Γράφει η Πέγκη Φαράντου
Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας – ζωγράφος
Mετά από ένα πολύ θερμό καλοκαίρι, ο Σεπτέμβρης έφερε μια πρώτη αίσθηση δροσιάς. Η ζέστη ήταν ακόμη έντονη καθόλη τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας, όμως ένα δροσερό αεράκι θύμιζε ότι είχε έρθει Σεπτέμβρης. Οι μέρες είχαν αρχίσει να μικραίνουν και να σκοτεινιάζει πιο γρήγορα. Τα θερινά σινεμά ξεκινούσαν τις προβολές τους πιο νωρίς, για λίγες ακόμη μέρες, κάτω τον έναστρο ελληνικό ουρανό. Παρότι οι περισσότεροι είχαν επιστρέψει από τις διακοπές, υπήρχαν και λίγοι που τις απολάμβαναν ακόμη, όπως η Μαρία…
Η Μαρία μόλις είχε περάσει στο Πανεπιστήμιο που επιθυμούσε, στο τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου των Αθηνών. Αυτό ήταν το όνειρό της, από μικρή ήθελε να γίνει Βιολόγος. Κάθε φορά που οι γονείς της την πήγαιναν για διακοπές στο χωριό, εκείνη χανόταν στα χωράφια, παρατηρώντας κάποιο έντομο ή κάποιο μικρό ζωάκι. Μόλις ξυπνούσε, φορούσε τα αθλητικά της παπούτσια και ξεκινούσε την εξερεύνηση. Άλλοτε μόνη και άλλοτε με τα παιδιά του χωριού.
Κάθε φορά η διαδρομή ήταν διαφορετική, όπως και το θέμα. Κάποιες φορές παρακολουθούσε για ώρες τις διαδρομές των μυρμηγκιών. Την γοήτευε, πώς αυτά τα τόσο μικρά έντομα γνωρίζουν πού πηγαίνουν, πώς μπορούν και μεταφέρουν το φαγητό τους στο σπίτι τους. Ολόκληρες γραμμές από μυρμήγκια φορτωμένα με σπόρους ή μικρά ψίχουλα να χάνονται σε μικρές τρυπούλες στη γη. Άλλες φορές παρακολουθούσε τις μέλισσες να στέκονται στα λουλούδια και να παίρνουν τη γύρη τους. Για τις μέλισσες η Μαρία γνώριζε πολλά και από τον μπαμπά της, ο οποίος κάθε μέρα τής μάθαινε και από κάτι νέο, σχετικό με τις παρατηρήσεις της. Ό,τι μάθαινε από τον μπαμπά της, το επόμενο πρωί, το έλεγε στα παιδιά που την παρακολουθούσαν με προσοχή. «Οι μέλισσες είναι πολύ σημαντικές για τον κόσμο μας γιατί γονιμοποιούν ολόκληρη τη φύση με την επικονίαση!», έλεγε μια μέρα και τα παιδιά την κοιτούσαν με απορία. «Οι μέλισσες μεταφέρουν με τα πίσω πόδια τους τη γύρη των φυτών και των λουλουδιών την εποχή της ανθοφορίας και με αυτόν τον τρόπο επηρεάζουν ολόκληρη τη φυσική αλυσίδα της ζωής». Η Μαρία συνέχιζε να μιλά, «και μπορεί όλα αυτά τα ζωάκια να φαίνονται μικρά και ασήμαντα αλλά δεν είναι έτσι, όλα στον κόσμο έχουν τη δική τους αξία που της περισσότερες φορές ούτε σκεπτόμαστε γιατί μένουμε στην πρώτη εικόνα, μένουμε σε αυτά που φαίνονται χωρίς να εξετάσουμε σε βάθος».
Η μικρή Μαρία, μέχρι να ενηλικιωθεί, είχε μάθει τα πάντα, για τις μέλισσες τα μυρμήγκια, τα σκαθάρια, τις χελώνες, τα βατράχια, τα εφημερόπτερα, τις πυγολαμπίδες, τις πασχαλίτσες, τις ακρίδες, τα τζιτζίκια και είχε ήδη μια μεγάλη βιβλιοθήκη με βιβλία που είχε διαβάσει για τους μικρούς της φίλους. Όταν πέρασε στη Βιολογική σχολή η χαρά της ήταν μεγάλη· γι’ αυτό και η μαμά της πρότεινε να παρατείνουν κάποιες μέρες τις διακοπές στο χωριό, μέχρι την εγγραφή στη σχολή.
Μια τέτοια μέρα, η Μαρία συναντήθηκε με μερικούς φίλους της στη θάλασσα, για να κάνουν μπάνιο. Η παραλία ήταν άδεια και η παρέα μιλούσε δυνατά και γελούσε με τα διάφορα σχόλια. Η παρέα του καλοκαιριού σε λίγες μέρες θα χωριζόταν. Η Μαρία θα πήγαινε στο τμήμα Βιολογίας στην Αθήνα, η Ελένη στο τμήμα Φιλολογίας στα Ιωάννινα, ο Αντρέας στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, η Βούλα σε ΙΕΚ αισθητικής νυχιών στον Βόλο, ο Σάκης θα συνέχιζε τη δουλειά με τον πατέρα του στην οικοδομή και η Αφροδίτη θα τελείωνε τις σπουδές της, στο τμήμα Νοσηλευτικής στην Πάτρα. Η παρέα σε λίγο θα χώριζε, αυτή τη μέρα απολάμβανε τον ήλιο και τη θάλασσα. Τα γέλια διαδέχονταν τα αστεία και τα πειράγματα.
