Γράφει ο Ευάγγελος Βογιατζής.
Στεκόταν στ’ άσπρα ντυμένος, με τα ρούχα της δουλειάς, σε μια άκρη της Μιχαλακοπούλου σηκώνοντας κάθε τόσο το δεξί του χέρι για να σταματήσει κάποιο διερχόμενο ταξί και να το οδηγήσει στην είσοδο του νοσοκομείου που ήταν λίγα μέτρα πίσω του στο μικρό κάθετο δρομάκι. Λίγα λεπτά πριν τον είχαν ειδοποιήσει από το ογκολογικό ότι κάποια κυρία ολοκλήρωσε την προγραμματισμένη θεραπεία της και πως ήταν έτοιμη να φύγει για να επιστρέψει σπίτι της. Εκείνος πήγε αμέσως. Μόνη της καθώς ήταν, εξαντλημένη, και με δυσκολία στην κίνηση, του ζήτησε να τη βοηθήσει να καθίσει στο καροτσάκι και αμέσως κατευθύνθηκαν προς το ασανσέρ. Κατεβαίνοντας για το ισόγειο τον παρακάλεσε να την πάει μέχρι έξω στην πύλη του νοσοκομείου και να της βρει ένα ταξί γιατί δεν μπορούσε να σταθεί για ώρα στα πόδια της.
Άφησε την κυρία με το αμαξίδιο σε ασφαλές σημείο ακριβώς μπροστά από το φυλάκιο της εισόδου και κατηφόρησε λίγα μέτρα βγαίνοντας στη Μιχαλακοπούλου. Στα πέντε περίπου λεπτά που μεσολάβησαν, ώσπου να βρει ταξί, του φάνηκε τόσο αλλόκοτο το όλο σκηνικό που ζούσε… Ήταν πρώτες μέρες στη δουλειά και ένιωσε τις στιγμές αυτές σαν να έβλεπε όνειρο, σα να κοιτούσε τον εαυτό του από ψηλά. Ένιωθε σαν κάποια άυλη, διάφανη, αθέατη παρουσία καταμεσίς της πόλης. Μια λευκή σιλουέτα στο γκρίζο της ασφάλτου, στην όχθη ενός αστικού ποταμού τροχοφόρων. Σαν φάντασμα πεθαμένου που το ‘σκασε από τον Άδη. Σαν ξεστρατισμένος άγγελος με τσακισμένη την αριστερή του φτερούγα που μια ριπή ανέμου τον πέταξε κατά τύχη στην Αθήνα σε κάποιο νοσοκομείο της, οι άνθρωποι μέσα σ’ αυτό τον πέρασαν για τραυματιοφορέα κι εκείνος αποδεχόμενος το ρόλο βρισκόταν παντού στο κτίριο όπου τον είχαν ανάγκη και χρειαζόντουσαν τη βοήθειά του.
Σκεφτόταν τι παράξενη που είναι η ζωή και τι φάρσες σκαρώνει… Ποια καραμπόλα συμπτώσεων, ποια αλληλουχία συγκυριών και περιστάσεων, ποια δαιμονική δύναμη του έκανε πλάκα φέρνοντας τα πράγματα έτσι ώστε, μετά από όλα όσα είχε περάσει, να στέκεται λευκοντυμένος στην άκρη ενός πολυσύχναστου δρόμου και να ψάχνει να βρει ταξί για μια άγνωστή του. Δεν το χωρούσε ο νους του…
Τις σκέψεις του αυτές απώθησε ο πρώτος ταξιτζής που έκοψε ταχύτητα μπροστά του στρίβοντας λοξά δεξιά το τιμόνι σκυμμένος προς το παράθυρο του συνοδηγού για να ρωτήσει τον προορισμό. Εκείνος του έδειξε τη γυναίκα που περίμενε στο καροτσάκι λίγο παραπάνω, έξω από την καγκελόπορτα της εισόδου του νοσοκομείου. Το ταξί ανέβηκε αργά προς το σημείο και πίσω ο τραυματιοφορέας ακολουθώντας πλησίασε τη γυναίκα που περίμενε υπομονετικά και την οδήγησε στην πίσω αριστερή πόρτα. Την άνοιξε, σήκωσε τη γυναίκα κρατώντας της τα χέρια και την έβαλε προσεκτικά να καθίσει μέσα στο ταξί. Εκείνη τον ευχαρίστησε, «λούζοντάς» τον με ένα σωρό ευχές, έβαλε κάτι στην τσέπη του λέγοντάς του «Δεν είναι τίποτα, ίσα-ίσα να πιείς ένα καφεδάκι από μένα, παλικάρι μου!», και το ταξί ξεκίνησε.
Αυτός ούτε που κοίταξε την τσέπη του… Σκεφτόταν τα λόγια που του είπε μέσα από την καρδιά της μια γυναίκα που έπαιζε τα ρέστα της για να παραμείνει στη ζωή και συγχρόνως πόσο τυχερός ή ακριβέστερα πόσο «καλοκακότυχα σημαδεμένος» ήταν που βρισκόταν σ’ αυτή τη θέση και όχι σε οποιαδήποτε άλλη «κανονική» δουλειά.