Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΡΥΦΤΟΣ
Ιστορικός
Κατά την Ελληνική Επανάσταση και στα επόμενα έτη η ιστορία δεν είχε συγκροτηθεί σε επιστήμη και οι ερμηνείες που διατυπώνονταν ήταν αποσπασματικές. Όσοι έγραφαν βασίζονταν στην προσωπική εμπειρία και υπερτόνιζαν, όπως ήταν φυσικό, το ρόλο ατόμων και ομάδων που προετοίμασαν και ηγήθηκαν της επανάστασης. Τότε εκδόθηκαν οι αναμνήσεις και τα απομνημονεύματα των αγωνιστών, όπως του Ι. Μακρυγιάννη, του Χρ. Περραιβού (1836), του Φωτάκου (1858), του Κ. Μεταξά (1878), του Παλαιών Πατρών Γερμανού (1837), κ.α. Ωστόσο, υπήρξαν και τα έργα που έγραψαν ο Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (1853-1857), ο Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας (1834) και Δοκίμιον περί της Ελληνικής Επαναστάσεως και ο Αναστάσιος Γούδας, Βίοι παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων αντρών (1869-1876). Η αφήγηση ή η διήγηση των πρώτων ιστορικών ήταν πιο αναλυτική σε σχέση με τους μεταγενέστερους και διαμόρφωνε μία αποστολή στο έθνος. Οι αγωνιστές με τα απομνημονεύματά τους, μεταξύ άλλων, εξέφρασαν τις προσδοκίες τους, την ιδεολογική τους τοποθέτηση και ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα των συγχρόνων τους να παρακολουθήσουν τα γεγονότα.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα οι ιστορικοί έδωσαν νέα νοήματα προκειμένου να διατηρήσουν το ιστορικό γεγονός και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της εποχής τους, όπου επικρατούσε η Μεγάλη Ιδέα. Χρησιμοποίησαν γραπτές πηγές και επιχείρησαν να αποτυπώσουν στα γραπτά τους την συνείδηση που ωθούσε τα δρώντα πρόσωπα των γεγονότων. Με τα έργα του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου και του Κωνσταντίνου Σάθα, η τουρκοκρατία μπήκε στην ελληνική ιστορία μαζί με τα κινήματα των Ελλήνων κατά των Οθωμανών, ώστε το 1821 να αναδειχθεί ως το αποκορύφωμα ενός αδιάκοπου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Με τέτοιες προθέσεις, αλλά και με εις βάθος έρευνα των πηγών, τα έργα αυτά (πχ «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», του Κ.Παπαρρηγόπουλου) προσπάθησαν να συμβάλλουν στην διαμόρφωση της ταυτότητας των νέων Ελλήνων. Έτσι ενισχύθηκε το εθνικό ιδεολόγημα της Μεγάλης Ιδέας και το εθνικό όραμα της επέκτασης των συνόρων του νεοσύστατου βασιλείου. Αυτό έγινε γιατί οι ιστορικοί είναι «παιδιά» της εποχής τους και στόχος τους τότε ήταν να δώσουν έναν οδηγό λειτουργίας της κοινωνίας, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιήσουν το παρελθόν ως μοντέλο για το παρόν τους και το μέλλον και να συγκροτήσουν τη συλλογική μνήμη. Δηλαδή τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου η πρωτοκλασάτη ιστορική σχολή Παπαρρηγόπουλου λειτουργεί, ως «πνευματικός θεματοφύλακας» της εθνικής μνήμης κάνοντας ιδεολογική χρήση της ιστορίας.
Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους παρατηρήθηκε η αργή διαμόρφωση της αστικής τάξης, η αστικοποίηση, η δημιουργία του δημόσιου χώρου, η είσοδος των μαζών στην πολιτική, η υποχρεωτική στράτευση και η εκπαίδευση των νέων, με αποτέλεσμα να απαιτείται νέα μορφή νομιμοποίησης της εξουσίας. Υπό αυτές τις συνθήκες δημιουργήθηκε μία νέα ιστορική συνείδηση, όπου το 1821 αποτελούσε τομή στην κοινωνική και πολιτισμική ιστορία της Ελλάδας. Η Επανάσταση επιβεβαίωνε αρετές των αρχαίων Ελλήνων και έγινε κέντρο αναφοράς για την ιστορική διδασκαλία. Το 1821 με την επίκληση της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και με τη συμβολική σύγκρουση του Χριστιανισμού με το Ισλάμ, προσέλαβε ως περιεχόμενο την απελευθέρωση και την επανένταξη των Ελλήνων στον «πολιτισμένο» (δυτικό) κόσμο. Η Ευρώπη για τους Έλληνες παρουσιάστηκε ως προστάτης που θα έπρεπε να συνδράμει στην επέκταση του βασιλείου, καθώς και η αρχαία Ελλάδα για τους Ευρωπαίους είχε καθοριστική σημασία στις κλασικές σπουδές και αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας και θαυμασμού. Στο πλαίσιο αυτό η ελληνική εθνική ιστοριογραφία φαίνεται να συγκρίνει τους νεοέλληνες με τους αρχαίους, συγκεκριμένα αγωνιστές του εικοσιένα παρομοιάζονταν με αρχαίους Έλληνες στρατηγούς, μάχες της επανάστασης εξισώνονται με τις μάχες των Θερμοπυλών και του Μαραθώνα, ο Διάκος παραλληλίζεται με τον Λεωνίδα, ο Μιαούλης μνημονεύεται με τον Θεμιστοκλή και οι άπιστοι Τούρκοι ταυτίζονται με τους βάρβαρους Πέρσες.
Έτσι η εθνική ιστοριογραφία βασίστηκε ολοένα στην αρχαία ιστορία, μια και αυτή ήταν ασφαλέστερη επιλογή έναντι του Βυζαντίου, παρόλο που ο νεοέλληνας του 19ου αιώνα κι έπειτα ήταν περισσότερο Ρωμιός παρά Έλλην.
Πηγές:
– Κουλούρη Χρ., Μύθοι και σύμβολά μιας επετείου, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Κομοτινή, 1995
– Hobsbawn E., Για την Ιστορία, Θεμέλιο, Αθήνα 1998