Γράφει ο Σάββας Ιακωβίδης, πρώην αρχισυντάκτης – διευθυντής – αρθρογράφος – αναλυτής στην κυπριακή εφημερίδα «Η Σημερινή», ΜΑ στις Διεθνείς Σχέσεις και Ευρωπαϊκές Σπουδές του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, πτυχιούχος της Ανωτάτης Σχολής Δημοσιογραφίας της Lille – Université Catholique de Lille – France.
Η Αθήνα και η Λευκωσία αποφεύγουν να αντιληφθούν την ωμή πραγματικότητα: Απέναντί τους δεν έχουν έναν πολιτισμένο αντίπαλο και συνομιλητή αλλ’ έναν αδίστακτο Αττίλα, που απαιτεί να καταπιεί το μισό Αιγαίο, να τουρκέψει και τη Δυτική Θράκη και να ελέγξει όλη την Κύπρο.
Με έναν Ερντογάν που διασαλπίζει μεγαφωνικά ότι απαιτεί την υποταγή μας, τι είδους συνεννόηση και συνομιλίες μπορούν να διεξαχθούν; Μεταξύ 4-11 Σεπτεμβρίου 1945, οι νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, Φραγκλίνος Ρούζβελτ, Πρόεδρος των Ην. Πολιτειών, Ιωσήφ Στάλιν, ηγέτης της ΕΣΣΔ και Ουίνστον Τσόρτσιλ, Πρωθυπουργός της Βρετανίας, συναντήθηκαν στη Γιάλτα της Ουκρανίας για τη δεύτερη σύνοδο κορυφής (ανάλογη διάσκεψη είχε συγκληθεί προηγουμένως στην Τεχεράνη, από τις 28/11 μέχρι την 1/12/1943).
Η διάσκεψη, που πραγματοποιήθηκε στο ελληνικής ιδιοκτησίας μέγαρο Λιβάντια, ασχολήθηκε με τη μορφή που θα είχε ο μεταπολεμικός κόσμος. Για εφτά ημέρες, οι «Τρεις Μεγάλοι» συζητούσαν και ο καθένας επιχειρούσε να διασφαλίσει όσα περισσότερα συμφέροντα για τη χώρα του. Στην κορύφωση των συζητήσεων, έχει μείνει στην ιστορία των διεθνών σχέσεων ο διάλογος του Αμερικανού Προέδρου, Ρούζβελτ, με τον σύμβουλό του, Μπούλιτ.
Ο μοιραίος εκείνος Πρόεδρος, ήδη σοβαρά άρρωστος, προσπαθούσε να εξηγήσει στον σύμβουλό του γιατί έπρεπε να υποχωρήσει στις αξιώσεις του αιμοσταγούς Στάλιν. Να σημειωθεί, χάριν της Ιστορίας, ότι, κατά τη Διάσκεψη της Τεχεράνης, ο Στάλιν είχε κάνει μια πρωτοφανή πρόταση: Μιλώντας μεταξύ δήθεν σοβαρού και αστείου – αλλ’ εννοούσε σοβαρότατα – είπε πως «50.000 – και ίσως 100.000 αξιωματούχοι της Γερμανίας, στις ένοπλες δυνάμεις, της επιστήμης, της τεχνολογίας και της οικονομίας θα πρέπει να εκτελεστούν με συνοπτικές διαδικασίες».
Οι Ρούζβελτ και Τσόρτσιλ εξεμάνησαν και ο Στάλιν απέδωσε την πρότασή του σε… αστεϊσμό. Ο Ρούζβελτ, λοιπόν, προσπαθούσε να πείσει τον σύμβουλό του Μπούλιτ λέγοντας τα εξής: «Η ευγένεια υποχρεώνει. Αν του δώσουμε (στον Στάλιν) ό,τι μας ζητεί, θα μας δώσει και αυτός κατόπιν ό,τι του ζητήσουμε». Και η απάντηση του συμβούλου του: «Πρόεδρε, αυτός δεν είναι ο Δούκας του Νόρφολκ, είναι ένας Καυκασιανός ληστής»!
