
Tη θυµάµαι καλά από τότε που ήµουνα πιτσιρικάς. Ήταν το µεγαλύτερο δέντρο στη λάκα του χωραφιού. Καβατζάραµε τα εξήντα οπότε κι αυτή λογικά θα πρέπει να έχει εκατοχρονήσει. Έχασε κλώνους, µίκρυνε µε τον καιρό, όµως παρ’ όλα τα γεράµατά της συνεχίζει να είναι ακόµη επιβλητική στο ακαλλιέργητο σήµερα χωράφι. Την είδαµε τις προάλλες ολάνθιστη από ψηλά, από το Κατούνι, µε φόντο το κανάλι της Λευκάδας, και καθίσαµε αρκετή ώρα και την καµαρώναµε.
Ο λόγος για µια γέρικη ονάδα (ποικιλία απιδιάς) στο χωράφι µας, στη θέση «Κοντολιού Λάκους», όπως είναι το τοπωνύµιο της περιοχής. Εµείς όµως στην οικογένεια το λέµε ακόµη «στου Κουβαλιά», από το παρατσούκλι του πρώην κατόχου του από τον οποίον είχαµε αγοράσει το χωράφι. «Τοις µετρητοίς έναντι τεσσάρων εκατοµµυρίων δραχµών», όπως γράφει το συµβόλαιο αγοραπωλησίας του συµβολαιογράφου Λευκάδος Άρη Ι. Σκληρού. Το χωράφι ήταν «σύνδενδρος άµπελος µετά των εν αυτή οπωροφόρων δένδρων». Ένα από τα δένδρα αυτά ήταν και η εν λόγω απιδιά (αχλαδιά).
Τη θυµάµαι τα καλοκαίρια να είναι κατάφορτη από απίδια, που όταν ωρίµαζαν έπεφταν και σχηµάτιζαν ολόκληρο στρώµα, µε τους σερσέλους, τους κόκκινους όχι τους άλλους τους µαύρους, να ζουζουνίζουν ασταµάτητα. Αυτή η ποικιλία της αχλαδιάς που έχει αποδειχτεί πολύ ανθεκτική στις κλιµατικές συνθήκες της ορεινής Λευκάδας, έχει την ιδιαιτερότητα να ωριµάζει όλα τα αχλάδια µαζί. Η παραγωγή δεν διαρκεί πολύ καιρό. Το αχλάδι τρώγεται καλύτερα όταν είναι σκωτιασµένο, όταν δηλαδή αρχίζει να παίρνει καφετί χρώµα.
Ο Κουβαλιάς, λοιπόν, ο Γιώργος Μανωλίτσης όπως ήταν το όνοµά του, ήταν αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Έζησε όλες τις ταλαιπωρίες των χρόνων που ακολούθησαν. Το σπίτι του, το µοναδικό στον µαχαλά Μαυρογιαννάτα (Αλέξανδρος) της Κοινότητας Αλεξάνδρου, το είχαν κάψει οι κατσαπλιάδες. Για να γλυτώσει αναγκάστηκε να κατέβει αρχικά στην πόλη της Λευκάδας και να φύγει κατόπιν στη Αθήνα, όπου άσκησε το επάγγελµα του οργανοπαίχτη, εγκαταλείποντας το χωριό του, όπως έγινε και µε πολλούς άλλους αγωνιστές από χωριά και πόλεις της επαρχίας τα δύσκολα εκείνα χρόνια, τα πέτρινα χρόνια. Πούλησε ότι είχε στο χωριό.
Στον µικρότερο µαχαλά της κοινότητας Αλεξάνδρου, τα Κολυβάτα, οι συνεργάτες των Γερµανών (Ράλληδες) είχαν κάψει την ίδια πάνω κάτω εποχή τρία σπίτια. Του Γιάννη Βρεττού (Μπόθα) και του Σπύρου Κονδυλάτου (Σβολή) (στο σπίτι αυτό στεγαζόταν και η Λέσχη της ΕΠΟΝ), δικηγόρου στο επάγγελµα, που είχαν πάρει κι αυτοί ενεργά µέρος στην Εθνική Αντίσταση. Το τρίτο σπίτι είχε αρπάξει κατά λάθος φωτιά, αφού ήταν κολλητά µε το σπίτι του πρώτου.

