Γράφει η Ελένη Καραμπέτσου
Μεγάλωσα στην Πειραϊκή από γονείς θαλασσινούς. Η μητέρα μου ήρθε προσφυγάκι τεσσάρων χρονών, από τη Σμύρνη και ο πατέρας μου Υδραίος. Μη έχοντας τίποτα περιουσιακό, ούτε μια σπιθαμή γης, ήσαν αναγκασμένοι να δουλεύουν σκληρά για να μας μεγαλώσουν. Το σπίτι που μας φιλοξενούσε ήταν το τελευταίο προς τη θάλασσα. Τις χειμωνιάτικες νύχτες που ο μανιασμένος αέρας απειλούσε τα ξύλινα πορτοπαράθυρά του κάνοντάς τα να τρίζουν, νόμιζα πως η ίδια η θάλασσα ήθελε να μπει μέσα.
Με τα παιδιά της γειτονιάς χτίζαμε σπιτάκια, καθώς εύκολα βρίσκαμε υλικά από τα τείχη του Θεμιστοκλή. Πριν καλά-καλά τα στεριώσουμε, όμως, τα είχε πάρει το κύμα. Όταν στην Τρίτη Δημοτικού ο δάσκαλος μάς μίλησε για τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη καθώς και για την τύχη των συντρόφων του Οδυσσέα, έλυσα όλες τις απορίες μου προσωποποιώντας τη θάλασσα σαν μια κακιά μάγισσα που, όταν θύμωνε, γκρέμιζε τα σπιτάκια των παιδιών και βούλιαζε τα καράβια των μεγάλων. Αντίθετα, όταν χαιρόταν, άλλαζε και πανέμορφη, όπως γινόταν, μας έκανε να ξεχνούμε όσα μας είχε κάνει…
Από τις συζητήσεις των μεγάλων είχα αποστηθίσει κάποιες λέξεις και εκφράσεις που, όταν τις έλεγαν, μεταξύ τους, δάκρυζαν ή μπορεί και να έκλαιγαν, όπως: «ναυάγιο, επιβατικό πλοίο, καπετάνιος, ναυτάκι, κακότυχο καράβι, βυθός, πνιγμένος, σωσίβιο, η Παναγιά μαζί τους, ο Αη-Νικόλας στην πλώρη τους». Όπως και να έχει, έτρεμα την ανταριασμένη θάλασσα!
Ο δεύτερος φόβος μου ήταν η μπουκάλα με το λάδι. Βρισκόταν καταχωνιασμένη σε μια γωνιά της κουζίνας ανάμεσα στα τέσσερα πόδια ενός ντουλαπιού, για προστασία από εμάς, τα παιδιά. Το παράδοξο με εμένα ήταν πως τη φοβόμουν τόσο όταν ήταν άδεια αλλά και όταν ήταν γεμάτη. Παρατηρούσα πόσο εύκολα κατέβαινε η στάθμη του λαδιού, μέρα με τη μέρα, μετά από κάθε χρήση. Ήταν κάτι σαν ρολόι, αφού κάθε Τετάρτη, αυτή άδειαζε. Από τις προσεκτικές κινήσεις που έκανε η μητέρα μου, όταν χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει λάδι, είχα πεισθεί πως η μπουκάλα με το περιεχόμενό της ήταν πολύτιμη για εμάς. Ως μεγαλύτερη κόρη, άλλωστε, είχα αναλάβει τη μεταφορά της άδειας μπουκάλας στο μπακάλικο της κυρα-Ρήνης για να τη γεμίσει και να την επιστρέψω χωρίς να γίνει ζημιά.
Η μητέρα μου είπε να τη γεμίσετε και να γράψετε το λάδι. Το Σάββατο θα έρθει ο πατέρας μου για να σας ξεχρεώσει και τα προηγούμενα.
Η μπακάλισσα, ακολουθώντας τις ίδιες κινήσεις και λέξεις, κατέβαζε από το αυτί της το μολύβι, το σάλιωνε λίγο και ανοίγοντας το τεφτέρι με τα βερεσέδια της γειτονιάς, έβρισκε το επώνυμό μας. Ύστερα έγραφε διαβάζοντας δυνατά: «Τετάρτη – μήνα – λάδι – δραχμές – Ελένη». Απαραίτητη η παρουσία μάρτυρα στη μεταξύ μας δοσοληψία!. Μετά γέμιζε τη μπουκάλα, τη βούλωνε καλά και μου την έδινε.
– Πρόσεχε μη σου σπάσει.
Η υψηλότατη τιμή του ελαιολάδου, σήμερα, με γύρισε πολλά χρόνια πίσω, ξυπνώντας τους δύο φόβους της παιδικής μου ηλικίας. Η ίδια αγωνία με κυκλώνει αναλογιζόμενη πόσο επώδυνα θα σώνεται το λάδι σε σπίτια πολυτέκνων, χαμηλοσυνταξιούχων, ΑμεΑ, χαμηλόμισθων, ανέργων κ.ά. Οικονομία σε αυτό αδυνατεί να κάνει η μητέρα ενός τέτοιου νοικοκυριού, γιατί το ελαιόλαδο αποτελεί τη βάση της μεσογειακής διατροφής, με την οποία θρέφει, εδώ και χρόνια τα παιδιά και τα εγγόνια της. Είναι σαν ηθελημένα να τους στερεί την τροφή τους.
Το ελληνικό φαγητό, μαγειρεμένο με ελαιόλαδο, έχει διακριθεί διεθνώς, κατέχοντας τις πρώτες θέσεις σε παγκόσμιες κατατάξεις για τη γευστικότητα και την εξαιρετική θρεπτική του αξία. Σερβίρεται σε gourmet, ακριβά εστιατόρια και πολυτελή ξενοδοχεία, ανά τον κόσμο, αλλά και σε φτωχόσπιτα, όπου λίγο ψωμί, ένα κρεμμύδι και μια χούφτα ελιές μπαλώνει την ανέχεια.
Αυτή είναι η ευλογία του λαδιού. Η ταπεινότητά του έχει τη θεϊκή ευλογία καθώς το ίδιο μπορεί να θρέψει, να γιατρέψει, να φωτίσει, να προσευχηθεί. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας, όμως, το στερούνται, δοκιμαζόμενοι σκληρά, τούτο τον χειμώνα. Κολυμπούν σε βαθιά θάλασσα με απανωτά κύματα ακρίβειας να τους απειλούν. Μεγάλη η ανάγκη τους !
Ας μη τους ξεχνάμε !