Συγκρίνετε, τώρα, την πολιτική της Ελλάδος και ειδικά της Κύπρου έναντι του Μογγόλου ληστή, κατακτητή και σφαγέα του Ελληνισμού, σύγχρονου Τούρκου Αττίλα. Ανέκαθεν, η Αθήνα και η Λευκωσία επιδεικνύουν μιαν απίστευτη, τρομώδη τουρκοφοβία έναντι της αρπαχτικής Τουρκίας.
Αυτή οδηγεί στον συνεχή κατευνασμό και εξευμενισμό του τουρκικού θηρίου, με την επιδεικνυόμενη, ξανά, ελληνική αυταπάτη ότι, μετά τους βιβλικούς σεισμούς, αναδύεται πάλι… ελπιδοφόρα, η λεγόμενη «διπλωματία των σεισμών». Με αυτόν τον ευσεβή πόθο, η αθηναϊκή και η κυπριακή «ελίτ» αναζωπυρώνουν τη φρούδα ελπίδα τους πως ο Ερντογάν θα επιδείξει στο εξής πνεύμα συναίνεσης και συνεργασίας για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Οι προσδοκίες της Αθήνας και της Λευκωσίας εστιάζονται, πρώτον, στις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο σουλτάνος, άρα έχει ανάγκη την Ευρώπη και τη Δύση, συνεπώς θα είναι πιο διαλλακτικός. Δεύτερον, Ελλάδα και Κύπρος αναμένουν δραστική διαμεσολάβηση της Ουάσινγκτον και του Βερολίνου, η πρώτη προς την Αθήνα και η δεύτερη προς την Άγκυρα, με στόχο αυτό που ήδη διαθρυλούται στους διπλωματικούς διαδρόμους για τις «Πρέσπες του Αιγαίου και του Κυπριακού».
0 γνωστός Γερμανός αναλυτής και συνεργάτης του επίσης γνωστού ΕΛΙΑΜΕΠ, ο Ρόναλντ Μαϊνάρντους, σε κείμενό του στην Ντόιτσε Βέλλε (1/5/2023), και αφού αναφέρθηκε σε «δηλώσεις και υπαινιγμούς που ακούστηκαν για τα Ελληνοτουρκικά στο συνέδριο των Δελφών», υποστήριξε: «Μετά τις εκλογές σε Τουρκία και Ελλάδα, θα υπάρξει μια διεθνώς συντονισμένη νέα προσπάθεια επίλυσης των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών. Ενώ πέρυσι γινόταν λόγος για τον κίνδυνο κλιμάκωσης, τώρα κορυφαίοι Δυτικοί διπλωμάτες συντονισμένα μιλούν για ‘’παράθυρο ευκαιρίας’’.
ΗΠΑ και Γερμανία επιθυμούν να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στη νέα δυτική πρωτοβουλία». Λίγες ημέρες αργότερα (12/5/2023), ο Έλληνας Πρωθυπουργός, σε συνέντευξή του στο αμερικανικό πρακτορείο «Associated Press», υπογράμμιζε: «Δεν είμαι αφελής. Αλλά ελπίζω ότι η επόμενη τουρκική κυβέρνηση θα επανεξετάσει συνολικά την προσέγγισή της προς τη Δύση, όχι μόνο προς την Ελλάδα, την Ευρώπη, το ΝΑΤΟ και τις Ηνωμένες Πολιτείες (…). Καθιστούμε πολύ, πολύ σαφές ότι υπάρχουν κόκκινες γραμμές που απλώς δεν μπορούν να ξεπεραστούν, θα οικοδομήσουμε τις συμμαχίες μας και θα συνεχίσουμε να ενισχύουμε την αποτρεπτική μας στάση».