Πάνε κάµποσα χρόνια που είχαµε βρει το συµφωνητικό αγοραπωλησίας για την πώληση του σπιτιού του Σπύρου Κονδυλάτου. Συντάχτηκε τον Ιούλιο του 1946 και έγραφε καθαρά και ξάστερα ότι ο αγοραστής αγοράζει «…έν οικόπεδον επί του οποίου είναι και τέσσαρες τοίχοι, οι οποίοι απετέλουν άλλοτε οικίαν εµπρησθείσαν υπό των ταγµάτων ασφαλείας…» και ότι αντί χρηµάτων (το ποσό που συµφωνήθηκε ήταν έντεκα χιλιάδες προπολεµικές δραχµές) «θα δοθεί ως τίµηµα το ανάλογον ποσόν ελαίου αποτιµώµενον προς τριάκοντα (30) δραχµάς προπολεµικάς καθ’ οκάν». Τα πράγµατα δηλαδή τα έλεγαν ακόµη στα χωριά µας µε τ’ όνοµά τους, όπως είχαν γίνει, κι ας προσπαθούν σήµερα κάποιοι να ξαναγράψουν την ιστορία: «Οικία εµπρησθείσα υπό των ταγµάτων ασφαλείας…».
Διόλου τυχαίο ότι ο δικηγόρος Σπύρος Κονδυλάτος, που έµενε την εποχή εκείνη ακόµη στη Λευκάδα, ήταν και ο πληρεξούσιος του Γιώργου Μανωλίτση στην αγοραπωλησία του χωραφιού µε την απιδιά.
ΕΝΤΟΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ • ΑΣΒΗΣΤΕΣ ΜΝΗΜΕΣ

Ο/Η Τάσος Μανωλίτσης-Κουβαλιάς λέει:
12 Απριλίου 2020 στο 21:09
Θυµάµαι κι εγώ αυτή την απιδιά µεσ’ το αµπέλι µε τα ροζακιά του, τα πατρινά του και τα βαρτζαµιά του… Τι ωραίες λέξεις, τι ωραία σταφύλια… πάνε να ξεχαστούνε…
Θυµάµαι και το κάψιµο του σπιτιού µου. Έγινε το καλοκαίρι του 1944, µετά τη µάχη του ΕΛΑΣ στο Λαϊνάκι εναντίον των κατσαπλιάδων-Ε∆ΕΣιτών της Λευκάδας. Αυτή τη µάχη την έχασε ο ΕΛΑΣ, λόγω της επέµβασης των Γερµανών. Το τι επακολούθησε µετά, µας το περιγράφει ο αγωνιστής-κοµµουνιστής Ζώης Κουτσαύτης στο βιβλίο του: Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑ∆Α (Τυποεκδοτική 1991).
(Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς την τραγωδία του Λευκαδίτικου λαού. Λες και άνοιξε η κόλαση και ξέρασε τους πιο µαύρους κολασµένους. Η σκληρότητα των «οπλαρχηγών» ξεπέρασε κάθε στάδιο ανθρώπινης επινόησης. Ό,τι συνέβηκε κατά τη διάρκεια της µάχης ωχριά µπροστά σε κείνα που ακολούθησαν µετά. Με ένα σαδισµό χωρίς προηγούµενο οι «εθνικόφρονες πατριώτες» ξεπέρασαν κι αυτά τα αίσχη των Γερµανών. Και οι ίδιοι οι Γερµανοί αισθάνθηκαν φρίκη µπροστά στο τόσο όργιο φόνου και αίµατος. Λες και απελευθερώθηκαν τα πιο κακούργα ένστικτα των «οπλαρχηγών» για να ρουφήξουν το αίµα του ΕΑΜικού κόσµου).
Καθόµαστε µε τον αδελφό µου Νίκο στο τσιµεντένιο πεζούλι έξω απ’ το καφενείο του Γαβρίλη στη Ρούγα. Ήταν καταµεσήµερο και βλέπαµε τον καπνό που ‘βγαινε απ’ την άκρη του χωριού.
-Σας καίνε το σπίτι
-Να πάµε να δούµε;
-Θα σας κάψουν!
Τρεµούλα φόβου και δίψα… Κάποιος µας έφερε νερό σ’ ένα καρτεζίνι ζαβό, ΤΟ ΘΥΜΑΜΑΙ ΚΑΛΑ!
Ο µπάρµπα-Μπογόρδας µάς πήγε στην Κιάφα, σε συγγενή εθνικόφρονα, γιά προφύλαξη.
