Γράφει η Πέγκυ Φαράντου, Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Συγγραφέας – Ζωγράφος.
Από νωρίς είχε πιάσει θέση η κυρά Θοδώρα. Κάθε πρωί καθόταν στην ίδια θέση. Στην δική της θέση. Σε μια καρέκλα της κουζίνας, με ένα μαξιλάρι που είχε πάνω του κεντημένα λουλούδια. Μια θέση δίπλα στη τζαμαρία.
Στα πόδια της είχε ακουμπήσει μια μεγάλη λεκάνη και στο τραπέζι μια σακούλα με φρέσκα φασολάκια. Είχε φορέσει τα γυαλιά της και καθάριζε ένα ένα τα φρέσκα φασόλια, που είχε πάρει από τη λαϊκή αγορά το ίδιο πρωί. Το μαχαίρι κινούνταν επιδέξια καθώς έκοβε με ακρίβεια τις σκληρές τους ίνες. Κάθε φορά που καθάριζε και ένα φασολάκι, έσκυβε λίγο το κεφάλι, για να μπορέσει να δει πάνω από τα γυαλιά της την κίνηση στον δρόμο. Όταν δεν έβλεπε κάτι αξιοπρόσεκτο συνέχιζε την εργασία της με ύφος αδιάφορο, όταν όμως έβλεπε κάτι, η εργασία σταματούσε.
Με τα μάτια της να κοιτούν πάνω από τα γυαλιά της πρεσβυωπίας και τα χέρια της να κρατούν το κοφτερό μαχαίρι, η κυρά Θοδώρα παρατηρούσε τον κόσμο. «Τι δουλειά έχει τέτοια ώρα στον δρόμο η κυρά Τασία από τον δεύτερο; Όχι ότι με νοιάζει…», σκεφτόταν, «και τι να έχει μέσα η σακούλα που κρατάει; Ναι καλέ, θα πήγε να αγοράσει γλυκά για τον γιό της που γιορτάζει σήμερα. Του Αγίου Αντωνίου, μεγάλη η χάρη του».
Η κυρά Θοδώρα άφησε για μια στιγμή το μαχαίρι και έκανε τον σταυρό της, για τη γιορτή του Αγίου. Έπειτα, έπιασε ξανά στα χέρια της τα φασολάκια. Πριν όμως προλάβει να καθαρίσει δυο τρία, κοίταξε ξανά από τη τζαμαρία. «Ο κυρ Κώστας με την κυρά Γιωργία… τι να λένε; Η κυρά Γεωργία μόλις είχε έρθει από το χωριό. Τα παράτησε όλα, σύζυγο, παιδιά, δουλειά και σπίτι… τι να λέει με τον κυρ Κώστα, παντρεμένο άνθρωπο;». Η συζήτηση κρατούσε ώρα και η κυρά Θοδώρα αναγκάστηκε να αφήσει και το μαχαίρι αλλά και τα φασολάκια από τα χέρια της, για να σηκωθεί από τη θέση της. Όρθια έβλεπε καλύτερα. Το βλέμμα της κατέγραφε. Τι ρούχα φορούσε η κυρά Γεωργία, τι ο κυρ Κώστας, πόση ώρα μιλούσαν, τι κρατούσαν στα χέρια τους. Και όσο κοιτούσε τόσο αυξάνονταν τα αναπάντητα ερωτήματα.
