Κυριακή, 24 Νοεμβρίου, 2024

1940-41: Βουνά της Αλβανίας – Με το όπλο και την πένα

Γράφει η φιλόλογος Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη

Ακούμπησεν ο Διγενής στο σιδερό κρεβάτι,
κι απέ, τα μάτια γύρισε στην πόρτα και ξανάπε:

… Μια ορμήνια θέλω να τους πω,
και βιάζουμαι να φύγω:
ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ, ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ,
ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΩΣ ΤΑ ΥΨΗ,
ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΩΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ,
τη Λευτεριά ως τον Άδη,
κι απέκει τ’ άλλα είναι καλά,
απάνω ή κάτου κόσμος!»
Άγγελος Σικελιανός (1)

«Το πιστεύαμε ότι θα νικήσουμε». Αξέχαστος ο λόγος ενός συχωριανού μου που είχε πολεμήσει στην Αλβανία. Εκεί, από το Νοέμβρη του 1940 ως τις 12 Απριλίου 1941 περίπου, τα παιδιά της Ελλάδας αντιπάλευαν όχι τόσο τους Ιταλούς, αλλά τα αλειτούργητα βουνά και τον βαρύτερο χειμώνα των μέχρι τότε πενήντα χρόνων! Και στη βαριά σκιά ολόκληρης σχεδόν της σιδηροδέσμιας Ευρώπης, κατέγραψαν την «πρώτη ήττα του Άξονα σε ευρωπαϊκό έδαφος». Επρόκειτο για ανθρώπινο θαύμα!

81 χρόνια μετά, οι νέοι και οι νέες μας πρέπει να μαθαίνουν από ποιες απάνθρωπες καταστάσεις αναδύθηκε η τιμή του έθνους μας. Πολεμικοί ανταποκριτές, επιφανείς τεχνίτες του λόγου και ιστορικοί έγραψαν ηρωικές σελίδες. Συνάμα, μπορούμε να αφουγκραστούμε τη φωνή και των ίδιων των πολεμιστών μας, μέσα από τα σύντομα γράμματά τους και τα ημερολόγια που έγραφαν, όταν το μπορούσαν.
Πολλά διασώθηκαν, εκδόθηκαν και δεν έχει σημασία αν ορισμένα ημερολόγια συμπληρώθηκαν μετά τον πόλεμο. Διότι πάντοτε κατέγραφαν την αλήθεια όσων συνέβαιναν, χωρίς ωραιοποιήσεις και διαθέσεις ατομικής προβολής, με φυσική παραστατικότητα λόγου. Κάποια σημαντικά σημεία τους θα μεταφέρουμε αυτούσια στο παρόν κείμενο.

«Τα θεμέλιά μου στα βουνά…»
Από το «Άξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη
(Ο Γιάννης Μπεράτης, εθελοντής πολεμιστής, καταγράφει τον πόλεμο, όπως τον έζησε, στο ονομαστό βιβλίο του – χρονικό, στο «Πλατύ ποτάμι». Τον «ακολουθούμε» από τη Φλώρινα προς την Ερσέκα της Αλβανίας).

Σαν θρύλος
«Τώρα όμως τέλειωνε ο κάμπος κ’ υψωνόντουσαν μπροστά μας ψηλά βουνά, απότομα, φαλακρά, αφιλόξενα.
Με το μάτι δε μπορούσες να φανταστείς από πού θα περάσουμε· κανένας δρόμος δε φαινόταν … σ’ ελάχιστα λεπτά βρεθήκαμε σε μεγάλο ύψος. Οι χαράδρες βάθαιναν αβυσσαλέες στα πλάγια μας… Σε κάθε στροφή, χωρίς να θέλεις, η ρόδα του αυτοκινήτου αναγκαστικά ξύριζε την άκρη του. Μες στις χαράδρες, που έχασκαν από κάτω μας, κομμένες σα με το τσεκούρι, σε κάποιο σκάλωμά τους που προεξείχε κάπως, έβλεπες κρεμασμένα ανάκατα, συντρίμμια από αυτοκίνητα, κάρα, ρόδες, κιβώτια, λείψανα κανονιών … Και σε λίγο άρχισαν κάθε τόσο πάνω στο δρόμο, ή κι αυτά σκαλωμένα μες στους γκρεμνούς, με τις πιο παράξενες στάσεις, τα τουμπανιασμένα πτώματα των αλόγων και των μουλαριών…
Θα ’ταν αργά το απόγεμα, σχεδόν δειλινό, όταν αντικρίσαμε από μακριά την Ερσέκα».