Η µάνα µας µε άλλες γυναίκες, κρατούµενες στην Καρυά.
Η 7µηνη αδερφούλα µας, εγκαταλελειµµένη στο σπίτι του µπάρµπα-Μπογόρδα.
5 µέρες χωρίς νερό και φροντίδα… ΠΕΘΑΝΕ.
Την επόµενη νύχτα, η µάνα µας δραπέτευσε τη νύχτα, να ‘ρθει να θάψει τ’ ΑΓΓΕΛΟΥ∆Ι της… ΑΓΓΕΛΙΚΗ τη λέγανε.
Ο παπα-Θοδωρής, εθνικόφρονας, αρνείται να την θάψει και η µάνα µου πήγε να τον πνίξει!!
Όλοι κλαίγανε, εκτός απ’ τον παπά.
Εγώ σβουρνούσα στον αέρα ένα ψόφιο κοράκι, κι έκανα πως πετούσε. Εγώ έκλαψα πολύ, πολύ αργότερα!
Όταν τα γεγονότα έγιναν αναµνήσεις και σκέψεις.
Πόσα µερόνυχτα µείναµε στους λόγγους δεν θυµάµαι. Θυµάµαι όµως, ότι πολλά γυναικόπαιδα µας φρουρούσε ο Τσιροπούλης, (∆ουβίτσας νοµίζω). Ήταν εφεδροΕΛΑΣίτης.
Απ’ τους Σκάρους κατεβήκαµε στη Νικιάνα, ύστερα πήγαµε οικογενειακώς στη Χώρα και το 1952 στην ΑΘΗΝΑ…
Από τότε δεν ξαναείδα το καηµένο – καµµένο σπιτάκι µου…ως το 1958 στις εκλογές, που επέστρεψα στο χωριό, (φοιτητής ων), µε τον πατέρα µου που καµάρωνε(!),
Όταν ψηφίσαµε και βγήκαµε έξω απ’ το σχολείο, µας πλησίασε ο Άγγελος Μανωλίτσης (εκλογ. αντιπρόσωπος της ΕΔΑ).
-Φύγετε αµέσως στη Νικιάνα να πάτε απ’ το δηµόσιο δρόµο.
-Γιατί µπάρµπα, κινδυνεύουµε;
-Μη φωνάζεις. Και µου ‘δωσε µιά φιλική αµπωσά στον ώµο, προς τα Κολυβάτα.
Πριν από λίγο, µεσ’ το εκλογικό τµήµα προέκυψε κάποιο «ζήτηµα», όταν εγώ ζήτησα την αποµάκρυνση του Ενοµοτάρχη, για να εξασκήσω το εκλογικό µου δικαίωµα ανεπηρέαστος.
…Φοιτητής, βλέπεις.
Περνώντας απ’ τα Κολυβάτα, ρίξαµε µια µατιά στη µπασιά. Ήταν εκεί το σπίτι του κοµµουνιστή Γιώργου Κατσαρού (Καραγιάννη), που εκτελέστηκε στο Αγρίνιο το Φλεβάρη 1944, από τους Γερµανούς.
Λίγο πιο κάτω φτάνουµε στου Κουβαλιά τ’ αµπέλι µε την ΟΝΑ∆Α του. Δεν θυµάµαι αν µπήκαµε µέσα, µάλλον όχι, γιατί βιαζόµαστε(;)…
Ποιός φανταζόταν, ότι µετά 2 χρόνια από ‘κείνη τη στιγµή θα γεννιόσουν εσύ Φίλιππε, για να ξαναζωντανέψεις σήµερα εκείνα τα ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΟΛΩΝ ΜΑΣ;
Όταν ξαναδιαβείς απ’ αυτή την ΑΠΙΔΙΑ, που πεισµατάρα κοµµουνίστρια, δεν λέει να πεθάνει… δώστης ένα φιλικό σπρωξιµατάκι µε τον αγκώνα σου και πες της:
ΑΠΟ ΜΕΝΑ
Τάσος Μανωλίτσης – Κουβαλιάς Αθήνα Απρίλης 2020
Υ.Γ. Το παρατσούκλι ΚΟΥΒΑΛΙΑΣ, απ’ ότι λέγεται, βγήκε απ’ το γεγονός, ότι ο παππούς µου, σαν δραγάτης που ήταν, όλο και κάτι ΚΟΥΒΑΛΟΥΣΕ(;) κατά το γυρισµό του απ’ τις περιπολίες…