Γράφει ο δρ. Αλέξιος Παναγόπουλος
Καθηγητής και Ακαδηµαϊκός Ξένων Ακαδηµιών των Επιστηµών
Στη σηµερινή διεθνή πραγµατικότητα, όπου η τεχνολογία µετασχηµατίζει τις δοµές εξουσίας, η συζήτηση γύρω από την ψηφιακή ταυτότητα και τον Προσωπικό Αριθµό δεν αποτελεί απλώς διοικητικό ζήτηµα. Συνιστά ζήτηµα υψηλής γεωπολιτικής, κρατικής κυριαρχίας, ψηφιακής αυτονοµίας και κοινωνικής αυτοδιάθεσης.
Το Ηνωµένο Βασίλειο προσφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα: η συντηρητική παράταξη στο σύνολό της έχει διατυπώσει ευθέως την αντίθεσή της στο σχέδιο επιβολής Ψηφιακής Ταυτότητας από τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό Κιρ Στάρµερ, θεωρώντας την πρακτική αυτή περιορισµό των συνταγµατικών ελευθεριών και δυνητικό εργαλείο ανεξέλεγκτης εποπτείας.
Αντιθέτως, στην Ελλάδα παρατηρείται ένα παράδοξο φαινόµενο: τµήµατα του δηµόσιου λόγου αποφεύγουν τον ουσιαστικό διάλογο και επιλέγουν να επιτεθούν µε υποτιµητικούς χαρακτηρισµούς σε πολιτικούς ή κοινωνικούς φορείς που εκφράζουν επιφυλάξεις ή αντίθεση προς τον Προσωπικό Αριθµό. Η απαξιωτική αυτή ρητορική, που αποδίδει τάχα «γραφικότητα» ή υπερβολή σε όσους υπερασπίζονται την ψηφιακή κυριαρχία των πολιτών, δεν συνεισφέρει σε έναν σοβαρό θεσµικό διάλογο· αντίθετα, αποκαλύπτει τη δυσκολία κατανόησης των ευρύτερων γεωπολιτικών και γεωοικονοµικών συνεπειών µιας τέτοιας τεχνολογικής υποδοµής.
Η ψηφιακή ταυτότητα δεν πρέπει να εξετάζεται αποκοµµένα από το στρατηγικό περιβάλλον. Σε έναν κόσµο όπου η πληροφορία έχει καταστεί ο σηµαντικότερος πόρος ισχύος-συχνά σηµαντικότερος από ενεργειακούς ή µεταλλευτικούς πόρους-ο κεντρικός έλεγχος δεδοµένων µετατρέπεται σε εργαλείο εξουσίας µε παγκόσµια σηµασία. Τα ισχυρά κράτη επενδύουν στην ψηφιακή τους κυριαρχία µε την ίδια αποφασιστικότητα που επενδύουν στην αµυντική και ενεργειακή τους ασφάλεια. Η Ελλάδα, µε τις σύνθετες προκλήσεις που αντιµετωπίζει στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν µπορεί να επιτρέψει στον εαυτό της την επιπολαιότητα µιας άκριτης υιοθέτησης µηχανισµών που ενδέχεται να υπονοµεύσουν θεµελιώδη δικαιώµατα ή να συγκεντρώσουν δυσανάλογη ισχύ σε κρατικούς ή ιδιωτικούς φορείς.
Σηµαντικό παράδειγµα δηµοκρατικής ωριµότητας αποτελεί η Ελβετία, όπου το ζήτηµα της ψηφιακής ταυτότητας τέθηκε σε πανεθνικό δηµοψήφισµα. Εκεί, οι πολίτες απέρριψαν συντριπτικά την υποχρεωτικότητα, επιλέγοντας ένα µοντέλο που προστατεύει την αυτοδιάθεση και τη µη συγκεντρωτική διαχείριση προσωπικών δεδοµένων. Η επιλογή αυτή δείχνει ότι σύγχρονες, προηγµένες κοινωνίες δεν φοβούνται τη δηµοκρατική κρίση των πολιτών όταν πρόκειται για τεχνολογικές µεταρρυθµίσεις µε εθνικές συνέπειες.
Το πραγµατικό δίληµµα δεν είναι «τεχνολογία ή οπισθοδρόµηση». Το ουσιαστικό ερώτηµα είναι ποιος ελέγχει την τεχνολογία και ποιος θα έχει τη δυνατότητα να αξιοποιεί τα δεδοµένα του πολίτη: το εθνικό κράτος, υπερεθνικοί µηχανισµοί ή ιδιωτικά συµφέροντα. Η απουσία αυστηρών συνταγµατικών εγγυήσεων, ανεξάρτητης εποπτείας και δηµοκρατικής λογοδοσίας µπορεί να µετατρέψει έναν κατά τα άλλα χρήσιµο µηχανισµό σε εργαλείο επιτήρησης.
Εποµένως, η αντίσταση στην άκριτη εφαρµογή ψηφιακών συστηµάτων χωρίς σαφείς θεσµικές ασφαλιστικές δικλίδες δεν είναι «γραφικότητα», αλλά θεµελιώδης πράξη δηµοκρατικής ευθύνης. Η Ελλάδα οφείλει να υιοθετήσει στάση ανάλογη ευρωπαϊκών και δηµοκρατικών παραδειγµάτων: να ενσωµατώνει την τεχνολογία, αλλά να την υποτάσσει στις αρχές της εθνικής κυριαρχίας και της προστασίας του πολίτη. Η τεχνολογία πρέπει να υπηρετεί το Έθνος – όχι να το υποκαθιστά.



