Γράφει η
Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
Η πόρτα χτύπησε τρεις φορές δυνατά, και στο άνοιγμά της αντίκρυσα τον μουσκεμένο Φεβρουάριο, που νόμιζες πως αυτή την ώρα είχε κατεβεί από το βάθος του σκοτεινού ουρανού και τώρα πατούσε στη γη. Αμίλητος κάθισε στον καναπέ μ’ έναν σιγανό αναστεναγμό. Στα λίγα βήματα που έκανε στο δωμάτιο, άφησε πίσω του μια μουσκεμένη γραμμή από τη δυνατή βροχή που είχε ποτίσει το παλιό πανωφόρι του και τώρα έσταζε, ενώ λασπωμένες πατημασιές από τα λερωμένα χοντροπάπουτσα που φορούσε μαρτυρούσαν τη βιασύνη του να ακουμπήσει κάπου, να ξεκουραστεί. Κοίταξε το χώρο γύρω του με μάτια που λες και είχαν βγάλει μυστικά φτερά και τα είχαν απλώσει παντού και μουρμούρισε:
«Κι εσείς βλέπω… χάλια είστε». Δεν του απάντησα σ’ αυτό. Έκανα όμως πολλές ερωτήσεις μαζί: «Γιατί γυρίζεις μέσα στη βροχή; Τα ρούχα σου είναι παλιά και τριμμένα. Τα παπούτσια φαγωμένα από το χρόνο. Έχεις αδυνατίσει, είσαι χλωμός… Δεν μιλάς καθόλου, εσύ που πάντα μοίραζες ελπιδοφόρες ιδέες και εικόνες για την άνοιξη που έρχεται -σαν σίφουνας έλεγες- και έκανες σχέδια χαράς και αισιοδοξίας… Τώρα βλέπω έναν Φεβρουάριο απομονωμένο και γυμνωμένο από ευχάριστα σχέδια. «Γιατί δεν πήγες στο σπίτι σου αλλά γυρνάς στους δρόμους ολομόναχος και στενοχωρημένος; Ποιος; Εσύ που τρυγούσες λαίμαργα την κάθε ημέρα συλλαβίζοντας σε όλους εμάς: “Χαρείτε! Χαρείτε! Σε λίγο ο χειμώνας τελειώνει…”»
Χαμένος σε μια απόμακρη σιωπή φαινόταν σαν να μη με πρόσεχε καθόλου. Στα χείλη του περνούσε μια παράξενη μελαγχολία σαν κάτι να ήθελε να απαντήσει, σαν να ήθελε να μου περιγράψει το περιεχόμενο μιας δικής του ιδέας, σαν να ήθελε να ζωντανέψει άλλες παλιές εποχές, σαν να ήθελε να θεμελιώσει τον φετινό δύσκολο ερχομό του επάνω στα προηγούμενα θεμέλια. Έτσι φαινόταν ότι ήθελε να κάνει, αλλά δυστυχώς σήμερα δεν το μπορούσε. Το βρεγμένο του πανωφόρι είχε μουσκέψει τον καναπέ που καθόταν. Οι λάσπες από τα παπούτσια του έγραφαν ακαθόριστα σχήματα επάνω στο καθαρό χαλί. Δεν μου μιλούσε. Μόνο το βλέμμα του προσέγγιζε λίγο φοβισμένο -λες και το χτυπούσαν μανιασμένα κύματα- το χώρο γύρω του και η φωνή του υγρή και παράξενη έπλασε ξανά τα ίδια λόγια, σαν να μην ήξερε να αρθρώσει τίποτα άλλο.
Ξαφνικά, πετάχτηκε όρθιος. Νίκησε τον βιαστικό χρόνο του και τέντωσε το κορμί του. Ήταν σαν να πέρασε σε μια άλλη βαθμίδα το γίγνεσθαι των ανθρώπων, και ελευθέρωσε την αλήθεια του που τόση ώρα τον έπνιγε.
«Λοιπόν άκουσε τι θα σου πω. Και εσείς, χάλια είστε. Το βλέπω. Δυσκολεύστε πολύ, μαζί με πολλά εκατομμύρια ανθρώπων που προσπαθούν να σταθούν όρθιοι για να ζήσουν, να προστατέψουν και να διαφυλάξουν ακέραια την αξιοπρέπεια που κληρονόμησαν. Όμως εγώ ο αισιόδοξος Φεβρουάριος, φέτος δεν έχω σπίτι. Το βρήκα κλειστό και σφραγισμένο. Το πήρε έμαθα η Τράπεζα, γιατί ο αδελφός μου ο Ιανουάριος δεν μπορούσε να πληρώσει τους φόρους, τα χαράτσια, τα δάνεια, και όλα τα άλλα που δύσκολα τα προηγούμενα χρόνια τα φέρναμε βόλτα και είχαμε τουλάχιστον ένα σπίτι.
Εγώ ο εύπορος Φεβρουάριος, δεν έχω δουλειά. Όσες πόρτες χτύπησα -από τις ελάχιστες που απόμειναν- πήρα αρνητική και ειρωνική απάντηση και οι ελπίδες μου χάθηκαν στο άγνωστο.
