Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή.
Συχνά διαβάζουμε, ακούμε, και βλέπουμε στις ειδήσεις κάποια ανατριχιαστικά γεγονότα που διαπράχτηκαν, όπως δολοφονίες και βασανισμοί παιδιών, γυναικών, βιασμοί, πνιγμοί, και άλλα πολλά φρικτά εγκλήματα, που καταποντίζουν το μυαλό στο τελευταίο σκαλί του κακού και του χάους.
Δεν αντέχεις ούτε να τα ακούς, ούτε να τα βλέπεις να ξεπροβάλλουν μπροστά στα μάτια σου, μέσα από σκληρές ιστορίες και ματωμένες πληγές και εικόνες. Μέσα από ουρλιαχτά πόνου και φωνές ικεσίας, μέσα από κομμένες λέξεις που ικετεύουν να τελειώσουν τα μαρτύρια του βασανισμού και να έρθει ο λυτρωμός του θανάτου.
Τότε οι σκέψεις μας, που ασυγκράτητες κατακλύζουν το μυαλό, είναι ίδιες σε όλους στην κορύφωση της υπαρξιακής αγωνίας του ανθρώπου, που μονολογεί: «Στον εγκληματία που διέπραξε αυτές τις φρικαλεότητες χρειάζεται η θανατική ποινή. Αλλά τι τα θέλεις; Σήμερα, η μεγαλύτερη ποινή που υπάρχει και για το πιο ειδεχθές έγκλημα, είναι η ισόβια κάθερξη… Και μακάρι να ήταν πραγματικά και ουσιαστικά ισόβια. Η αλήθεια είναι ότι, σε 15-20 χρόνια, ο δράστης θα είναι ”έξω από τη φυλακή, ελεύθερος …και ωραίος”, ενώ η εγκληματικότητα θα καλπάζει ανενόχλητη, τώρα που η ζωή του θύτη δεν κινδυνεύει από καμιά άλλη δικαστική απόφαση».
Τα ερωτήματα που ακολουθούν τις σκέψεις μας είναι πολλά, και πρώτα-πρώτα: «α) Ποιος και πότε έφερε στην Ελλάδα τη θανατική ποινή; β) Πότε και από ποιον καταργήθηκε; και γ) Ποια είναι η θανατική ποινή;»
Για αρκετές δεκαετίες, υπήρχε η θανατική ποινή στην Ελλάδα. Είναι η ποινή του θανάτου που επιβάλλεται από το κράτος σε κάποιον που έχει καταδικαστεί για σοβαρό εγκληματικό αδίκημα. Η εφαρμογή της θανατικής ποινής συνήθως περιλαμβάνει την εκτέλεση του καταδικασμένου με τη χρήση ειδικών μεθόδων, όπως είναι η ηλεκτροπληξία ή η θανάσιμη ένεση.
Δημιουργήθηκαν πολλές συζητήσεις και αμφισβητήσεις στη Διεθνή Κοινότητα. Οι υποστηρικτές της θανατικής ποινής υποστήριζαν ότι είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος για να αποτραπεί η εγκληματικότητα, ενώ όσοι την κατακρίνουν, υποστηρίζουν ότι αποτελεί βαρβαρότητα και παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή.
■ ■ ■
Η θανατική ποινή υιοθετήθηκε στην Ελλάδα από τους Οθωμανούς κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας τους στη χώρα μας, που είχε διάρκεια από τον 15ο αιώνα μέχρι τον 19ο αιώνα. Κατά την περίοδο αυτή η θανατική ποινή χρησιμοποιήθηκε αρκετά στην Ελλάδα, για διάφορα αδικήματα.
Μετά την Επανάσταση του 1821, η νεοσύστατη ελληνική κυβέρνηση την κατήργησε, αλλά αργότερα για διαφόρους λόγους, την επανέφερε για συγκεκριμένα αδικήματα. Το ίδιο έγινε και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στη συνέχεια, μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η χώρα μας εγκατέλειψε τη θανατική ποινή, συμμορφούμενη με τις ευρωπαϊκές αξίες και πρακτικές. Όσον αφορά την Ε.Ε., η κατάργηση της θανατικής ποινής, αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις αρχές της Ένωσης, καθώς σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, την οποία έχουν υπογράψει και οφείλουν να τηρούν και να σέβονται όλα τα Κράτη – Μέλη, η θανατική ποινή ΔΕΝ μπορεί να επιβληθεί για κανένα αδίκημα.
Η θανατική ποινή καταργήθηκε το 2004, όταν επικυρώθηκε το Πρωτόκολλο 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που απαγορεύει τη θανατική ποινή σε κάθε περίπτωση. Πριν από την ημερομηνία αυτή, ήταν σε ισχύ για διάφορα αδικήματα, όπως η παραβίαση της Εθνικής Ασφάλειας, οι δολοφονίες, και οι απαγωγές.
Η τελευταία εκτέλεση στην Ελλάδα, ήταν του Βασίλη Λυμπέρη. Ήταν 27 χρονών και ο τελευταίος πολίτης που εκτελέστηκε μετά από καταδίκη εις βάρος του, στις 25 Αυγούστου του 1972. Εκτελέστηκε με τουφεκισμό για τη δολοφονία της γυναίκας του, της πεθεράς του, και των δύο παιδιών του.
Τέλος, η οριστική κατάργηση της θανατικής ποινής έγινε από την Κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, τον Δεκέμβριο του 1993.
Στη συνέχεια οι καταδίκες σε θάνατο μετατράπηκαν σε ισόβια κάθειρξη.