Γράφει ο Κώστας Γιαννόπουλος
Ο σχολικός εκφοβισμός (ελληνιστί bullying) δεν είναι ούτε νέο ούτε εισαγόμενο φαινόμενο. Όσοι περάσαμε από θρανία όποιου σχολείου (λαϊκού ή αριστοκρατικού) θυμόμαστε ότι όλο και κάποιος συμμαθητής ή συμμαθήτριά μας θα δεχόταν ειρωνείες ή πειράγματα (γυαλάκιας, ψηλός, χοντρή) και ενίοτε… χειραψίες. Απλώς τότε δεν υπήρχαν κοινωνικά δίκτυα και τηλεοπτικά κανάλια που δείχνουν μεγάλη ευαισθησία σε παρόμοια περιστατικά, ούτε πολιτικά κόμματα πάντα πρόθυμα να καταγγείλουν την κοινή λογική.
Αυτή η διαπίστωση δεν σημαίνει ότι πρέπει να αδιαφορήσουμε για την όλο και πιο συχνή εμφάνιση του φαινομένου. Το πραγματικά σημαντικό πρόβλημα όμως δεν είναι κάποιες «ψιλές» που πέφτουν στο διάλειμμα, αλλά η τραμπούκικη δράση ανήλικων συμμοριών που απειλούν, κακοποιούν, βανδαλίζουν και κλέβουν είτε μέσα είτε έξω από το σχολείο.
Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν κάποιοι τα έκριναν υπερβολικά αυστηρά και οι γνωστοί α λα καρτ ευαίσθητοι έσπευσαν να τα επικρίνουν- πριν καν τα δουν να εφαρμόζονται (αν εφαρμοστούν). Κατά τη γνώμη τους τέτοια φαινόμενα ισοδυναμούν με κυβερνητικό μπούλινγκ κατά των μαθητών και δεν αντιμετωπίζονται με τιμωρίες αλλά με την πρόληψη. Η επίκληση της πρόληψης γίνεται με τόση βολική γενικότητα που δεν διαφέρει πολύ από ευχολόγιο. Αλλά κι αν τους ζητηθούν συγκεκριμένα προληπτικά μέτρα θα μιλήσουν για διάλογο και διορισμούς ψυχολόγων στα σχολεία. Προφανώς δεν θέλουν να μάθουν ότι ποτέ και πουθενά δεν αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά με προληπτικά μέτρα η εγκληματική δράση ανήλικων συμμοριτών. Δεν αντέχουν να αποχωριστούν μια ευχάριστη ψευδαίσθηση αποδεχόμενοι πραγματικά περιστατικά.
Επ’ αυτού υπάρχει χαρακτηριστικό παράδειγμα από τον προηγούμενο αιώνα στην ΕΣΣΔ, που πρώτη δοκίμαζε την τακτική του κατευνασμού. Στα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, τον Εμφύλιο και τον λιμό που ακολούθησε, παιδιά που είχαν μείνει ορφανά ή που ανήκαν σε διαλυμένες οικογένειες, οργανώθηκαν σε συμμορίες που έκλεβαν και κακοποιούσαν για να επιβιώσουν. Το σοβιετικό κράτος τα αντιμετώπισε με συμπάθεια και επιείκεια – ήταν αθώα θύματα των περιστάσεων. Η ταινία ορόσημο της προπαγάνδας με τίτλο «Ο δρόμος της ζωής» ήταν αφιερωμένη σε πωρωμένους παραβατικούς που επανήλθαν στον κανονικό δρόμο με την κατανόηση, την αγάπη και την επιστήμη της Ψυχολογίας. Είχε προηγηθεί ο Νέος Κώδικας Νόμων που είχε αντικαταστήσει τον όρο «ποινή» με τον όρο «μέτρο κοινωνικής άμυνας» και είχε απορρίψει τις έννοιες της ανταπόδοσης και του εκφοβισμού, υιοθετώντας στη θέση τους τα μέτρα κοινής προστασίας και κοινωνικής θεραπείας. Οι εγκαταλελειμμένοι ανήλικοι παραβάτες ονομάζονταν «μπεσπρισόρνι» που σήμαινε άστεγοι και αλήτες, αλλά αντιμετωπίζονταν με τον ψυχολόγο και τον δάσκαλο.
