Πέμπτη, 20 Νοεμβρίου, 2025
spot_img

Χάννα Άρεντ – Η βία, η µοναξιά και η κατανάλωση

Γράφει ο Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος, Δημοσιογράφος, δημοσιολόγος

Με το παρόν άρθρο κλείνει µια τριλογία σκέψεων διανοουµένων του εικοστού αιώνα, που προέβλεψαν τις καταστάσεις που διέρχεται σήµερα η ανθρωπότητα.

Κλείνει µε τις απόψεις της Χάννα Άρεντ (φωτογραφία), της φιλοσόφου, η οποία απεβίωσε πριν από 50 χρόνια, στις 4 ∆εκεµβρίου 1975, σε ηλικία 69 ετών. Είχε αφιερώσει τη ζωή της στην αυστηρή κριτική του ολοκληρωτισµού και τα γραπτά της δείχνουν ακεραιότητα χαρακτήρα και θάρρος στην έκφραση των απόψεών της χωρίς να υπολογίζει επιπτώσεις στη ζωή της.

Αυτό που είδε να έρχεται η Άρεντ ήταν η εκρίζωση της κοινωνικής συνοχής, η µοναξιά του µαζανθρώπου και η επικράτηση ενός ανθρωπότυπου που αρέσκεται απλώς να εργάζεται και να καταναλίσκει. Σε συνέντευξή της (Σηµ. «Τρεις συζητήσεις», Εκδ. «Μάγµα», 2021, σελ. 52-53) η Άρεντ τονίζει πως η εργασία και η κατανάλωση αποτελούν όψεις του ιδίου φαινοµένου, του ατέρµονου κύκλου στον οποίο εγκλωβίζεται η ζωή στο σύνολό της και πως όταν ο άνθρωπος ζει µόνο για να εργάζεται και να καταναλώνει, αποσύρεται πλήρως στον εαυτό του.

Το 1958 η Άρεντ εξέδωσε τη µελέτη της « Η ανθρώπινη κατάσταση» (Ανθρώπινος βίος), στην οποία σηµειώνει πως οι εξελίξεις της δεκαετίας του 1950 και ιδιαίτερα οι δυνατότητες που διαφαίνονταν µε την πάρα πέρα εξέλιξη της αυτοµατοποίησης, «δίνουν το δικαίωµα να αναρωτηθεί κάποιος αν η ουτοπία του χθες δεν µεταβληθεί σε πραγµατικότητα του αύριο, έτσι ώστε στο τέλος να µην αποµένει από τον κόπο και τον µόχθο του βιολογικού κύκλου, που στον κινητήρα του είναι δεµένη η ζωή, παρά µόνο η προσπάθεια της κατανάλωσης». (Σηµ. Το οµότιτλο βιβλίο κυκλοφορήθηκε στα ελληνικά το 1986 από τις εκδόσεις «Γνώση». Το απόσπασµα είναι στη σελίδα 182).

Από τις εκδόσεις Penguin κυκλοφορήθηκε το 1961 το βιβλίο της Άρεντ «Μεταξύ παρελθόντος και µέλλοντος». Σε αυτό επισηµαίνει ότι στη µοντέρνα εποχή, µε την αυξανόµενη παγκόσµια αποξένωση, ούτε η ιστορία ούτε η φύση είναι νοητές. «Αυτή η διττή απώλεια του κόσµου – η απώλεια του συνδέσµου µε τη φύση και η απώλεια της ανθρώπινης καλλιέργειας, που εµπεριέχει όλη την ιστορία – οδηγεί τους ανθρώπους ή να ζουν σε απελπιστικό αποµονωτισµό ή να συνωθούνται όλοι µαζί σε µια µάζα». (Σηµ. Το εν λόγω βιβλίο κυκλοφορήθηκε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Λεβιάθαν» το 1996. Το απόσπασµα στη σελ. 141).

Η κοινή εµπειρία για το πώς περνάει ο σύγχρονος άνθρωπος της ∆ύσης την ηµέρα του αποδεικνύει πως οι σκέψεις της Άρεντ έχουν βάση. Είτε ζώντας στο Λουξεµβούργο, όπου ο µέσος όρος των ετήσιων µισθών είναι 83.000 Ευρώ (6.900 µηνιαίως), είτε στην προτελευταία των χωρών – µελών της ΕΕ στον ετήσιο µισθό Ελλάδα (ετησίως 17954 ή 1500 µηνιαίως) η ζωή µας έχει επιβληθεί να είναι ίδια: Μοναξιά, κοινωνική και οικογενειακή αυτονόµηση και κατανάλωση.

