Γράφει ο
Φοίβος Ιωσήφ
Παύλος Αποστολόπουλος, Δασάρχης Σπερχειάδος. Πυρπολητής του εαυτού του. Εντολέας η συνείδηση… Συνείδηση ανελαστική, κοφτερή, αμείλικτη εναντίον του φυσικού φορέα της. Σύμμαχος στον κίνδυνο, εχθρός στην αποκοτιά.
Σαν τέτοιον γνώριζα τον Παύλο, σαν τέτοιος αναδείχτηκε στη φωτιά της Στύρφακας. Η εντολή ήταν ρητή και ανέκκλητη. Σπεύσατε προς κατάσβεσιν μεγάλης πυρκαγιάς σιτηρών και θάμνων.
Για τον Παύλο τέτοιες εντολές ήταν απαρχή δράσης και πρόκληση αντιμετώπισης εθνικού κινδύνου. Το ωράριο, η ξεκούραση, η υπεκφυγή, δεν ήταν ποτέ γνώριμα στον άντρα που προκαλούσε περιφρονητικά τον κίνδυνο. Η έννοια της κρικέλας του Δημοσίου για κείνον ήταν μια αστεία υπόθεση.
Απόλυτος και μοναδικός γνώμονας η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο, η προσφορά χωρίς αναμονή απολαβής.
Πριν λίγες μέρες, ώρα έξι το απόγευμα, οι δρόμοι της Αθήνας με κατευθύνουν στο Νοσοκομείο Ατυχημάτων, τμήμα πλαστικής χειρουργικής, θάλαμος 470. Κάποιες νοσοκόμες με πράσινη μπλούζα και μάσκα μπαινοβγαίνουν με την ένδειξη «Απαγορεύεται αυστηρώς η είσοδος». Σε κάποια στιγμή ξεπροβάλλει η Άννα, η γυναίκα του Παύλου με μάσκα και ποδιά όπως όλοι. Οι πρώτες πληροφορίες είναι αντιφατικές και χωρίς ενθάρρυνση. Ο πυρετός είκοσι μέρες τώρα βασανίζει τον παλλίκαρο. Οι γιατροί διχογνωμούν, διστάζουν και ευελπιστούν μόνο. Η πορεία δεν έχει κατεύθυνση και τα σαρκοφαγώματα της φωτιάς αντιστέκονται στο γρανιτένιο πείσμα του ήρωα. Μου φοράνε τη νοσοκομιακή μπλούζα με τη μάσκα και πλησιάζω το κρεβάτι της εγκαρτέρησης. Ο Παύλος με καταλαβαίνει παρά τον υψηλό πυρετό και με υποδέχεται με ένα σιωπηλό γαλήνιο χαμόγελο. Μια σιωπή τόσο βροντερή! Κοιταζόμαστε στα μάτια. Στ’ αλήθεια είμαστε πάντα φίλοι. Προσπαθώ να πονέσω τον πόνο της σπασμένης πλάτης, το τσούξιμο των καμένων χεριών του. Όμως η φύση απαγορεύει το μοίρασμα του πόνου, κάνει άδικη μοιρασιά. Οι ματιές μας ακόμη μπερδεύονται για λίγο κι ύστερα μου λέει: «Εντάξει Φοίβο, εντάξει».
Η επαφή με τον ήρωα φίλο τελειώνει, ίσως τόσο γρήγορα, ίσως τόσο αργά, δεν ξέρω τι να πω. Εκείνο που ξέρω είναι τι αισθάνομαι. Άμετρη περηφάνεια για τη φιλία με έναν ολοκληρωμένο άνθρωπο, με έναν ασυμβίβαστο πατριώτη. Είναι τιμή μου που με έχει φίλο.
Τούτος ο τόπος δεν έχει ανάγκη από τίποτα άλλο παρά από μερικούς Παύλους. Κάτι τέτοιοι δεν σηκώνουν τίποτα άλλο παρά μόνο λεβεντιά. Τη λεβεντιά και την αξιοσύνη. Σ’ αυτούς δεν υπάρχει η ώρα του σχολασμού παρά μόνον η ώρα της έναρξης εργασίας. Αυτοί δεν νοιάζονται παρά μόνον για την αγρύπνια της συνείδησης.
Ο Παύλος προέρχεται από οικογένεια με χαμηλό εισόδημα και υψηλό φρόνημα. Σπούδασε από το υστέρημα και όχι από το πλεόνασμα. Πρόσφερε πλεονασματικά και είσπραξε ελλειμματικά.
Οι ώρες μέχρι να φθάσω στη Λαμία κάνουν ανεπιτυχή προσπάθεια να μπουν ανάμεσα στη σκέψη μου για τον Παύλο. Στη σκέψη και στην τιμή να βρεθώ λίγες στιγμές κοντά σε έναν ήρωα!