Σάββατο, 16 Νοεμβρίου, 2024

Μέρες Χριστουγέννων: Μια πανάρχαια παράδοση…

Επιμέλεια Λία Βαλάτα – Τσιάμα, Ιστορικός – Ερευνήτρια

Η ποικιλία της λατρευτικής και της εορταστικής παράδοσης κατά την περίοδο του χειμερινού ηλιοστασίου προέρχεται από την εποχή που η ζωή των ανθρώπων ήταν βαθιά δεμένη με την ύπαιθρο και την καλλιέργεια της γης.

Όλοι οι αρχαίοι λαοί λάτρευαν τον Ήλιο ως δύναμη γονιμοποιό και ως πηγή ζωής. Οι Αιγύπτιοι γιόρταζαν τη γέννηση του Θεού – Ήλιου Όσιρι, οι Βαβυλώνιοι και οι Φοίνικες τη γέννηση του Θεού Βάαλ, οι Πέρσες του Μίθρα, οι Φρύγες του Άττι, οι Τεύτονες του Μπάλντερ, οι Σκανδιναβοί του Οντίν, οι Κέλτες του Λουγ, οι Βραχμάνοι τη γέννηση του Κυρίου του Κόσμου, και πολλοί άλλοι λαοί γιόρταζαν ο καθένας τον δικό του ηλιακό θεό. Οι πρόγονοί μας τιμούσαν τον Διόνυσο, τη Δήμητρα και τον Φωτοδότη – Φοίβο Απόλλωνα. Και οι Ρωμαίοι, στη χειμερινή τροπή του Ήλιου, γιόρταζαν τα Saturnalia (Κρόνια) και την «Dies Natalis Solis Invicti» (Ημέρα της Γέννησης του Ανίκητου Ήλιου). Η λατρεία του Ήλιου κατά τα ηλιοστάσια ήταν για χιλιετίες η πιο σταθερή γιορτή της ανθρωπότητας.

Το πολύτιμο φως στην καρδιά του χειμώνα συμβολιζόταν με «Υιό Θεού» που γεννιόταν σε σπήλαιο μετά από άμωμη σύλληψη, καθώς έφευγε η μεγάλη νύχτα του χειμερινού ηλιοστασίου και καθώς το ξημέρωμα σηματοδοτούσε τον νέο αστρονομικό κύκλο και την επανάληψη των εποχών.

Παρά τη σφοδρή πολεμική του ρωμαϊκού κράτους εναντίον των προχριστιανικών θρησκειών από τον 4ο αιώνα και μετά, πολλά στοιχεία της αρχαίας λατρείας πέρασαν σταδιακά στη χριστιανική. Ο συγκρητισμός αυτός, εκτός από τη φυσική ροπή των θρησκειών να δανείζονται στοιχεία η μια από την άλλη, και εκτός από την επιχείρηση της χριστιανικής εκκλησίας να διευρύνει το ποίμνιό της υιοθετώντας προγενέστερα λατρευτικά έθιμα, είναι μάρτυρας και της ρωμαϊκής επικυριαρχίας. Η εξουσία του Βασιλιά – Θεού Ήλιου στην παράδοση της Ανατολής συμπλήρωσε την αποθέωση των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας, φορέας κρατικής εξουσίας ως «Βασιλεύς πιστός εν Χριστώ» και μετεξέλιξη του θεοποιημένου ρωμαϊκού καίσαρα, ήταν πρόδρομος του «Ελέω Θεού» μονάρχη της Δύσης.

Η δε χριστιανική εκκλησία, με ένα πετυχημένο ιερατικό μαγείρεμα και με μια αρκετά υποστηρικτική κρατική νομοθεσία, αντικατέστησε όλες τις αρχαίες ηλιακές γιορτές με τα Χριστούγεννα. Τα ονόματα και οι θεότητες άλλαξαν και η λατρεία προσαρμόστηκε στα νέα, τότε, θρησκευτικά και πολιτικά δεδομένα.

Η νεοελληνική λαϊκή παράδοση όμως έχει φιλτράρει το χριστιανικό δόγμα μέσα από την πανάρχαια λατρεία. Πίσω από τον εορτασμό των Χριστουγέννων και τα έθιμα του Δωδεκαημέρου, διαφαίνεται υπόβαθρο διονυσιακό. Στο θεολογικό πρόσωπο του Χριστού έχει ενσωματωθεί η πολυσύνθετη και μυστηριακή μορφή του Διονύσου. Στη διδασκαλία των Ορφικών, ο Διόνυσος – Βάκχος ταυτίζεται με τον «πυριφεγγή» και «σωτήρα» δημιουργό (ορφικός ύμνος 52) ενώ η αποκρυπτογράφηση του ονόματός του σε πινακίδες γραμμικής β’ του 13ου π.Χ. αιώνα, ­δείχνει πως η διονυσιακή λατρεία είναι πολύ παλαιά και αυτόχθων.

Στην αρχαία Αθήνα, μετά τα μέσα του αττικού μηνός Ποσειδεώνος, στα τέλη δηλαδή του δικού μας Δεκέμβρη, γιόρταζαν τα «Μικρά ή κατ’ αγρούς Διονύσια» με φαλλική πομπή, γερή οινοποσία, θυσία τράγου, γενική ευθυμία και ολονύκτιο ξεφάντωμα. Γιόρταζαν τη συγκομιδή των καρπών για τον χειμώνα, που μόλις είχε ξεκινήσει, και δοξολογούσαν τον Διόνυσο που επρόκειτο να γεννηθεί. Με την πάροδο των αιώνων, ο «Διόνυσος Λικνίτης» έγινε «Θείον Βρέφος», ο «Διόνυσος Σωτήρ» εκφράστηκε στο πρόσωπο του Ιουδαίου Jesua και έγινε ελληνίζων Ιησούς και εκ προοιμίου διωκόμενος Χριστός.

«Γλυκό μου βρέφος, Διόνυσέ μου και Χριστέ μου» έγραψε ο ορφικός Σικελιανός, αντιλαμβανόμενος τον εσωτερικό σύνδεσμο μεταξύ δύο φαινομενικά αντιδίκων λατρειών.

Μαζί με τα κατ’ αγρούς Διονύσια, οι Αθηναίοι γιόρταζαν και τα «Αλώα» προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης. Η γιορτή αυτή ήταν γυναικεία, νυχτερινή, με οργιαστικούς χορούς και γονιμικό χαρακτήρα. Διότι η Δημήτηρ ήταν για τους Αθηναίους η Μεγάλη Μητέρα Θεά, η λατρεμένη σε όλους τους λαούς ως σύμβολο της γονιμότητας, της καρποφορίας και της ζωής, της μητρικής αγάπης και του αναπόφευκτου θρήνου. Στον χριστιανικό κόσμο, η Μεγάλη Μητέρα Θεά των αρχαίων λαών έγινε η «Παρθένος Μαρία» και η «Παναγιά» των μεσαιωνικών Ελλήνων.

«Στην παραστιά του φτωχικού ξενώνα ακουμπημένη,

σαν η Μεγάλη Δήμητρα π’ ακούμπαε σκεφτική

στην Πέτρα την Αγέλαστη, ασάλευτη απομένει

η Μαριάμ, κι ο Ιωσήφ σκυμμένος, παρακεί,

απ’ του σπιτιού τον άνθρωπο το λόγο περιμένει,

τι ακόμα απλώνει γύρα του γαλήνη μυστική…»

Και πάλι ο Σικελιανός…

 

Ειρήνη Πετρακάκη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