Στις 13 Νοεµβρίου 2025 η ιστοσελίδα Breizh – Info σε ρεπορτάζ της γράφει ότι επιστήµονες τονίζουν πως το κοινό οικογενειακό δείπνο είναι η εσχάτη µορφή αντίστασης των ανθρώπων στον σηµερινό δυτικό κόσµο, τον κορεσµένο από οθόνες και ψηφιακή διασκέδαση. Μάλιστα αναφέρει την άποψη του προέδρου των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο οποίος πάντοτε συνέτρωγε µε τους οικείους και συνεργάτες του, υποστηρίζοντας ότι «όλοι οι πολιτισµοί πεθαίνουν όταν οι κάτοικοί τους παύουν να δειπνούν οικογενειακώς».

Στην Ελλάδα πολλές ακόµη οικογένειες τηρούν την παράδοση, τουλάχιστον κάθε Κυριακή το µεσηµέρι, τα παιδιά και τα εγγόνια να γευµατίζουν µε τους παππούδες και τις γιαγιάδες, και να συζητάνε τα της εβδοµάδος, κάτι να ακούνε για µνήµες, για παλιές ιστορίες και συνήθειες και έτσι να αποκτούν κάποιες βάσεις για τη συνέχεια… Και οι φιλικές επικοινωνίες είναι ωφέλιµες, αλλά η συνοχή της οικογένειας έχει και τον χαρακτήρα της αντίστασης στην επιβολή του ανθρώπου ροµπότ.

Η Άρεντ στο βιβλίο της «Κρίσεις ∆ηµοκρατίας» επισηµαίνει επίσης, από το 1969, την σηµερινή εξέλιξη των ισχυρών λόµπις, που επηρεάζουν τη ζωή στη ∆ύση. Γράφει: «Ο µεγάλος κίνδυνος είναι ότι τα µέλη του κατεστηµένου και οι ευυπόληπτοι πολίτες ….φαίνονται έτοιµοι να ακολουθήσουν την πιο µηδενιστική άρνηση που είναι δυνατή, δηλαδή την άρνηση του µέλλοντος µέσω της άρνησης των ίδιων των παιδιών τους, των φορέων του µέλλοντος». («Κρίσεις της ∆ηµοκρατίας», Έκδ. «Επίκεντρο», σελ. 253).

Στην Ελλάδα το ζούµε µε την προώθηση από ισχυρά λόµπις και σε αντίθεση προς τη θέληση του λαού, µεταξύ άλλων, του «γάµου» των οµοφυλοφίλων, αλλά και µε τους τρανταγµούς που δέχεται ο θεσµός της οικογένειας και η ίδια η ζωή.

Πολλοί, κληρικοί και λαϊκοί, έχουν υποτιµήσει την καθιέρωση του «γάµου» των οµοφυλοφίλων και την εκ µέρους τους τεκνοθεσία. Το περνούν ως γεγονός που επεβλήθη και δεν έχουν τρόπο να αντιδράσουν. Η προπαγάνδα εισαγωγής του µη φυσικού στην κοινωνία, πέραν των γνωστών περί δικαίου, περί ισότητος και λοιπών έωλων επιχειρηµάτων, υποστηρίζει ότι είναι εξέλιξη του φυσιολογικού γάµου, που χαρακτηρίζεται ως κοινωνικό «στερεότυπο», ως απλουστευτική δηλαδή σύλληψη της πραγµατικότητας…

Ουδείς αµφισβητεί το να ζει ο άνθρωπος όπως νοµίζει, αλλά αυτό δεν σηµαίνει ότι µπορεί να παραβιάζει κανόνες της φύσης. Η Άρεντ γενικά υποστηρίζει ότι «στόχος των ολοκληρωτικών ιδεολογιών δεν είναι η αλλαγή του εξωτερικού κόσµου, ούτε η επαναστατική αναδιαµόρφωση της κοινωνίας, αλλά η µεταµόρφωση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης…Ως τώρα η ολοκληρωτική πίστη, ότι όλα είναι δυνατά, µοιάζει να έχει αποδείξει µόνο ένα πράγµα: Ότι όλα µπορούν να καταστραφούν» (Hannah Arendt «Το ολοκληρωτικό σύστηµα», Εκδ. Ευρύαλος, 1988, σελ. 249-250). Η Άρεντ θεωρεί και τονίζει ότι εξίσου ένοχοι µε τους ενεργούντες είναι και οι ανεχόµενοι καταστάσεις και αρκούνται στον ρόλο του παρατηρητή.