Η μέθοδος πηγάζει από τη σοσιαλιστική φιλοσοφία και ταιριάζει απόλυτα με τη θεωρία ότι ο κοινωνικός παραβάτης δεν είναι εκ φύσεως διεστραμμένος, αλλά προϊόν του περιβάλλοντος στο οποίο ζει και μπορεί να αναμορφωθεί όταν αυτό το περιβάλλον αλλάξει. Το τεστ όμως δεν διήρκεσε επ’ άπειρον. Τη δεκαετία του ,30 οι μπεσπρισόρνι είχαν γίνει αληθινή κοινωνική μάστιγα και το πείραμα της ήπιας ή προληπτικής μεθόδου σωφρονισμού κρίθηκε οριστικά λανθασμένο. Ήδη το 1934 είχε δημοσιευθεί νέος Κώδικας Νόμων που εγκατέλειπε κάθε πρόσχημα κοινωνικής προστασίας κι επανέφερε μεταξύ άλλων την ποινή του θανάτου και το μέτρο του εκτοπισμού. Αμέσως μετά, τον Απρίλιο του 1935 κυκλοφόρησε ένα διάταγμα που «με στόχο την ταχύτερη εξάλειψη της εγκληματικότητας ανηλίκων» θέσπιζε πραγματικά δρακόντεια μέτρα. Το πρώτο άρθρο προέβλεπε τα εξής:
«Ανήλικοι από του 12ου έτους συλλαμβανόμενοι για κλοπή, βία, σωματική βλάβη, ακρωτηριασμό, ανθρωποκτονία ή απόπειρα ανθρωποκτονίας παραπέμπονται στα ποινικά δικαστήρια και τιμωρούνται συμφώνως προς όλες τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα».
Στις διατάξεις περιλαμβάνονταν η ποινή του θανάτου και η εξορία στα γκουλάγκ, μέτρα που επεκτάθηκαν και σε παιδιά ηλικίας 12 ετών. Νόμος που να αντιμετωπίζει δωδεκάχρονο παιδί ως ενήλικα στο ποινικό δικαστήριο δεν έχει όμοιό του στη νομοθεσία πολιτισμένων χωρών. Κι επομένως η πενθήμερη αποβολή (σ.σ. πενταήμερη λέγεται η εκδρομή) ως υπέρτατο «μέτρο σχολικής άμυνας» δύσκολα θα την χαρακτήριζε κάποιος λογικός άνθρωπος «μπούλινγκ του κράτους» σε βάρος δραστών μπούλινγκ επί συμμαθητών τους.
Η πολιτική του κατευνασμού δεν απέδωσε, όπου και όποτε ασκήθηκε. Μένει να αποδειχθεί αν θα επιτύχει τους σκοπούς της η αυστηρότητα. Η ελληνική κοινωνία ταλαντώνεται πολύ εύκολα από το ένα άκρο στα άλλο και η παράδοση δεν επιτρέπει ασφαλή πρόβλεψη. Εκείνο που ίσως λειτουργήσει είναι η υποχρέωση των γονέων να αποζημιώνουν το σχολείο για τις ζημιές που προκάλεσε η εξέγερση των βλαστών τους.
Έχει παρατηρηθεί ότι κρούσματα μπούλινγκ καταγράφονται έστω και σπανιότερα και στα ιδιωτικά σχολεία. Δεν έχουν παρατηρηθεί ακόμη καταλήψεις και βανδαλισμοί σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, σχολεία και φροντιστήρια. Εκεί οι γονείς πληρώνουν ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των παιδιών τους και οι περισσότεροι δεν έχουν λεφτά για να χρηματοδοτήσουν τη νεανική επαναστατική γυμναστική. Αλλά στα δημόσια σχολεία ισχύει προφανώς η παροιμία που διαπιστώνει ότι «το φτηνό το κρέας τα σκυλιά το τρώνε».