Τρίτη, 29 Οκτωβρίου
(Από το ημερολόγιο του Νικήτα Στρατολάτη) (2)
«Στο Μαζαράκι παίρνουμε κάποιον χριστιανό να μας δείξει το δρόμο, μα χωρίς να το θέλει, μας χάνει μέσα στη βροχή και στα σκοτάδια. Κι η βροχή πέφτει με το κανάτι, ο αέρας ουρλιάζει με… πολεμικό μένος κι ούτε να προχωρήσουμε μπορούμε, ούτε να σταματήσουμε. Πολλές φορές η βροχή γίνεται χαλάζι, μας ραβδίζει το πρόσωπο, βουλιάζουμε στις βαθιές λακκούβες, πέφτουμε κάτω. Τα παπούτσια μου έχουν γίνει κομμάτια, μ’ εμποδίζουνε φοβερά να περπατήσω… Πίσω ακούγονται πνιχτές φωνές των ημιονηγών (μουλαράδων) που τους σωριάζονται κάτω τα μουλάρια και δεν μπορούν να τα σηκώσουν. Τα βουνά λάμπουν απ’ τις αστραπές, συγκλονίζεται η πλάση, ξεσπάει πιο σφοδρή ακόμα η βροχή, μεταμορφώνεται σε χαλάζι, οι αγέρηδες μουγκρίζουν σα δαιμονισμένοι.
Έπειτα από τη φριχτή θεομηνία, μεσ’ τα μαύρα και φοβερά σκοτάδια φτάνουμε κάποτε στον προορισμό μας».

Κάθε φορά η σάλπιγγα χτυπά:
«Ω παίδες Ελλήνων ίτε,
ελευθερούτε πατρίδα …»
Από τους «Πέρσες» του Αισχύλου

Πραγματική σφαγή. Μην Ιανουάριος.
(Από το ημερολόγιο του Αχιλλέα Γκούμα, που τραυματίστηκε θανάσιμα, στο Μνήμα της Γριάς, σε υψόμετρο 2120 μ. λίγο πριν από το τέλος του πολέμου…).

«Πλησίον του υψώματος Γκορίτσα και προς την πόλη Πόγραδετς. Ενώ λοιπόν ήσαν συγκεντρωμένοι να κάνουν επίθεσιν, έρχεται μία οβίδα εκ του ιδικού μας πυροβολικού και πίπτει εις μίαν συγκεντρωμένη και ετοίμην δι’ επίθεσιν διμοιρίαν του 3ου λόχου… Η οβίδα μας είχε πάθει πρόωρην ανάφλεξιν… και φονεύει περί τους 7 – 8 στρατιώτας μας…
Με τι καρδιά να ξεκινήσει τώρα το τάγμα δια την επίθεσι;… Ουδείς εκ των στρατιωτών είχε προθυμίαν να πολεμήσει εκείνην την ημέραν. Ένας όμως ανθυπολοχαγός μόνιμος ονόματι Κάζος, λεβέντης σωστός, εθεώρησε καλόν να τραβήξει πρώτος τον χορόν του θανάτου. Το παράδειγμά του ηκολούθησαν οι στρατιώται του… Βλέποντας και οι άλλοι στρατιώται του τάγματος να προχωρούν αυτοί, εξόρμησαν όλοι…
Το τι συνέβη κατ’ εκείνην την μάχην δεν περιγράφεται. Ο στρατός μας είχε έλθει σώμα προς σώμα με τον εχθρόν. Το πυροβολικό μας… εσκόρπιζε τον θάνατον εις τον αντίπαλον. Το αίμα το χυθέν τόσον παρά των ιδικών μας, όσον και παρά του εχθρού είχε μεταβάλει τον λευκόν πέπλον της γης εις ερυθρόν. Εδώ και εκεί έβλεπε κανείς κομμένα χέρια και πόδια. Πραγματική σφαγή».

