Τρίτη, 26 Αυγούστου, 2025

Πόσο αμερόληπτη είναι η Ελληνική ∆ικαιοσύνη;

Γράφει ο
∆ηµήτριος Γ. Σουλιώτης
H αµεροληψία της Ελληνικής ∆ικαιοσύνης και πιο συγκεκριµένα Ελλήνων ∆ικαστών, άρχισε να µε απασχολεί από τα πρώτα στάδια της εργασίας µου ως επιθεωρητή υπέρ του δηµοσίου συµφέροντος. Πιο συγκεκριµένα είχαµε εντοπίσει ότι κάποιοι Έλληνες εφοπλιστές µέσω της κατάθεσης πλαστών δικαιολογητικών (Βεβαιώσεις Αγοράς Συναλλάγµατος) δηµιουργούσαν εικονικό απόθεµα συναλλάγµατος προς αγορά πλοίων µε ευνοϊκές ρυθµίσεις. Η υπόθεση έφτασε στα ∆ικαστήρια, όπου οι διενεργήσαντες τον έλεγχο επιθεωρητές καταθέσαµε ως µάρτυρες κατηγορίας. Μετά από οκτώ χρόνια αλλεπάλληλων αναβολών, βρεθήκαµε µπροστά σ’ ένα πρόεδρο δικαστηρίου, ο οποίος κατά τη διάρκεια της δίκης «πετούσε συνεχώς την µπάλα στην εξέδρα»… Οι κατηγορούµενοι αθωώθηκαν…
Όπως αναφέρει ο τέως Πρωθυπουργός Κώστας Σηµίτης στο βιβλίο του «Πολιτική, Κυβέρνηση, ∆ίκαιο», κοινωνιολογικές έρευνες στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες έχουν δείξει ότι οι δικαστές αποδίδουν µεγαλύτερη βαρύτητα στα κλασσικά εγκλήµατα κατά της ιδιοκτησίας, όπως η κλοπή, που τελούνται συνήθως από κατώτερα κοινωνικά στρώµατα και µικρότερη σε οικονοµικά εγκλήµατα που χαρακτηρίζουν την εγκληµατικότητα µέσων και ανώτερων στρωµάτων. Επίσης από ερωτήσεις σχετικής έρευνας ως προς τη γενικότερη κοσµοθεωρία των δικαστών, µε άξονα την κατάταξή τους “επί τη βάσει” ορισµένων κριτηρίων σε “συντηρητικούς” ή “φιλελεύθερους” προκύπτει τάση για επιβολή αυστηρότερων ποινών από την πλευρά των “συντηρητικών” σε σύγκριση µε τους “φιλελεύθερους”, µε εξαίρεση τις περιπτώσεις που οι δράστες ανήκουν σε ανώτερες κοινωνικές κατηγορίες. Είναι προφανές ότι σ’ αυτές τις τελευταίες περιλαµβάνονται και οι πολιτικοί… Κατά τον Gunter Bertling αστυνοµικό διευθυντή εγκληµατολογικών αναζητήσεων στο Αµβούργο “όσο µεγαλύτερη η οικονοµική ή άλλη δύναµη ενός δράστη τόσο µικρότερος ο κίνδυνος της ποινικής του δίωξης. Το ίδιο ισχύει και όταν υπάρχουν ισχυροί φίλοι στο Κράτος και την Οικονοµία”. Γενικά οι ερευνητές συµφωνούν ότι υπάρχει πράγµατι µια διαφοροποιητική µεταχείριση εις βάρος ατόµων που ανήκουν σε υποδεέστερα κοινωνικά στρώµατα ή αντίστροφα υπέρ ατόµων που ανήκουν σε ανώτερα κοινωνικά στρώµατα. Οι λόγοι αυτής της συµπεριφοράς έχουν αποδοθεί είτε στην ταξικότητα της δικαιοσύνης, είτε στις υπάρχουσες ανισότητες του κοινωνικο-οικονοµικού συστήµατος. Σύµφωνα µε την πρώτη άποψη µε τον όρο ταξική περιγράφεται η λειτουργική θέση της δικαιοσύνης σε µια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη αντιτιθέµενων τάξεων και στρωµάτων. Με άλλα λόγια ο έλεγχος του κράτους από την αστική τάξη, συνεπάγεται ότι η δικαιοσύνη αν και ανεξάρτητη κατά τον τύπο, είναι και αυτή ελεγχόµενη ταξική. Σε µια τέτοια κοινωνία τα όργανα της δικαιοσύνης µπορεί µεν να επιδιώκουν εκείνο που θεωρούν ως συµφέρον του κοινωνικού συνόλου, αλλά τα κριτήρια επιλογής για το τι συµφέρει το σύνολο είναι προκαθορισµένα από τις επιδιώξεις και αντιλήψεις των ισχυρότερων τάξεων και στρωµάτων. Εποµένως ότι είναι νόµιµο, δεν είναι και ηθικό… Η δεύτερη άποψη υποστηρίζει ότι η συγκεκριµένη στάση των δικαστών οφείλεται στις ανισότητες που υπάρχουν στα πλαίσια του συστήµατος, οι οποίες αναπαράγονται και κατά την άσκηση του έργου των συγκεκριµένων οργάνων και επηρεάζουν το αποτέλεσµα. Στην προσπάθεια διερεύνησης της αµεροληψία της Ελληνικής ∆ικαιοσύνης µπορούν να αναφερθούν ως ιστορικά παραδείγµατα η συµπεριφορά της κατά τις δίκες των συνεργατών των Γερµανών µετά την απελευθέρωση, κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, σε υποθέσεις εκδίκασης παραβάσεων συντηρητικών πολιτικών κ.τ.λ. Και µε πιο απλά λόγια, στο πλαίσιο ενός ταξικού κοινωνικο-οικονοµικού συστήµατος και µιας χώρας ανοχής συνενοχής και σχέσεων αλληλεξάρτησης των κέντρων εξουσίας, πόσο πιθανό είναι να λειτουργήσει αµερόληπτα ένας δικαστής, φίλα προσκείµενος στη συντηρητική παράταξη, όταν εκδικάζει υποθέσεις παραβάσεων στελεχών της;
Στο ίδιο βιβλίο του ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρει ότι το Ανώτατο ∆ικαστικό Συµβούλιο (Α∆Σ), το οποίο αποφασίζει για τις προαγωγές, τοποθετήσεις και µεταθέσεις, αποτελείται αποκλειστικά από αεροπαγίτες, οι οποίοι κατά κανόνα λόγω ηλικίας, σταδιοδροµίας και σχέσεων µε τον κρατικό µηχανισµό ανήκουν στη συντηρητική παράταξη.