Πριν αρχίσει ξανά τη δουλειά, με τα μάτια της να κοιτούν και στη τζαμαρία, άνοιξε το ντουλάπι της κουζίνας. Κατέβασε το μπρίκι, ένα μικρό άσπρο φλιτζάνι και ένα πιατάκι. Έβαλε νερό στο μπρίκι και άναψε φωτιά στο γκαζάκι. Όταν το νερό άρχισε να ζεσταίνεται, άνοιξε ένα χάρτινο σακουλάκι, με φρεσκοκομμένο καφέ, έβαλε μέσα ένα μικρό κουτάλι και έβγαλε δύο κοφτές κουταλιές καφέ. Όταν ο καφές άρχισε να βράζει και πριν ακόμη χαθεί το καϊμάκι του, τον έβαλε στο μικρό φλιτζάνι. Η κυρά Θοδώρα πήρε τον καφέ και κάθισε στην καρέκλα της. «Πού πάει ο Δημητράκης; Και τι κρατάει με τόση προσοχή στην αγκαλιά του;». Ο Δημήτρης ήταν μαθητής Δημοτικού Σχολείου. Εξαιρετικά ευγενικό, έξυπνο και όμορφο παιδάκι, όπως έλεγε ο μπαμπάς του. Ήταν επίσης καλός ποδοσφαιριστής και φίλαθλος της ομάδας του Παναθηναϊκού. Αυτή τη μέρα ο Δημήτρης επέστρεφε στο σπίτι κρατώντας σφιχτά στα χέρια του κάτι. Η κυρά Θοδώρα, μη μπορώντας να απαντήσει στα ερωτήματα που η ίδια έθετε στον εαυτό της, συνέχισε να πίνει τον καφέ της.
Στον δρόμο επικρατούσε σχετική ησυχία. Κάποιες γυναίκες πέρασαν για μια στιγμή, κάνοντας βόλτα τα σκυλάκια τους, στις οποίες η κυρά Θοδώρα δεν έδωσε καμία σημασία, γιατί δεν γνώριζε ποιες είναι. Πριν προλάβει να πιει τον καφέ της, βλέπει ξανά τον Δημητράκη. Προχωρούσε γρήγορα ενώ στα χέρια του εξακολουθούσε να κρατάει το μυστηριώδες αντικείμενο. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί πολύ και ο Δημήτρης επέστρεψε μαζί με μια μικρή σακούλα και το αντικείμενο.
Η κυρά Θοδώρα είχε αποφασίσει να μάθει σύντομα. Πράγματι, μετά από λίγη ώρα πέρασε από τον δρόμο η μαμά του μικρού Δημήτρη. Η κυρά Θοδώρα, με μια φωνή, την κάλεσε στο σπίτι να την κεράσει καφέ. Εκείνη, παρότι πολύ απασχολημένη, δέχθηκε την πρόσκληση από την ηλικιωμένη γειτόνισσα. Αφού ανέβηκε στο σπίτι, η κυρά Θοδώρα άρχισε να τη ρωτά για την οικογένεια και για όλη τη γειτονιά. «Τι κάνει ο Δημητράκης;» είπε η κυρά Θοδώρα, «καλά είναι, εκεί, προσπαθεί με τα μαθήματά του…» είπε και σηκώθηκε να φύγει. Τότε η κυρά Θοδώρα, μη μπορώντας να μάθει αυτό που ήθελε, με φυσικό τρόπο, λέει, «τι κρατάει στα χέρια του όλες αυτές τις μέρες που τον βλέπω να πάει και να έρχεται στον δρόμο;». Η μαμά του Δημήτρη γέλασε και είπε: «Η δασκάλα έβαλε σε όλα τα παιδιά της τάξης μια εργασία. Κάθε παιδί πήρε από ένα γλαστράκι, για να το φροντίζει. Ο κάθε μαθητής, πρέπει να φροντίζει το μικρό φυτό και να καταγράφει τις παρατηρήσεις του, σχετικά με αυτό. Τα κάνουν αυτά οι νέοι δάσκαλοι για να μάθουν τα παιδιά να προσέχουν το φυσικό περιβάλλον, να παρατηρούν, να σέβονται, να θαυμάζουν και γενικότερα να καλλιεργούν τον συναισθηματικό τους κόσμο. Ο Δημήτρης το έχει πάρει πολύ ζεστά το θέμα και όπου πάει, πάει μαζί με το γλαστράκι· παιδιά!…» είπε, χαμογέλασε και άνοιξε την πόρτα να φύγει.
Η κυρά Θοδώρα, που δεν κατάλαβε πολύ την εργασία του Δημητράκη, συνέχισε να καθαρίζει φασολάκια, μέχρι που τα έριξε όλα στην κατσαρόλα, για να τα μαγειρέψει με κρεμμυδάκι και φρέσκια ντομάτα…