Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Διήγημα: Ένα ρολόι αποβάθρας μονολογεί

Γράφει ο Ευάγγελος Βογιατζής

Ούτε κι εγώ ξέρω πόσα χρόνια κρέμομαι εδώ πάνω… Αυτό που με κρατά αγόγγυστα στη θέση μου τόσον καιρό είναι η αύρα των εκατομμυρίων ταξιδιωτών που έχουν περάσει από τούτη την αποβάθρα. Ανήσυχες οι σιλουέτες τους, μπαίνουν φουριόζοι στο σταθμό με ανάγλυφη, σωματοποιημένη στα σερπετά κορμιά τους την προσμονή για το ταξίδι και για όσα θα δουν εκεί που θα πάνε.

Τους κάνω γούστο που ψαχουλεύουν κάθε τόσο τα παλτά τους και τα μπαγκάζια γύρω τους για να εντοπίσουν τα εισιτήρια. Τα χαϊδεύουν ηδονικά όταν τα βρουν και βέβαιοι πια για το σημείο στο οποίο βρίσκονται τα επανατοποθετούν εκεί γλυκοχαμογελώντας.

Με κοιτούν κάθε τόσο ανυπόμονοι, ρουφούν κάθε αργή κίνηση των μελών μου, τις μετατοπίσεις των δεικτών στο στήθος μου, αδημονώντας για τη στιγμή που αυτοί θα δείξουν επιτέλους την ώρα της αναχώρησης για τον πολυπόθητο προορισμό τους.

Αγαπώ το ζωηρό, ανέφελο και διψασμένο βλέμμα των ταξιδιωτών, που δεν το θαμπώνει η φθορά της καθημερινότητας κάνοντάς το θολό και βρώμικο ταγγισμένο λάδι σε σβησμένο καντήλι. Ζηλεύω τους άγνωστους δρόμους που θα περπατήσουν με τα ανάλαφρα, χαρούμενα και σεβαστικά βήματά τους, τις πόλεις που θα αντικρύσουν.

Τα μπαλκόνια αναγεννώνται κι αναβαπτίζονται στη δροσερή, αχόρταγη, παιδική ματιά του ξένου, δεν μαραζώνουν αθέατα κι απαρατήρητα όπως στο πέρασμα των περισσότερων ρουτινιασμένων ντόπιων με τις κατηφείς, ηττημένες κι άνευρες πλαδαρές φάτσες. Τα πρόσωπα των ταξιδιωτών πάντα φωτισμένα από αυτό το λυτρωτικό, καθαρτήριο συναίσθημα φυγής που τους σπρώχνει μακριά από τα πνιγηρά οικεία και τα κουραστικά γνώριμα στα οποία είναι ζωσμένοι. Ζητούν με πάθος να αβγατίσουν τα τοπία και τις μνήμες μέσα τους.

Δεν θέλουν, σαν μερικούς παραιτημένους, να στρογγυλοκάθονται σε σκονισμένες, σαβανωμένες θύμησες και να τις στιλβώνουν ψυχαναγκαστικά σαν τα ασημικά της γιαγιάς κουβαλώντας πάνω τους, θαρρείς από τα γεννοφάσκια τους, μια ανυπόφορη κακοσμία βαλτότοπου και μια θανατερή ακαμψία.

Μου αρέσουν οι ταξιδιώτες γιατί κι αυτοί σιχαίνονται την ξιπασιά και την απωθητική αυταρέσκεια των δήθεν χορτασμένων που τάχα μου τα έχουν δει όλα και δεν θέλουν να πάνε πουθενά πια. Αυτοί καταβάθος, αν τους ξεψαχνίσεις, είναι οι πιο στερημένοι. Καρφιτσώνουν στο πέτο σαν τενεκεδένια παράσημα τους τόπους απ’ όπου έχουν περάσει, δίχως ν’ ακουμπήσουν, και κοκκορεύονται στους άλλους.

Έτσι όπως βλέπω τους ταξιδιώτες από ψηλά να μυρμηγκιάζουν συνωθούμενοι στην πλατφόρμα για να επιβιβαστούν, πολλές φορές λαχταρώ να τους ακολουθήσω, αλλά ο χρόνος με κρατά δεμένο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