Η παραλία ήταν άδεια και η παρέα ευδιάθετη, όταν ένα μεγάλο αμάξι σταμάτησε λίγο πιο δίπλα της και πάρκαρε. Από το αμάξι κατέβηκαν μικρά παιδιά με παιχνίδια στα χέρια που έτρεξαν στα ρηχά της θάλασσας, οι γονείς ακολουθούν μαζί με ομπρέλες θαλάσσης και μικρές καρέκλες. Χωρίς να ενοχλήσουν, έστησαν, μέσα σε λίγα λεπτά, τα αναγκαία και κάθισαν. Η πόρτα του μεγάλου αυτοκινήτου παρέμενε ανοιχτή με έναν κύριο να περιμένει. Η παρέα της Μαρίας συνέχιζε να συζητά και ταυτόχρονα να κοιτά στο αυτοκίνητο. Ξαφνικά από το αυτοκίνητο βγαίνει, με τη βοήθεια του κυρίου που στεκόταν όρθιος, ένας υπερήλικας. Με πολύ προσεκτικές και αργές κινήσεις και με τη βοήθεια του άντρα που συνόδευε, ο υπερήλικας κατέβηκε στην παραλία. Η παρέα της Μαρίας είχε σταματήσει να μιλά. Όλοι κοιτούσαν τον μεγάλο σε ηλικία άντρα να κάθετε ανάμεσα στους υπόλοιπους ανθρώπους. Τότε λέει η Ελένη χαμηλόφωνα: «Τι τον έφεραν τον παππού στη θάλασσα, δεν φοβούνται μην πάθει κάτι στην ηλικία του;». Η παρέα χαμογέλασε ενώ συνέχιζε να παρακολουθεί τον… παππού. Ο παππούς ξεντύθηκε, με βοήθεια και έμεινε με το μαγιό. «Μη μου πεις ότι θα τον αφήσουν να μπει στη θάλασσα!» είπε ο Σάκης. Ο παππούς, πήρε στα χέρια του ένα κουτάκι με ωτοασπίδες και τις φόρεσε. Η παρέα της Μαρίας είχε σταματήσει να μιλά και σχεδόν αδιάκριτα, είχαν στρέψει όλοι το βλέμμα τους στον υπερήλικα άντρα που ετοιμαζόταν να μπει στη θάλασσα. Ο άντρας φόρεσε τις ωτοασπίδες και προσάρμοσε γυαλάκια κολύμβησης στα μάτια του. Με τη βοήθεια ενός άλλου άντρα, που ήταν δίπλα του, έφτασε στη θάλασσα. Η παρέα της Μαρίας εξακολουθούσε να μην μιλάει. Όλοι ήταν άφωνοι, σαν να παρακολουθούν ταινία στον κινηματογράφο και να περιμένουν εναγωνίως την εξέλιξη. «Καλά, τι πάει να κάνει;» είπε η Βούλα έντρομη, βλέποντας τον άντρα να ετοιμάζεται να μπει στη θάλασσα. Τότε ο παππούς περπάτησε δυο βήματα στη θάλασσα και με μια θαυμάσια βουτιά κολύμπησε στα βαθιά με την ευχέρεια έμπειρου κολυμβητή. «Απίστευτο!» είπε η Βούλα, «θα πάω να τους ρωτήσω!» και σηκώθηκε να πάει στη διπλανή παρέα. «Καλημέρα σας! Έχω εντυπωσιαστεί!» είπε η Βούλα. «Με τον παππού;» είπε μια κυρία που καθόταν στον ίσκιο. «Ήταν παγκόσμιος πρωταθλητής κολύμβησης στα νιάτα του!». «Συγχαρητήρια, είμαι εντυπωσιασμένη» και χαιρέτισε φιλικά η Βούλα. Από εκείνη τη στιγμή η παρέα των φίλων μιλούσε για τον πρωταθλητή της κολύμβησης.
«Τα φαινόμενα απατούν» είπε η Μαρία, «δεν πρέπει να μένουμε σε αυτά γιατί πολλές είναι οι φορές που τα φαινόμενα δεν αποτυπώνουν την πραγματικότητα» και συνέχισε να μιλάει για τον μικρόκοσμο των εντόμων και τη σημασία τους. Τότε σηκώθηκε η Αφροδίτη και είπε: «Πάμε τώρα, άρχισε η Μαρία να λέει για τα ζουζούνια της και δεν θα τελειώσει μέχρι να νυχτώσει» και η παρέα σηκώθηκε να φύγει παίρνοντας ο καθένας τον δρόμο του…