Εγώ ο κουτσός Φεβρουάριος, δεν έχω παπούτσια, δεν έχω ρούχα να ντυθώ, δεν έχω χρήματα. Με ντύνει -μαζί με χιλιάδες ακόμα συμπολίτες μου- μια φιλανθρωπική οργάνωση του Δήμου. Εγώ ο καλοφαγάς Φεβρουάριος, δεν έχω να φάω. Κάθε μέρα περιμένω στη σειρά να πάρω το φαγητό που μου δίνει η Εκκλησία της ενορίας μου.
Εγώ ο νοικοκύρης Φεβρουάριος, τώρα δεν έχω ούτε σπίτι. Όπως σου είπα, το πήρε η Τράπεζα. Έτρεξα, παρακάλεσα, αλλά δεν μπόρεσα να το σώσω. Τώρα κοιμάμαι τις κρύες νύχτες μαζί με εκατοντάδες άστεγους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, σε παρατημένα μισογκρεμισμένα σπίτια, σε στοές της πόλης, σε παράγκες, σε παγκάκια, στο δρόμο… και όταν χιονίζει μας ανοίγουν και κάποιους ζεστούς χώρους να μείνουμε για να μην πεθάνουμε από το κρύο.
Εγώ, ο χαρούμενος Φεβρουάριος, έπαψα πια να είμαι χαρούμενος. Δε γελώ, γιατί το γέλιο μου είναι άγριο. Δεν κλαίω γιατί τα δακρυγόνα που πολλές φορές με πλησίασαν -ίσως και άθελά τους- έβλαψαν τα μάτια μου. Τα μάτια μου τώρα βγάζουν σπίθες αγανάκτησης, οργής και πόνου γιατί κάθε μέρα διαπιστώνω ότι σιγά-σιγά, ΧΑΝΩ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ…
Εγώ, ο σύντομος αλλά αγέρωχος Φεβρουάριος, σήμερα είμαι ένας αδύναμος και ασταθής μήνας . Με φρίκη μετρώ -κάθε μέρα- τους νεκρούς ήρωες των πολέμων που μαστίζουν την ανθρωπότητα, χωρίς να μπορώ ν’ απαντήσω στα απορημένα μάτια, που με τον τρόπο τους, με ρωτούν συνεχώς, «ΓΙΑΤΙ»;
Φοβάμαι τα γκρίζα δίχτυα της φτώχειας που με ανεξέλεγκτη ταχύτητα απλώνονται επάνω στο κόσμο φέρνοντας στερήσεις, απόγνωση, διαφωνίες και εντάσεις, και καταστρέφουν την υπόσταση του ανθρώπου καίγοντας σαν λαμπάδα την αλήθεια της ζωής. Τι άλλο να πω; Για την εγκληματικότητα, για τις ληστείες, για τους ανεξήγητους φόνους, τους βιασμούς, τις κακοποιήσεις, τους αδιευκρίνιστους φόνους μικρών παιδιών…
Το μέγα ανθρώπινο πλήθος στέκεται σήμερα μετέωρο στην εποχή της αβάσταχτης σύγχυσης και αποκτήνωσης που ζούμε, ενώ στο Χρηματιστήριο του κόσμου χάνεται γρήγορα και χωρίς επιστροφή, η πολύτιμη αξία της ζωής!»
Σταμάτησε απότομα. Η παγωμένη βροχή είχε κολλήσει στο πανωφόρι του και στην ψυχή του.
Έμεινα να τον κοιτάζω αμήχανη και ανίκανη να τον βοηθήσω. Μιλούσε σωστά. Μιλούσε τη δική μου γλώσσα. Ο Φεβρουάριος μιλούσε τη γλώσσα εκατομμυρίων ανθρώπων. Κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την αλήθεια του.
Με βαριά βήματα κατευθύνθηκε στην πόρτα. Την άνοιξε και βγήκε στο δρόμο. Σιγά-σιγά χανόταν από τα μάτια μου… και ξαφνικά τον είδα να γυρίζει τρέχοντας πίσω και να σταματά μπροστά μου.
Ξεκούμπωσε με αργές κινήσεις το βρεγμένο πανωφόρι του και από τη μέσα τσέπη έβγαλε με προσοχή ένα ανθισμένο κλαδί αμυγδαλιάς βρεγμένο από τις σταγόνες της βροχής και της καρδιάς του, που τώρα γυάλιζαν σαν πολύτιμα πετράδια.
«Κόντεψα να το ξεχάσω …μουρμούρισε δειλά. Για σένα το έφερα… Μπορείς να το λες ΕΛΠΙΔΑ!» Αυτά είπε και χάθηκε με τα κουτσά του βήματα.
Έμεινα ακίνητη κρατώντας στα δάχτυλα το όμορφο κλαδί της ανθισμένης αμυγδαλιάς, φέρνοντας στο μυαλό μου τη γνωστή φράση: «Πάντα θα υπάρχει μια φτερούγα για να πετά ο άνθρωπος».