Η προτελευταία πράξη 
του πολεμικού δράματος
Από τις 9 μέχρι τις 14 Μαρτίου 1941, αυτοπροσώπως ο Μουσολίνι παρακολουθεί τη σφοδρότατη «εαρινή επίθεση» στο Μοναστήρι και στο ύψωμα 731 της Αλβανίας, που κατείχαν οι Έλληνες. Η λέξη φρίκη μπορεί να χαρακτηρίσει τη σύγκρουση, με αποτέλεσμα ίσως τη μεγαλύτερη ελληνική νίκη κατά τον ιταλοελληνικό πόλεμο. Το ακόλουθο γράμμα (3) απηχεί νόμο της αρχαίας Σπάρτης αλλά και «την αμείλικτη αλήθεια του πολέμου»…

Κάπου στο Μέτωπο (4.4.41)
Σεβαστέ μου Πατέρα.
…Οι Ιταλοί επί μίαν ολόκληρον εβδομάδα μας έκαμαν επιθέσεις, για να σπάσουν την γραμμήν μας, χρησιμοποιούντες πυροβολικόν τόσο πολύ, που σε κανένα αγώνα μέχρι σήμερα δεν εχρησιμοποίησαν …Πάντως το Σύνταγμά μας έλαβε χιλιάδες συγχαρητήρια, το δε Τάγμα μας απεθεώθη κυριολεκτικώς, όλοι μας δε εφιλούσε ο ένας τον άλλον για το κατόρθωμά μας. Ο Λόχος μου τους περίμενε τους Ιταλούς και όταν έφθασαν στα 100 μέτρα, τους αρχίζαμε με τα όπλα και τις χειροβομβίδες, και δεν γύριζε κανένας από αυτούς πίσω. Με μια λέξη, τους κάναμε να πιστέψουν πως οι Έλληνες δεν φεύγουν από τη θέση τους και μόνον αν δεν μείνει από μας κανείς, τότε μπορεί να μας πατήσουν το έδαφος που τους πήραμε. Επομένως να κοιμάσθε ήσυχοι εσείς.
… Την δεξιάν σου φιλώ ο υιός σου Γιώργος
Γεώργιος Μέλλος»
«Αν ήξερες μανούλα μου
σε ποιο βουνό θ’ αράξω…»
(Από ένα χαρτάκι στην τσέπη νεκρού στρατιώτη)

Νύχτα κολάσεως
(Από το ημερολόγιο 
του Πέτρου Κ. Θεοδωρακάκου)
«19 Φεβρουαρίου 1941: …Το τσαντήρι μας μπάζει νερό. Η θύελλα προσπαθεί να το ξεριζώσει… Η παγωνιά είναι τρομερή. Δόντια τουρτουρίζουν και το κορμί ανατριχιάζει ολόκληρο.
21 Φεβρουαρίου: Βροχή συνεχώς, ομίχλη πυκνή και αέρας …Κουβέρτες, πέτρες, χώματα, όπλα κλπ όλα στάζουν.
23 Φεβρουαρίου: …Το χαλάζι είναι πολύ χονδρό. Τη νύχτα η μανιασμένη καταιγίδα μας αρπάζει μουγκρίζοντας το αντίσκηνο και μένουμε στο ύπαιθρο υπό τσουχτερό κρύο και βροχή. Νύχτα κολάσεως. Σκοτάδι πίσσα.
27 Φεβρουαρίου: Το φαγητό που μας φέρνουν είναι πάντα λίγο. Μας αφήνουν σχεδόν νηστικούς. 24 ώρες μια κουταλιά φασόλια.»

«Εις το πρόσωπόν των η απόφασις του θανάτου …»
Μην Απρίλιος: (Από το ημερολόγιο 
του Αχιλλέα Γκούμα)
«Έβλεπε κανένας καθ’ ομάδες να κατέρχονται οι παγωμένοι στρατιώτες μας και κατόπιν να πληροφορούμεθα ότι τους αφήρεσαν τα πόδια και χέρια. Αν και επληροφορούντο οι εναπομείναντες στρατιώτες, ότι των συναδέλφων των, που ευρίσκοντο προ ολίγων ημερών εις τον λόχον των, αφηρέθηκαν τα άκρα του σώματός των, εν τούτοις τίποτε δεν τους φόβιζε. Διέβλεπε κανείς εις το πρόσωπό των την απόφασιν του θανάτου».