Στις 19/5/2023, ο τότε ΥπΕξ Ελλάδος, Ν. Δένδιας, που συχνά αποκαλούσε τον Τούρκο ομόλογό του, Τσαβούσογλου, «φίλο του», σε συνέντευξή του στο euronews, αναφέρθηκε σε μια βελτίωση του κλίματος μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, και εκτίμησε ότι αυτήν τη στιγμή υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας, «το οποίο υποχρέωση και των δύο πλευρών είναι να το κάνουν πόρτα ευκαιρίας». Τα ανοίγματα και η «χείρα φιλίας» του Μητσοτάκη στον Ερντογάν δεν άνοιξαν ούτε παράθυρο, ούτε πόρτα, ούτε καν χαραμάδα για βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η Τουρκία του πανίσχυρου, πλέον, σουλτάνου, ναι, μεν κάνει τα γλυκά ματάκια προς τη Δύση, αλλ’ έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου δεν έχει αναιρέσει ούτε μιαν από τις αξιώσεις και διεκδικήσεις της. Τρίτον, τους τελευταίους τέσσερις μήνες στην Κύπρο, στην Ελλάδα και στην Τουρκία διεξήχθησαν εκλογές. Χριστοδουλίδης, Μητσοτάκης και Ερντογάν ηγούνται των τριών χωρών.
Χριστοδουλίδης και Μητσοτάκης, με δηλώσεις τους ευελπιστούν ότι μετά και τις τουρκικές εκλογές και την επανεκλογή του σουλτάνου, θα υπάρξουν εξελίξεις στα Ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό. Δεν είναι τυχαίες οι επισκέψεις του Κύπριου Προέδρου στο Παρίσι και στο Βερολίνο, σε μια προσπάθεια να εξηγήσει και να πείσει τους Μακρόν και Σολτς για την αναγκαιότητα, όπως την χαρακτηρίζει, παρέμβασής τους, ώστε η ΕΕ να έχει «πρωταγωνιστικό ρόλο» σε πιθανή επανέναρξη συνομιλιών.
Μέχρι στιγμής οι προσπάθειές του αποτυγχάνουν και προς την ΕΕ και προς τον ΟΗΕ, επειδή Τούρκοι και Εγγλέζοι απορρίπτουν οποιαδήποτε παρεμβολή της Ευρώπης. Η Τουρκία και ο κατοχικός εγκάθετος εμμένουν αταλάντευτα σε λύση δύο κρατών και σε αναγνώριση της «κυριαρχικής ισότητας»του παράνομου μορφώματος.
Κι ενώ Χριστοδουλίδης και Κυβ. Εκπρόσωπος διατυμπανίζουν ότι, ήδη, «είναι στο τραπέζι των συνομιλιών», διερωτάται κανείς κατά ποία λογική και προοπτική είναι δυνατόν να επαναρχίσουν συνομιλίες, και σε ποια βάση, αφού χάσμα δυσθεώρητο χωρίζει τις δύο πλευρές. Οι Τούρκοι συνεχίζουν να απειλούν και να δημιουργούν νέα τετελεσμένα στην περιοχή Αμμοχώστου, αλλ’ ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης αρνείται, λέγει, να επιδοθεί σε παιχνίδι επίρριψης ευθυνών, επειδή θέλει λύση και διότι, προφανώς, δεν θέλει να χαλάσει το… κλίμα ανύπαρκτων συνομιλιών.
Η Αθήνα και η Λευκωσία αποφεύγουν να αντιληφθούν την ωμή πραγματικότητα: Απέναντί τους δεν έχουν έναν πολιτισμένο αντίπαλο και συνομιλητή αλλ’ έναν αδίστακτο Αττίλα, που απαιτεί να καταπιεί το μισό Αιγαίο, να τουρκέψει και τη Δυτική Θράκη και να ελέγξει όλη την Κύπρο.
Με έναν Ερντογάν, που διασαλπίζει μεγαφωνικά ότι απαιτεί την υποταγή μας, τι είδους συνεννόηση και συνομιλίες μπορούν να διεξαχθούν;