Σάββατο, 19 Απριλίου, 2025
spot_img

Το ασφαλιστικό ταμείο της γιαγιάς

Γράφει η
Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή

Εκείνη δεν έλεγε τίποτα. Όμως εγώ την έβλεπα αρκετές ημέρες τώρα, να κουτσαίνει το δεξί της πόδι και να κρατά κι ένα μπαστούνι για να στηρίζεται. Ήταν περήφανη και αθόρυβη η γιαγιά μου και δεν γκρίνιαζε ποτέ για τους πόνους των γηρατειών. Η γιαγιά μου είχε κλείσει τα ενενήντα της χρόνια!

– Αύριο… της είπα, θα πάμε στον ορθοπεδικό. Κουτσαίνεις, και βλέπω ότι σφίγγεις απ’ τον πόνο τα δάχτυλα του δεξιού ποδιού σου. Σε ρωτώ, δε μιλάς, τέλος… Αύριο θα πάμε στο γιατρό.

– Στο γιατρό του Ταμείου μου… συμπλήρωσε δυνατά. Σαράντα χρόνια σκληρή δουλειά. Τους πλήρωσα ένα σωρό χρήματα. «Εισφορές» είναι, μου έλεγαν. Για να έχεις σύνταξη όταν γεράσεις και γιατρό όταν αρρωστήσεις… και στα δύο «πέτυχα» τον πρώτο αριθμό! Πήρα σύνταξη πείνας και αυτή τώρα μου την «κούρεψαν». Αλλά για το πόδι μου θα πάω στον γιατρό του Ασφαλιστικού μου Ταμείου.

– Τι λες γιαγιά… φώναξα. Ξέρεις ότι θα μας κλείσουν ραντεβού τουλάχιστον μετά από ένα μήνα;

– Και τι έγινε; Απάντησε ήρεμα. Λες να έχω πεθάνει μέχρι τότε; Ε, και κουτσή να πάω, ο Άγιος Πέτρος θα μου ανοίξει την πόρτα να μπω…

Δεν της απάντησα, όμως τηλεφώνησα αμέσως στο Ταμείο της. Η υπάλληλος ευγενικά, μου έκλεισε ραντεβού μετά από ενάμιση μήνα.

– Νωρίτερα δεν έχετε καμιά ημέρα; τόλμησα να ρωτήσω . Είναι πολύ ηλικιωμένη γυναίκα.

– Όχι… δυστυχώς τίποτα, μου απάντησε πάλι ευγενικά και μου έκλεισε το τηλέφωνο. Επέστρεψα στη γιαγιά:

– Είδες τι κάνεις με την επιμονή σου; Έλα να πάμε σ’ έναν καλό εξωτερικό γιατρό να σε δει… να μην πονάς.

– Και τι θα μου κάνει αυτός; Θα μου βάλει καινούργιο ποδάρι;

Και ξανά το ίδιο τροπάριο. Θα περιμένω. Ενάμιση μήνας είναι, θα περάσει. Ξέρεις πόσα χρήματα έχει πάρει από μένα το Ταμείο; Αλίμονο, τώρα που το χρειάζομαι, να τους τα χαρίσω; Σαράντα χρόνια, μου τα κρατούσαν κι εγώ τους τα έδινα χωρίς να βγάζω λέξη…

Έβλεπα ότι η κουβέντα με τη γιαγιά δεν οδηγούσε πουθενά. Έλεγε, έλεγε… και χτυπούσε το μπαστούνι της στο πάτωμα· ταυτόχρονα έσφιγγε από τον πόνο τα γερασμένα δάχτυλα του δεξιού ποδιού της, που φαινόταν ότι είχαν στραβώσει και έγερναν όλα προς τα δεξιά σπρώχνοντας το κάθε ένα, το επόμενό του.

Πέρασε ενάμιση μήνας πολύ δύσκολα. Τακ-τακ το μπαστούνι της γιαγιάς νόμιζα ότι με κάθε χτύπο του μου θύμιζε τα χρόνια της. Κι εκείνη αμετακίνητη στην απόφασή της, περίμενε αμίλητη να τη δει ο γιατρός του Ταμείου της.

Φτάσαμε στο ραντεβού μας πιο νωρίς από την καθορισμένη ώρα, γιατί η γιαγιά ήταν ανήσυχη όλη τη νύχτα. Άραγε τι θα της έλεγε ο γιατρός; Και ο γιατρός «της είπε» με μια μεγάλη ταμπέλα κολλημένη στην πόρτα του ορθοπεδικού τμήματος… «ΑΠΕΡΓΟΥΜΕ».

