Γράφει ο Ναπολέων Λιναρδάτος
Φαντάσου πως έχεις προσλάβει ένα δικηγόρο για να διεκπεραιώνει οικονοµικές διεκδικήσεις κατά της περιουσίας σου. Ακολουθώντας τις συµβουλές του, έχεις ακολουθήσει µια περισσότερο από µετριοπαθή στάση έναντι των διεκδικητών, προσδοκώντας πως αυτή σου η στάση θα κατευνάσει τα πνεύµατα.
Έχεις ακολουθήσει αυτή τη στάση πιστά, για πολλά χρόνια, έχοντας εµπιστοσύνη στις συµβουλές του δικηγόρου σου. Εξάλλου, εσύ, όχι µόνο δεν διεκδικείς τίποτα από κανέναν, αλλά έχεις πάει και ένα βήµα παραπέρα, παρακάµπτοντας τις δικές σου νόµιµες αξιώσεις και τις δικές τους πρότερες καταπατήσεις.
Όµως, καθώς τα χρόνια περνούν, παρατηρείς µια ξεκάθαρη τάση στη συμπεριφορά της άλλης πλευράς. Η περισσότερο από µετριοπαθής στάση σου, όχι µόνο δεν τους έχει καταπραΰνει, όχι µόνο δεν τους έχει κάνει πιο διαλλακτικούς, αλλά αντίθετα, ο κατάλογος των διεκδικήσεων συνεχώς μεγαλώνει. Η στάση τους γίνεται όλο και πιο επιθετική, όχι µόνο µε λόγια, αλλά και µε πράξεις.
Ταυτόχρονα παρατηρείς πως ο δικηγόρος σου, αντί να επανεξετάσει τη στρατηγική του, συνεχίζει, ως αν όλα πηγαίνουν όπως αρχικά σου είχε πει. Φαίνεται όμως, ότι βασικά αυτό που κάνει είναι διαρκώς να κατεβάζει τον πήχη για όλα αυτά που σου είχε πει ότι η στρατηγική του θα πετύχαινε. Αυτό που συμβαίνει είναι, πως αυτό που µέχρι χθες το καταλάβαινες ως ταπεινωτική ήττα, σήμερα, ο δικηγόρος σου, σου το πλασάρει ως ένα έντιμο συμβιβασμό. Το γεγονός πως οι διεκδικήσεις και η εχθρότητα της άλλης πλευράς συνεχώς αυξάνονται, σου το παρουσιάζει απλά ως «αυτά έχει η διαδικασία διαλόγου».
Στις παραπάνω παραγράφους συνοψίζεται η διπλωματική στάση απέναντι στην Τουρκία διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων τις τελευταίες δεκαετίες. Συνεχώς κατεβάζουν τον πήχη, συνεχώς αιτιολογούν τη διαρκώς αυξανοµένη επιθετικότητα της άλλης πλευράς και αρνούνται να δουν ότι αυτή η στρατηγική δεν έχει πετύχει. Στην παταγώδη αποτυχία της στρατηγικής τους, έχουν, ουσιαστικά, ένα και µοναδικό επιχείρηµα: «και τι θέλετε πόλεµο;». Ως σαν να µην υπάρχει ένα µέσος δρόµος µεταξύ υποτέλειας και αδιαλλαξίας.
Γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις τηρούν αυτή τη στάση; ∆ιότι πλέον στελεχώνονται από άτοµα που έχουν εκπαιδευτεί στην ιδέα πως ό,τι ονοµάζουµε εθνικό είναι στην καλύτερη περίπτωση ντεµοντέ, ή, κάτι παθολογικά επικίνδυνο και επιβλαβές. Γιατί η υπεράσπιση εθνικών συµφερόντων θα απαιτούσε τη χρήση πολιτικού κεφαλαίου µε σύµµαχους και εταίρους, αλλά προτιµούν να χρησιµοποιούν το όποιο πολιτικό κεφάλαιο για δηµοσιονοµικού τύπου διευκολύνσεις, πιστεύοντας πως οι Έλληνες πλέον ως έθνος, ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για επιδόµατα παρά για εθνικά συµφέροντα. Και γιατί επίσης, αποφεύγοντας να δηµιουργούν πονοκεφάλους σε εταίρους για τα εθνικά µας ζητήµατα, νοµίζουν πως αυτό θα τους δηµιουργήσει περισσότερες επαγγελµατικές ευκαιρίες στο εξωτερικό, όταν πλέον έχει κλείσει ο πολιτικός τους κύκλος στην Ελλάδα. Άσε δε, που αισθάνονται και πιο Ευρωπαίοι (τροµάρα τους) όταν συµπεριφέρονται ως αν η Ελλάδα είναι δίπλα στο Βέλγιο και όχι στο γεωπολιτικό γκέτο των Βαλκανίων.
Είχε ενδιαφέρον να παρακολουθήσεις πώς τα δελτία «ειδήσεων» απέφυγαν να παρουσιάσουν το πιο επίµαχο σηµείο στις πιο πρόσφατες δηλώσεις Ερντογάν, όπου στον κατάλογο διεκδικήσεων πρόσθεσε και τη Θεσσαλονίκη. Για τα ΜΜΕ όταν η αλήθεια έρχεται σε σύγκρουση µε το αφήγηµα/σανό, η αλήθεια πάντα χάνει. Και το αφήγηµα είναι ότι η επίσκεψη Ερντογάν είναι µια ευκαιρία µήπως και καταφέρουµε και τον λογικέψουµε κάπως. Η πραγµατικότητα είναι πως οι χασοδίκες που έχουν αναλάβει τις υποθέσεις µας, εντάσσουν την επίσκεψη σε µια γενικότερη προσπάθεια, όπου θα µας πουλήσουν ήττες ως διπλωµατικές επιτυχίες.
Η κατάσταση είναι τόσο κακή, όπου όλη στη γειτονιά έχουν καταλάβει µε τι χασοδίκες έχουν να κάνουν. Η Αλβανία µε µεγάλη ευκολία φυλακίζει απροκάλυπτα οµογενή χωρίς συνέπειες επί µήνες τώρα. Ενώ τα Σκόπια ανενόχλητα παραβιάζουν µια συµφωνία που ήταν ήδη απίστευτα ευνοϊκή γι’ αυτά.
Όταν οι µικροί της γειτονιάς µας έχουν ταράξει στις σφαλιάρες, µε τον Ερντογάν µπορούµε να ελπίζουµε µόνο στην τύχη.