Αν δεχτούµε την άποψη ότι το ∆ικαστικό Σώµα είναι µία ισχυρή συντεχνία,  αποδεχόµαστε ότι έχει και τα χαρακτηριστικά αυτής. Συγκεκριµένα, κάθε συντεχνία, κατανοεί τον εαυτό της στην αλληλεγγύη των µελών της και την αδιαφορία για τους εκτός αυτής. Στις συντεχνίες τόσο η συλλογική ταυτότητα, όσο και η ατοµική των µελών τους προσδιορίζεται από τη φλογερή υποκειµενική επιθυµία τους να υπερασπίσουν σθεναρά τα συµφέροντά τους. Αυτό έχει σαν συνέπεια να διαµορφώνεται και να επικρατεί διαχρονικά µια οµόθυµη συλλογική συνείδηση και ταυτόχρονα µια αρρωστηµένη φοβία απέναντι σε κάθε είδους εσωτερική σύγκρουση και εξωτερική επέµβαση, που θα µπορούσε να καταλήξει σε αλλαγή του ευνοϊκού status quo. Ο συγκεκριµένος όµως τρόπος σκέψης και δράσης εµποδίζει τη συνείδηση του ατόµου ν’ ανοίξει και να χειραφετηθεί έναντι του συνόλου, ακρωτηριάζοντας ταυτόχρονα την ευθύνη και το αίσθηµα δικαίου. Ταυτόχρονα το κλειστό συντεχνιακό σύστηµα ευνοεί την επικράτηση καθεστώτος αδιαφάνειας, αναξιοκρατίας, ευνοιοκρατίας και ρουσφετολογίας και τη διαµόρφωση ατόµων µε ήθος πονηρό, πλάγιο και δουλοπρεπές.
Στο ∆ικαστικό Σώµα και στο πλαίσιο συνταγµατικής ανεξαρτησίας και ισχυρής συντεχνίας τα γρανάζια του συστήµατος αρχίζουν να κινούνται µε  την τοποθέτηση της ηγεσίας της ∆ικαιοσύνης. Η επιλογή της από την Κυβέρνηση δεν γίνεται µέσω διαφανών και αξιοκρατικών διαδικασιών, αλλά µέσω πελατειακών σχέσεων αλληλεξάρτησης µε ισχυρά πολιτικά πρόσωπα του κυβερνώντος Κόµµατος. Μετά την τοποθέτηση της ηγεσίας της ∆ικαιοσύνης από την Κυβέρνηση η τελευταία έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετήσει τους πολιτικούς στόχους του ευεργέτη της. Αυτό επιτυγχάνεται µέσω επιλογής και τοποθέτησης των δικών της ανθρώπων ως το «alter ego» της, µέσω πολιτικών – πελατειακών – ναρκισσιστικών σχέσεων αλληλεξάρτησης, στα  κέντρα που λαµβάνονται οι κρίσιµες αποφάσεις. Αλλά και η δεύτερη βαθµίδα εξουσίας επιλέγει και τοποθετεί στα υπ’ αυτή κρίσιµα κέντρα εξουσίας τους δικούς της ανθρώπους, µέσω επίσης πολιτικών – πελατειακών – ναρκισσιστικών σχέσεων αλληλεξάρτησης… ∆ιαµορφώνεται έτσι ένα πολυπλόκαµο δίκτυο αλληλο-εξαρτήσεων προσώπων και συµφερόντων σε όλες τις ιεραρχικές βαθµίδες της ∆ικαιοσύνης από την κορυφή µέχρι τη βάση. Αυτό το δίκτυο, λόγω σύνδεσής του µε οµφάλιο λώρο µε τη συντηρητική παράταξη, είναι σαφώς δεξιόστροφο… Οι εκτός του δικτύου δικαστές έχουν πολύ περιορισµένες δυνατότητες για την παρέµβαση και αλλαγή της διαµορφωθείσας σε βάθος χρόνου κατάστασης…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