Γράφει ο Δημήτρης Μάρδας, Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών ΑΠΘ,
π. Αναπλ. Υπουργός Οικονομικών Υφυπουργός Εξωτερικών (ΣΥΡΙΖΑ).
Δυο βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για συζήτηση σήμερα. Το πρώτο είναι η άνοδος του χρηματιστηρίου από τα τέλη του 2022 και το δεύτερο η εκτίναξη των τιμών των ακινήτων. Η ερώτηση που εύλογα τίθεται είναι η ακόλουθη: Ζούμε μια νέα «φούσκα» ιδίως στο χρηματιστήριο ή συμβαίνει κάτι άλλο; Μήπως, η κούρσα του χρηματιστήριου είναι αποτέλεσμα μιας ευνοϊκής συγκυρίας και των στρατηγικών επιλογών ξένων επενδυτών ή θεωρείται το πέρασμα σε μια άλλη οικονομική διάσταση λόγω καλών εξελίξεων της εγχώριας οικονομίας; Οι «φούσκες» βέβαια κάποια ώρα σκάνε!
Πριν από κάθε απάντηση, ας δούμε αρχικά κάποια δεδομένα που συνδέονται με την πραγματική οικονομία, καταγράφοντας μια άλλη όχι τόσο γλαφυρή εικόνα, όπως καλλιεργείται μέσα από την πολιτική των θετικών προσδοκιών.
Το δημόσιο χρέος, 357 δισ. ευρώ, μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ με τη βοήθεια όμως ενός όχι ιδιαίτερα φθηνού δανεισμού, ενώ για το 2024 προβλέπεται και μικρή μείωση στα 356 δισ. ευρώ. Για να μειωθεί βέβαια θεαματικά το δημόσιο χρέος σε απόλυτες τιμές, χωρίς νέο υψηλό δανεισμό, πρέπει το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού να καλύπτει πλήρως εκτός από τους τους ετήσιους τόκους των παλαιότερων δανείων, οι οποίοι αρχίζουν να καλπάζουν, ένα σημαντικό μέρος του κεφαλαίου προς εξόφληση.
Βέβαια οι περίοδοι της τριετίας 2026 – 2028 και κατόπιν το 2033 πλησιάζουν. Οι προβλεπόμενες τότε υψηλές αποπληρωμές του χρέους θα είναι ο νέος πονοκέφαλος της χώρας, εκτός αν έχουμε νέα μετάθεσή τους στο μέλλον ή κάτι άλλο.
Σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη, προέρχεται από τις επενδύσεις, οι οποίες το 2024 αναμένεται να αυξηθούν με ρυθμό 15,1%. Ως απόρροια αυτής της εξέλιξης, το πραγματικό επενδυτικό κενό μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης εικάζεται ότι θα μειωθεί. Ποια είναι όμως η πραγματικότητα: Οι προβλέψεις από το 2021 για αύξηση των επενδύσεων είναι περίπου οι διπλάσιες από αυτές που τελικά επιβεβαιώνονται. Έτσι, το 2021 προβλεπόταν αύξηση των επενδύσεων κατά 23,2% ενώ το τελικό αποτέλεσμα ανερχόταν μόνο στο 11,7%! Το 2022 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 21,9% και 10%, ενώ το 2023, 15,5% και 7,1%!
Ο ακρογωνιαίος λίθος λοιπόν της μείωσης του επενδυτικού κενού -90 δισ. ευρώ κατά τους πίνακες PennWorld Tables του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνιας (2010-16) και 130 δισ. ευρώ σύμφωνα με την έκθεση Πισσαρίδη (2020)- βασίζεται σε ανακριβείς προβλέψεις. Κάποιοι οίκοι αξιολόγησης χρησιμοποίησαν λανθασμένα τις ανωτέρω προβλέψεις, ως μέρος της ανάλυσής τους για την ελληνική οικονομία. Τέλος, το εν λόγω επενδυτικό κενό ενισχύεται από την αποβιομηχάνιση της χώρας. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι σημαντικές βιομηχανίες κατέβασαν τα ρολά τους από το 2019 ως σήμερα (Frigoglass, Schneider Electric, Pipelife, Crown Hellas, ΓΙΟΥΛΑ, ΔΕΛΤΑ, BSH Pitsos, Reckitt Benckiser, Tupperware, ΕΒΙΕΝ και η Sonoco προσεχώς τον Μάιο).
Αναφορικά με τις Ξένες Άμεσες Επενδύσεις, αυτές συνδέονται περισσότερο με αγορές ακινήτων, με τα χρηματοοικονομικά και με άλλες δραστηριότητες (με χαμηλό πολλαπλασιαστή) παρά με την παραγωγή και ιδιαίτερα τις επενδύσεις στη βιομηχανία. Κακώς αυτές οι εισροές του κεφαλαίου για αγορές ακινήτων ή για επενδύσεις χαρτοφυλακίου χαρακτηρίζονται ως Ξένες Άμεσες Επενδύσεις.
Ως προς το ΑΕΠ, πέρα από τις ποσοστιαίες αυξήσεις του, η ποιοτική ανάλυση αυτών των εξελίξεων δεν δίνει ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Μεγάλο βάρος στην παρατηρούμενη άνοδο, φέρει η αύξηση της κατανάλωσης. Η τελευταία όμως επιβαρύνει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας με εισαγωγές. Από το 2020 και μετά το έλλειμμά του βρίσκεται στα ύψη, παρά την πρόσφατη ελαφρά πτωτική του πορεία (6,5% – 10,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ από το 2020).
