θα αναχωρούσε τις πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου, προορισμός το Κιλκίς. Και οι ωκύποδες Αθμονείς (=γρήγοροι στα πόδια Μαρουσιώτες) αναχωρούσαν από το Μαρούσι, με μία χαλύβδινη θέληση και πίστη προς την Παναγία ότι θα πραγματώσει τις επιθυμίες της νίκης στον άδικο αγώνα.
Ο μεγαλύτερος αδελφός μου (o Γιώργος), τολμηρός και ακούραστος δουλευτής στα χωράφια, ήρθε ντυμένος στο σπίτι μας αγνώριστος με το δίκωχο και τις γκέτες στα πόδια του, που κάλυπταν τις κνήμες του. Φάνηκε στην ανοιχτή πόρτα του σπιτιού μας κάτω από το θαμπό φως της λάμπας του πετρελαίου στη βεράντα με τα τσαλακωμένα στρατιωτικά ρούχα του που μύριζαν μούχλα και τα άρβυλά του με έντονο σκούρο – παλιό δέρμα, ξεχασμένα σε υγρό τόπο αποθήκης, που δεν τα έβλεπε ο αέρας ή ο ήλιος, πετσικαρισμένα στενά, που πλήγωναν τα πόδια. Η μάνα μας ξαφνιάστηκε και έτρεξε να υποδεχτεί το γιό της, που ιδρωμένος κάθισε στον πάγκο της βεράντας. Οι φωνές της ξεσήκωσαν όλη την οικογένεια. Αμέσως έτρεξε στη στάμνα με το νερό και γέμισε την πήλινη κανάτα.
Όλα τα αδέλφια μου, ο πατέρας μου και εγώ συγκεντρωθήκαμε γύρω του. Οι αδελφές μου παίζανε με το δίκωχό του. Είχε το σήμα του ελεύθερου σκοπευτή – δεκανέα· εγώ προσπαθούσα να μετρήσω τις στροφές, που έκαναν οι γκέτες, πάνω στα πόδια του. Οι χοντρές μάλλινες γκέτες όλο με μπέρδευαν πάνω στις κνήμες του σα φασκιωμένα μωρά. Ο αδελφός μου, αφού πήρε λίγη σπιτική οικογενειακή ανάσα, ζήτησε να φάει κάτι.
Θυμάμαι πως φαγητό δεν είχαμε. Άλλωστε πού να βρισκόταν σε μια δωδεκαμελή οικογένεια τέτοια ώρα. Και η μάνα μου έτρεξε με το λαδοφάναρο στο κοτέτσι μήπως βρει κανένα ξεχασμένο αβγό. Αλλά πού; Το βραδινό φαγητό μας ήταν αβγά, που εξαιρούσε στη φωλιά του ορνιθώνα μόνο τα φώλια – ομοιώματα αβγών για να προκαλούν τις όρνιθες στην παραγωγή. Και που πολλές φορές από έλλειψη αυτών τοποθετούσαν ένα λευκό φλιτζανάκι του καφέ ανάποδα, που έμοιαζε σαν αβγό. Συνήθεια, που ξεγελούσε τις όρνιθες στα αγροτικά σπίτια.
Δεν υπήρχε τίποτε για φαγητό. Τελικά βρέθηκε ένα πορτοκάλι και λίγο ψωμί. Με αυτά δείπνησε ο μεγάλος αδελφός, όταν σε λίγο θα έφευγε για τα σύνορα με το τάγμα του και τους άλλους Μαρουσιώτες Αντώνη Γεμελιάρη, Άγγελο Ίσαρη, Θεόφιλο Κυζιρίδη, Κώστα Μωραϊτόπουλο, Παρασκευά Αντώνη – αυτοί δεν ξαναγύρισαν στα τιμημένα χώματα του Μαρουσιού. Και οι ψυχές τους αναζητούν τη νιότη τους πάνω στις κορυφογραμμές του Σμόλικα, της Τρεμπεσίνας, του Ιβάν, της Κορυτσάς κ.ά. Δε λησμονιέται και η προσφορά του Γιάννη Μπουλμπάση και του Γιάννη Μαγγίνα ως ποιητάρηδες της εγχώριας παράδοσης του Μαρουσιού.
Όλη η οικογένεια στενοχωρήθηκε και την στενοχώρια της διέκοψε το σφύριγμα του γείτονα φίλου Γιώργου Κουζαρίδη, που μαζί με τον αδελφό μου ήταν τοποθετημένοι στο τάγμα.
Μέσα στην απέραντη θλίψη που σκορπίστηκε, άρχισε και η αγωνία να φτάσει ο αδελφός μου στο τάγμα του εγκαίρως. Και οι δύο φαντάροι γύρισαν γρήγορα στο στρατόπεδο. Τα μεσάνυχτα το τάγμα θα έφευγε με το τραίνο. Όλη η οικογένεια βγήκε με δάκρυα στα μάτια έξω από το σπίτι να τους συνοδεύει. Η φωνή της μάνας ακουγόταν έντονα «Στο καλό και με τη νίκη». Ο πατέρας μου γύρισε προς το εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, που ήταν στα βόρεια του σπιτιού μας. Τα παιδιά νιώσαμε ένα φθινοπωρινό ρίγος και εγώ να έχω ψηλώσει και να αισθάνομαι τη ροζασμένη από το αλέτρι και την τσάπα παλάμη του αδελφού μου να μου ανακατεύει τα μαλλιά και να μου φωνάζει:
-Μη στεναχωριέσαι Βενιαμίν, αυτά είναι για τους ήρωες.
Και η λάμπα του πετρελαίου φώτιζε αμυδρά με τρεμουλιαστό φως, που πήγαινε να σβήσει, μια επιγραφή «Με τη νίκη», που τα άλλα αδέρφια μου είχαν κολλήσει στον τοίχο της βεράντας. Εκεί οι ήρωες αγωνιζόμενοι σε μάχη του 1821 με σύγχρονους του 1940 εξορμούσαν ενθουσιαστικά με τη σημαία στη μάχη…