Μάλιστα αναφέρεται στον συµπατριώτη της και δάσκαλο της στο πανεπιστήµιο της Χαϊδελβέργης Γερµανό φιλόσοφο Καρλ Γιάσπερς. Αυτός υποστήριξε σε βιβλίο του που κυκλοφορήθηκε το 1946: « Κάθε ένας από µας είναι ένοχος στον βαθµό που παρέµεινε αδρανής. Η αδυναµία είναι µια δικαιολογία… Εκείνος που µένει µέσα στην παθητικότητα γνωρίζει ότι γίνεται ηθικά ένοχος κάθε φορά που αποτυγχάνει να ανταποκριθεί στο κάλεσµα και αποφεύγει, αδιάφορο κάτω από ποιες συνθήκες, να προστατεύσει αυτούς που απειλούνται, έτσι ώστε να ελαχιστοποιήσει την αδικία και να αντισταθεί. (Σηµ. «Το πρόβληµα της Γερµανικής ευθύνης» (Ελλ. Εκδ. Έρασµος, 2016, σελ. 77).

Και συνεχίζει ο Γιάσπερς: « Η ηθική ευθύνη που συνίσταται στο να ακολουθεί κανείς τις εντολές της εξουσίας, ο κονφορµισµός, είναι κάτι κοινό, µε παραλλαγές, στους περισσότερους από εµάς. Για να υπερασπιστεί κάποιος την ύπαρξή του, για να µη χάσει τη θέση του για να µη χάσει τις ευκαιρίες που του δίνονται έγινε µέλος του Κόµµατος και συνεργάστηκε τυπικά µαζί του» (Αυτ. σελ. 78). Ο Γιάσπερς γράφει και για τη µεταφυσική ευθύνη των Γερµανών: « Το ότι σώσαµε τη ζωή µας µας καθιστά ένοχους.

Προτιµήσαµε να σώσουµε τη ζωή µας µε τη φτηνή δικαιολογία ότι ο θάνατός µας δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτε. Αυτό το ξέρουµε µπροστά στον Θεό και αυτό µας ταπεινώνει βαθύτατα. Σε αυτά τα δώδεκα χρόνια (Σηµ. του Χίτλερ) κάτι µας συνέβη…κάτι σαν αλλοίωση της ανθρωπιάς µας». (Αυτ. σελ. 80). Η Άρεντ αναφέρεται και στον Σωκράτη, ο οποίος στον «Γοργία» σηµειώνει ότι «προτιµώ να υποστώ µιαν αδικία, παρά να τη διαπράξω» και πως «εφόσον είµαι ένας, προτιµώ να διαταραχθεί η ισορροπία µε τον κόσµο παρά µε τον εαυτό µου (Πλάτωνος «Γοργίας», 474b και 482c).

Η Άρεντ είναι υπέρ της ελευθερίας γνώµης, η οποία βεβαίως «καταντά µία φάρσα αν δεν διασφαλίζεται η πληροφόρηση για τα γεγονότα και αν τα ίδια τα γεγονότα είναι αναµφισβήτητα» και προσθέτει: «Η σύγχρονη ιστορία είναι γεµάτη από περιπτώσεις στις οποίες όσοι µιλούσαν για την αλήθεια των πραγµάτων θεωρήθηκαν πιο επικίνδυνοι, ακόµα και πιο εχθρικοί από τους πραγµατικούς αντιπάλους». (Ρίτσαρντ Μπερνστάϊν «Γιατί πρέπει να διαβάζουµε Χάνα Άρεντ», Εκδ. Επίκεντρο, 2019, σελ. 87 και 92 αντιστοίχως). Κατά την άποψή της « Η ελευθερία στηρίζεται αποκλειστικά στην πεποίθηση ότι κάθε άνθρωπος συνιστά ένα σκεπτόµενο ον, που µπορεί να αναστοχαστεί και, κατά συνέπεια να κρίνει για λογαριασµό του…∆εν αρνούµαι ότι η σκέψη είναι επικίνδυνη, αλλά θα έλεγα ότι η απουσία της είναι ακόµα πιο επικίνδυνη»( Χάννα Άρεντ «Τρεις συζητήσεις», Εκδ. Μάγµα, 2021, σελ. 111).

Φυσικά η Άρεντ είναι κατά της βίας, την οποία καλλιεργούν όλες οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες και τα κρατικά συµφέροντα. Σε άρθρο της τονίζει ότι «η βία αρχίζει εκεί όπου σταµατά ο διάλογος». (ESPRIT, Juin 1980, p. 67). Η χρήση της βίας διδάσκεται από τους Μαρξ και Ένγκελς, και από τον Σαρτρ, οποίος εκδηλώνει την πίστη του πως «η βία, σαν τη λόγχη του Αχιλλέα, µπορεί να θεραπεύει τα τραύµατα που προκαλεί». (Χάννα Άρεντ «Περί βίας», Εκδ. Επίκεντρο, 2020, σελ. 60). Και πάρα κάτω θυµίζει τον ορισµό του Κλαούζεβιτς, πως «ο πόλεµος είναι πράξη βίας για να υποχρεωθεί ο αντίπαλος να κάνει αυτό που θέλουµε». (Αυτ. σελ. 79).