Πήρα πάλι αγκαζέ την πικραμένη γιαγιά μου, το μπαστούνι της, και τα βιβλιάριά της και επιστρέψαμε στο σπίτι.

– Αύριο γιαγιά, είπα θυμωμένη, θα πάμε σε ιδιωτικό γιατρό.

Δε βλέπεις ότι δεν μπορείς σχεδόν καθόλου να πατήσεις το δεξί σου πόδι; Με κοίταξε περίεργα, αλλά και παρακλητικά:

– Πάρε τώρα τηλέφωνο να κλείσεις νέο ραντεβού στον ορθοπεδικό του Ταμείου μου…

– Μα… ξεφώνισα… Θα μας κλείσουν πάλι ραντεβού τουλάχιστον μετά από δύο μήνες, τώρα που έχουν και απεργίες. Δεν είδες κι εσύ με τα μάτια σου τα χάλια, την αδιαφορία, και το μαύρο χάος που επικρατεί στο Ταμείο σου… και όχι μόνο σ’ αυτό…

– Πάρε τώρα τηλέφωνο να κλείσεις νέο ραντεβού στο Ταμείο μου. Τους πλήρωνα μια ζωή. Δεν πληρώνω τώρα πλέον τίποτα και σε κανέναν άλλον γιατρό… και συνέχισε επαναλαμβάνοντας τα ίδια και τα ίδια.

Πήρα ξανά τηλέφωνο. Τους είπα, ότι λόγω της απεργίας των γιατρών, χάθηκε το ραντεβού που είχαμε κλείσει και περιμέναμε ενάμιση μήνα. Η υπάλληλος στο τηλέφωνο δεν ήταν αυτή τη φορά τόσο ευγενική.

– Δεν φταίμε εμείς μου απάντησε με θυμό. Δεν φταίμε εμείς επειδή απεργούν οι γιατροί. Εμείς τη δουλειά μας κάνουμε, και όπως εσείς διαμαρτύρονται κάθε ημέρα δεκάδες άνθρωποι. Το ραντεβού σας το νωρίτερο που μπορώ να σας δώσω και αυτό κατ’ εξαίρεση είναι για τις 30 Ιουλίου.

– Δηλαδή, πάλι μετά από δύο μήνες περίπου; κατάφερα να ρωτήσω.

– Ακριβώς… μου απάντησε. Το κλείνω είπε, και έκλεισε το τηλέφωνο. Γύρισα αγριεμένη και κοίταξα τη γιαγιά.

– Εντάξει είναι, μου είπε εκείνη, προσπαθώντας να δείξει και ικανοποιημένη. Μας έκλεισαν «το νωρίτερο και κατ’ εξαίρεση» σου είπε η κοπέλα. Εντάξει είναι. Θα πάμε στις 30 Ιουλίου.

Η περήφανη γιαγιά μου συνάντησε τον Άγιο Πέτρο στις 15 Ιουνίου, χωρίς να προλάβει να γευτεί κανένα όφελος «από τα πολλά χρήματα που έδωσε εισφορές στο Ταμείο της και σαράντα χρόνια σκληρής δουλειάς», όπως συνήθιζε να λέει συχνά. Και ο Άγιος Πέτρος, της άνοιξε ευγενικά και διάπλατα την πόρτα όταν έφτασε κουτσαίνοντας και κρατώντας σφιχτά το μπαστούνι της στο χέρι, και τη βοήθησε να περάσει μέσα χαμογελαστός και χωρίς άλλες ημερομηνίες.

Την άλλη μέρα, ακύρωσα το ραντεβού της γιαγιάς στο Ασφαλιστικό Ταμείο της, ελπίζοντας ότι μπορεί να εξυπηρετούσε με την ξαφνική «φυγή» της κάποιον άλλον άρρωστο άνθρωπο εγκαίρως.

Με ανακούφιση σκέφτηκα ότι, ίσως οι κανόνες της κοινωνίας του ουρανού, να είναι πολύ καλύτεροι από τους κανόνες που ισχύουν σήμερα στην κοινωνία της
γης.

Άλλωστε, την ίδια απορία είχε και ο σοφός Σωκράτης, όταν αφού είχε πιει το δηλητήριο, είπε και αναρωτήθηκε: «Αλλά είναι πλέον ώρα να πηγαίνουμε, εγώ μεν για το θάνατο, εσείς δε για τη ζωή. Ποιοι απ’ τους δυο μας πάνε προς το καλύτερο,… μόνο ο Θεός το ξέρει».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