Σάββατο, 23 Νοεμβρίου, 2024

Κάποτε ήμουν ένα όμορφο σπίτι….

Κάποτε ήμουν ένα όμορφο σπίτι.
Δεν ήμουν πλούσιο, αλλά ήμουν όμορφο και ζεστό γιατί είχα ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΕΙ με ΑΓΑΠΗ, πλίθρα-πλίθρα, τούβλο-τούβλο, κεραμίδι-κεραμίδι. Με κόπο και πολλές στερήσεις, για να στεγάσω τις ανάγκες και τα όνειρα μιας οικογένειας. Μιας οικογένειας που έκλεινε στην αγκαλιά της παππούδες, γιαγιάδες, γονείς, παιδιά, εγγόνια, θείους, θείες, συγγενείς, γνωστούς και ξένους, φίλους και εχθρούς.

Κάποτε ήμουν ένα όμορφο, μικρό σπίτι.
Φύλαγα και σεβόμουν όλα τα κειμήλια που μου είχε εμπιστευθεί η οικογένεια. Τι να πρωτοθυμηθώ: τον σκαλιστό μπουφέ της προγιαγιάς Θωμαής, την πολύτιμη προίκα της που είχε έρθει κομμάτι-κομμάτι από τη Σύρα σε μια βάρκα. Την τραπεζαρία της κόρης της Καλλιόπης ή τον σκαλιστό καθρέφτη της προ γιαγιάς Ελενίτσας. Τα όμορφα πετσετάκια που είχαν γίνει από τα ταλαιπωρημένα χέρια της γιαγιάς Ευθαλίας κάτω από το λιγοστό φως της λάμπας πετρελαίου.

Κάποτε ήμουν ένα όμορφο, μικρό σπίτι.
Χωρούσα όμως όλα όσα είχαν αγοραστεί ή φτιαχτεί με κόπο και στερήσεις. Την παλιά ξύλινη παγωτομηχανή, το καμάρι του παππού Πέτρου που έδινε χαρά στα διψασμένα για γλυκό χείλη των μικρών παιδιών. Ή το τεράστιο μαρμάρινο γουδί, με το μπρούτζινο γουδοχέρι, που κατείχε καίρια θέση στο σαλόνι. Το παλιό φυλλάδιο του προπάππου μπαρμπα-Αντώνη που ήταν μάγειρας καθώς και μια παλιά περγαμηνή όπου του είχαν χρεώσει την κουτάλα, το σουρωτήρι και κάποια άλλα αντικείμενα που του χρησίμευαν στην κουζίνα και καμάρωνε γιατί τα είχε διατηρήσει και παραδώσει στον επόμενο άθικτα.

Κάποτε ήμουν ένα όμορφο, μικρό, σοφό σπίτι.
Είχα πολλά βιβλία και εγκυκλοπαίδειες που ο παππούς Πέτρος διάβαζε συλλαβή-συλλαβή, μιας και είχε καταφέρει να τελειώσει μόνο την Τρίτη Δημοτικού.

Κάποτε ήμουν ένα μικρό, όμορφο σπίτι.
Έμαθα να πλέκω γύρω από τη φωτιά, να μαθαίνω ιστορίες και παραμύθια. Να ακούω για τον πόλεμο από τον παππού Πέτρο, που παληκαράκι τότε προσπαθούσε με χίλιους τρόπους να βρει τα απαραίτητα για να θρέψει την οικογένεια και για το πώς κατάφεραν να επιβιώσουν και να ξεκινήσουν τη ζωή τους από την αρχή, πατώντας πάνω στα συντρίμμια αυτών που έχασαν.

Κάποτε ήμουν ένα μικρό, όμορφο, ανέμελο σπίτι.
Χαιρόμουν με τις φωνές των παιδιών, έμαθα να παίζω πλακάκια, κρυφτό, κυνηγητό και τόσα άλλα παιχνίδια. Να σκαρφαλώνω στα δέντρα και να παίζω κουκουναροπόλεμο.

Κάποτε ήμουν ένα μικρό, όμορφο σπίτι.
Ήμουν όμορφο ακόμη και όταν με σκέπαζε η μαρμαρόσκονη των φορτηγών που μετέφεραν αγκομαχώντας τα βαριά, πολύτιμα μάρμαρα.

Έχω ζήσει χαρές, λύπες, χαρούμενες φωνές παιδιών, κλάματα και αποχωρισμούς, έρωτες, φιλίες, μικρά μυστικά.

Κάποτε ήμουν ένα μικρό, όμορφο σπίτι.
Οι φλόγες με ζήλεψαν και άρχισαν να με γλείφουν και να με καταπίνουν. Δυνάμωναν και δυνάμωναν, λες και τρέφονταν από τις ζωές και τις αναμνήσεις όσων πέρασαν από εδώ.

Τώρα είμαι ένα φάντασμα. Ένα μάτσο καμένα, διαλυμένα τούβλα, πλίθρες, κεραμίδια. Ένα μάτσο καμένους κόπους, στερήσεις και αναμνήσεις. Άπειρες αναμνήσεις.

Ευτυχώς που δεν κατάφεραν να μου πάρουν την ψυχή κι έτσι μπορώ και ξαναζώ μια-μια τις όμορφες στιγμές που έζησα…

Κάποτε ήμουν ένα μικρό, όμορφο, ευτυχισμένο σπίτι.

Θωμαϊς Μπέρτου 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