«Αφήνοντας τα μέρη που εποτίσαμε με αίμα και ιδρώτα…»
(Από το ημερολόγιο 
του Πέτρου Κ. Θεοδωρακάκου)
«12 Απριλίου 1941: Ημέρα μαύρη. Μας ανηγγέλθη ότι η Πατρίδα μας με πόνο αναγκάζεται να μας ανακαλέσει προς τα όπισθεν, αφήνοντας τα μέρη που εποτίσαμε με αίμα και ιδρώτα.
…Οι άνδρες του Τάγματος ανεβαίνουν φορτωμένοι τους γυλιούς χωρίς να βγάζουν λέξη. Θλίψις αφάνταστη βασιλεύει. Η σιγή είναι νεκρική. Όλοι συλλογιζόμαστε την τύχη της Ελλάδας».

Δεν υπάρχει επίλογος
Και οπισθοχωρούν τραγικά «οι ηττημένοι νικητές» για να υποστούν με τους συμπατριώτες τους τη φρίκη της ιταλικής, γερμανικής και βουλγαρικής κατοχής. Ωστόσο αυτός «ο λαός βασιλιάς», όπως αποκλήθηκε στη Γαλλία, δεν άργησε να ανεβαίνει προς τις κορυφογραμμές της ευρωπαϊκής αντίστασης, από τα χωριά, τις πόλεις και τα βουνά της πατρίδας μας. Έδωσε τα πάντα για την εξόντωση του φασιστικού τέρατος.
Όμως ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει …«Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ», είχε γράψει ο πολίτης – ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης…

Σημειώσεις:
1 Από το ποίημα «Βλαχογιάννης», που συμπεριλαμβάνει 
η μνημειώδης έκδοση «Χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά!» 
Ο Αγώνας του 1821 στην ελληνική και ξένη ποίηση, της Τράπεζας Πειραιώς και του Ιδρύματος «Τάκης Σινόπουλος».
2 Οι ημερολογιακές παραπομπές προέρχονται από την έκδοση «Σου γράφω από το Μέτωπο», 1940-41, με αποσπάσματα από οκτώ ημερολόγια, υπό την επιμέλεια της Κατερίνας Παπακωνσταντίνου του Ιονίου Πανεπιστημίου. 
Εφημ. Ελευθεροτυπία, Οκτώβριος 2010.
3 Το γράμμα περιλαμβάνει η έκδοση «Μαρτυρίες», 40-41, με τη συνεπιμέλεια των Κώστα Χατζηπατέρα – Μαρίας Φαφαλιού, 
1ος τόμος, β’ έκδοση, σελ. 341, εκδ. οίκος Κέδρος, Ιούλιος 1985.

ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΟ 1940
«… Καθαγιάσατε τον ιερόν αγώνα της Ελλάδας δια της τιμίας προσφοράς του χρυσού που διαθέτετε εις άσκοπα και περιττά στολίδια».
Από κύριο άρθρο της εφημερίδας «Χρόνος», 
14 Νοεμβρίου 1940, Λεμεσός

Εκατοντάδες τέτοιες εκκλήσεις στην Κύπρο το 1940. Πατριωτικοί λόγοι από τους άμβωνες των εκκλησιών. Συγκεντρώσεις στις πλατείες, στα στάδια, στα σχολεία, στα κινηματοθέατρα. Διαδηλώσεις στους δρόμους, στα διοικητήρια, στα δημαρχεία. Έτοιμοι ενήλικοι και ανήλικοι να πάνε για την Ελλάδα εθελοντές.
Επειδή όμως οι Άγγλοι δεν επέτρεπαν την εγγραφήν εθελοντών για το Αλβανικό μέτωπο, η εφημερίδα συνεχίζει το κύριο άρθρο της προς τις γυναίκες: «Δώσατε εκείνο που μπορείτε να δώσετε αφού δεν μπορείτε να δώσετε τους συζύγους σας, τους αδελφούς σας, τα παιδιά σας».