Ο Ελληνισµός, κατά την Άρεντ, πρώτος δίδαξε τον διάλογο και τις πραγµατικές δηµοκρατικές διαδικασίες. Αγαπούσε τα ελληνικά και διάβαζε τους αρχαίους συγγραφείς στο πρωτότυπο. Πίστευε ότι, σε αντίθεση προς τους Μακιαβέλι, Χοµπς, Μαρξ, Ροβεσπιέρο, και άλλους οι Αθηναίοι δίδαξαν όχι τη βία, αλλά τον διάλογο και την πειθώ, λέξη που την γράφει ελληνικά. Όπως τονίζει «οι Έλληνες ζώντας από κοινού στην πόλη, διαχειρίζονταν τις υποθέσεις µέσω της οµιλίας, µε τη µεσολάβηση της πειθούς και όχι µέσω της βίας, µε τη µεσολάβηση του βουβού καταναγκασµού. Έτσι όταν ελεύθεροι άνθρωποι υπάκουαν στην κυβέρνησή τους, ή στους νόµους της πόλης, η υπακοή τους ονοµαζόταν πειθαρχία, λέξη που δείχνει ξεκάθαρα ότι η υπακοή κατίσχυε δια της πειθούς και όχι µε τη δύναµη». (Χάννα Άρεντ «Μεταξύ παρελθόντος και µέλλοντος», Εκδ. Λεβιάθαν, 1996, σελ. 41).

Η Άρεντ ήταν Γερµανοεβραία, µε ευρύ πνεύµα. Το 1933, συνελήφθη και φυλακίστηκε από την Γκεστάπο. Όταν αφέθηκε προσωρινά ελεύθερη διέφυγε στη Γαλλία. Το 1940, όταν κατέλαβε η Γερµανία τη Γαλλία, διέφυγε στην Πορτογαλία και το 1941 εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ. Το 1975 απεβίωσε στη Νέα Υόρκη από καρδιακή προσβολή.

Στις συνεντεύξεις που προαναφέρθηκαν ρωτήθηκε η Άρεντ, πώς αισθάνεται που κάποιοι Εβραίοι την χαρακτήρισαν «ύποπτη», µετά τις απόψεις που διατύπωσε για τον εγκληµατία πολέµου και υπαίτιο της δολοφονίας εκατοµµυρίων Εβραίων Άντολφ Άιχµαν. Απάντησε: « Η ένταξή µας σε µια οµάδα είναι ένα φυσικό γεγονός. Με τη γέννησή µας εντασσόµαστε όλοι σε κάποια οµάδα, δεν γίνεται αλλιώς». (Χάννα Άρεντ «Τρεις συζητήσεις», Εκδ. Μάγµα, σελ.46). Όπως γράφει η Τζούλια Κρίστεβα «η Άρεντ είναι ανηλεής µε τους εχθρούς του εβραϊκού λαού, αλλά εξίσου ανηλεής είναι και µε τους Εβραίους» (Τζούλια Κρίστεβα «Χάννα Άρεντ, η γυναικεία ευφυΐα». Εκδ. Κέδρος, 2008, σελ. 158).

Η Άρεντ προσέγγισε και µελέτησε τον ∆υτικό Χριστιανισµό. Η διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήµιο της Χαϊδελβέργης ήταν «Η έννοια της αγάπης στον Αυγουστίνο». Όπως γράφει σε αυτήν και αντιγράφει η Κρίστεβα « για τον χριστιανό Αυγουστίνο η ζωή ως ύψιστο αγαθό δεν γίνεται να χαθεί. ∆εν υπάρχει γι’ αυτήν θάνατος ούτε τέλος: είναι αιώνια. Το απόλυτο “Αγαθό” δεν είναι τίποτε άλλο από την “αιωνιότητα” πέραν του ορίζοντα της ύπαρξής µας» (Αυτ. σελ. 57).

Τέλος, πάντα κατά την Κρίστεβα, η αθεΐα είναι υπαίτια του ολοκληρωτισµού. Γράφει: «Από τις έρευνες της Άρεντ βγαίνει το συµπέρασµα ότι η απώλεια των θρησκευτικών σηµείων αναφοράς και η εκκοσµίκευση της ευρωπαϊκής κοινωνίας, ως συνέπειες της τεχνολογικής προόδου αποτελούν µείζονα στοιχεία της “αποκρυστάλλωσης” του ολοκληρωτισµού» (Αυτ. σελ. 221).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