Και σε όλα τα προαναφερθέντα, που δείχνουν, μαζί με την περιορισμένη δυναμική της ελληνικής οικονομίας τις μελλοντικές απειλές, προστίθενται τα ακόλουθα: Το ποσοστό συμμετοχής της βιομηχανίας στο ΑΕΠ είναι το χαμηλότερο στην ΕΕ. Το ποσοστό των εξαγωγών σε σχέση με το ΑΕΠ είναι το χαμηλότερο, συγκρινόμενο με οικονομίες του ιδίου μεγέθους.
Ακόμη, το ποσοστό των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων στη βιομηχανία στο σύνολο των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων είναι και αυτό το χαμηλότερο στην ΕΕ. Τέλος, η ευαισθησία της οικονομίας στην παγκόσμια συγκυρία είναι ιδιαίτερα υψηλή λόγω της «μονοκαλλιέργειας» του τουρισμού και δευτερευόντως λόγω της ναυτιλίας.
Το χρηματιστήριο και οι τιμές των ακινήτων βέβαια ακολουθούν τη δική τους πορεία. Το πρώτο απογειώνεται γιατί θεωρείται φθηνό, προσελκύοντας την προσοχή ξένων επενδυτών, καθώς προσφέρει πολλές ευκαιρίες. Από την άλλη, οι τιμές των ακινήτων προσδιορίζονται από πολλούς παράγοντες, έχοντας ως προεξέχον το ενδιαφέρον των ξένων εταιριών και πολιτών. Έως πότε όμως αυτή η κούρσα θα συνεχίσει έχοντας υπόψη τα ανωτέρω δεδομένα και τις δυσκαμψίες της ελληνικής οικονομίας;
Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Τουρκία και Ισραήλ, χώρες ανταγωνιστικές της Ελλάδας στον τουρισμό, έκτισαν παράλληλα και ισχυρή βιομηχανία. Επίσης, πλην των ανωτέρω κρατών, χώρες όπως η Ιρλανδία, η N. Κορέα και κράτη της πρώην Ανατολικής Ευρώπης οικοδόμησαν μια βιομηχανία που στηρίχθηκε στα προϊόντα της ηλεκτρομηχανικής. Ορισμένες έδωσαν προσοχή στην πολεμική βιομηχανία, κτίζοντας γύρω της πόλους τεχνολογίας, που με τη σειρά τους ενδυνάμωσαν το σύνολο της μεταποίησης.
Ουδέποτε οι κυβερνήσεις μας έδωσαν προσοχή στις προβλέψεις εκείνες που έδειχναν τη συρρίκνωση της βιομηχανίας, ή της εξόδου ξένων επενδύσεων από την Ελλάδα, λόγω Ενιαίας Αγοράς (1993) ή της παγκοσμιοποίησης (βλ. ενδεικτικά, μελέτη Mardas, Varsakelis “The Impact of the Internal Market by industrial sector – Greece”, European Economy, 1990).
Ευκαιρίες για την εκβιομηχάνιση της χώρας δίνονται -εκτός των άλλων που συνδέονται με την 4η βιομηχανική επανάσταση- από τις δυνατότητες που προσφέρονται στο χώρο των logistics και της συναρμολόγησης ενδιαμέσων προϊόντων, που έρχονται από την Κίνα λόγου χάριν. Ακόμη, προοπτικές στη βιομηχανική μας ανάπτυξη χαρίζουν η επαναδραστηριοποίησή μας στην αεροναυπηγική και την παραγωγή αμυντικού υλικού -που εγκαταλείψαμε- τομείς που είναι ικανοί να δώσουν νέα ώθηση στην τεχνολογική ανάπτυξη και την ηλεκτρομηχανική, να συγκρατήσουν επιστήμονες στη χώρα, να την ενδυναμώσουν αμυντικά και παράλληλα να βοηθήσουν τις εξαγωγές.
Αρκεί να διορθώσουμε το μη φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον και να πάψουμε να βιώνουμε την αυταπάτη σύμφωνα με την οποία η μείωση των φορολογικών συντελεστών και μόνο θα φέρει τσουνάμι εγχωρίων και ξένων επενδυτών. Ακόμη και αν μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές στο 5%, δεν πρόκειται να γίνουν σοβαρές επενδύσεις στη χώρα, εφόσον εξακολουθούν να υφίστανται άλλοι σημαντικότεροι παράγοντες που προκαλούν φόβο και αποτροπή, όπως π.χ. η διαφθορά, η απερίγραπτη γραφειοκρατία με θέμα την αδειοδότηση νέων επενδύσεων, τα προβλήματα της Δικαιοσύνης, όπως αυτά επισημαίνονται από τους Moody’s, το Global Competitiveness Report κ.ά.
Η Moody’ s δεν είναι απλώς ένας αυστηρός οίκος αξιολόγησης, αλλά ένας οίκος που δε δίνει έμφαση στις αναλύσεις της βλέποντας μόνο φωτογραφίες της στιγμής της ελληνικής οικονομίας. Εξετάζει με άλλη οπτική τα δεδομένα, τις δυνατότητες, τους περιορισμούς και τις προοπτικές της. Τα κενά που προσδιορίζει, όπως η αργή απόδοση της Δικαιοσύνης, το πολύ υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, η μονοδιάστατη οικονομία που βασίζεται πολύ σε τουρισμό-ναυτιλία κ.λπ., έχουν επισημανθεί κατ’ επανάληψη και σε άλλες διεθνείς εκθέσεις.
Κερδίσαμε από 5 Οίκους Αξιολόγησης το χαμηλότερο σκαλοπάτι της επενδυτικής βαθμίδας, αλλά τα όσα σημειώνονται από τη Moody’s καλά κρατούν διαχρονικά, στιγματίζοντας τις αδιόρθωτες στρεβλώσεις της οικονομίας μας και δικαιολογώντας ταυτόχρονα, σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια, την κατάταξη της χώρας εκτός επενδυτικής βαθμίδας, στο Βa1.