Όμως ο «ΧΡΟΝΟΣ» γρήγορα διαψεύστηκε. Με την έκκληση των Άγγλων «Καταταχτείτε στο Κυπριακό σύνταγμα, πολεμάτε για την Ελλάδα», η Κύπρος δεν έδωσε μόνο χρήμα, χρυσόν, αρραβώνες και κοσμήματα! Έδωσε και συζύγους και αδελφούς και παιδιά. Ακόμα και γυναίκες! Χωρίς πια κοσμήματα!
Έτσι τις πρώτες επτά εβδομάδες εισπράχθηκαν 65.565 λίρες και 14.112 σε χρυσό και άλλα τιμαλφή παρά την οικονομική ανέχεια του κόσμου. 37.000 Κύπριοι ντύθηκαν στο χακί, από τους οποίους οι 6.000 υπηρέτησαν στην Ελλάδα.
Κίμων Χαραλαμπίδης, Κύπρος
(Από τις «Μαρτυρίες», 40-44, σελ. 91, 
εκδ. Κέδρος, Ιούνιος 1988)

Οδυσσέας Ελύτης
Από το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό 
της Αλβανίας»

Τώρα κείτεται απάνω 
στην τσουρουφλισμένη χλαίνη,
μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά,
μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αφτί·
μοιάζει μπαξές που τούφυγαν άξαφνα τα πουλιά,
μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν 
μέσα στη σκοτεινιά,
μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
μόλις είπανε «γεια παιδιά!» τα ματοτσίνορα
κ’ η απορία μαρμάρωσε.

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη …
Αιώνες μαύροι γύρω του
αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
κ’ οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
ακούν με προσοχή·
όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,
όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα,
χωρίς άλλα κεριά,
κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη …
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,
στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο,
κι’ ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια
μικρό πικρό πηγάδι – δαχτυλιά της μοίρας,
μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
…………
Έφεδρος ανθυπολοχαγός της Αλβανίας και ο Οδυσσέας Ελύτης, είχε την τύχη να επιζήσει, για να καταθέσει τα «ΠΑΘΗ» και σε «Αναγνώσματα» του ανυπέρβλητου ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. Αποτελούν κατάκτηση του λαϊκότροπου ύφους και υπόδειγμα εκφοράς της νεοελληνικής γλώσσας από τον ηθοποιό – αφηγητή Μάνο Κατράκη. Προσφορά μεγάλη, ιδιαίτερα σε κάθε νέα γενιά.

«…ΟΥΤΕ ΛΥΠΗ ΑΓΕΛΑΣΤΗ»
(ελληνική παροιμία)

Δεν προκαλούσαν γέλια μόνον οι αθηναϊκές επιθεωρήσεις ή το τραγούδι «Κορόιδο Μουσολίνι» και το άλλο:
Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
και τη σκούφια την ψηλή του,
μ’ όλα τα φτερά,
και μια νύχτα με φεγγάρι
την Ελλάδα πάει να πάρει
βρε το φουκαρά!…

Η διασκευή γνωστού ελληνικού τραγουδιού με τις ανάλογες γελοιογραφίες.

Είχε διασκεδάσει το κοινό και ένας … ταπεινός κατηγορούμενος:
«Την 1ην μ.μ. το Τριμελές Πλημμελειοδικείο (Αθηνών) συνεδρίαζεν ακόμη. Αίφνης η φήμη ανήλθεν εις την έδραν, εψιθύρισεν κάτι εις το αφτί του Προέδρου. Και η βλοσυρότης επήγε περίπατο.
Κύριοι, έπεσεν η Κορυτσά! (Σημ. 22 Νοεμβρίου 1940). Η συνεδρίασις διακόπτεται.
Χειροκροτήματα, ζητωκραυγαί, χαλασμός.
Αλλ’ ο κατηγορούμενος:
Και εγώ τι θα γίνω, κ. Πρόεδρε;
Εσύ; Αθώος κι εσύ!»
(Η Καθημερινή, 23 Νοεμβρίου 1940)

«ΣΙΣΥΦΟΣ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ»

Από το σάλπισμα της επικής νίκης στις χώρες της Ευρώπης,
μέχρι τους «ηττημένους νικητές», Απρίλιος του 1941.]

1. « … Η αποτυχία της Ιταλίας ήταν η πρώτη ήττα του Άξονα σε ευρωπαϊκό έδαφος, τις συνέπειες της οποίας επεσήμανε ο Χίτλερ σε μια αυστηρή επιστολή του στο Μουσολίνι τρεις εβδομάδες μετά την έναρξη του πολέμου. Δημιουργούσε την εντύπωση πως το αποτέλεσμα του πολέμου θα ήταν αμφίρροπο, πράγμα που είχε ως συνέπεια την κατηγορηματική άρνηση του Φράνκο να εντάξει την Ισπανία στον Άξονα, την ανάμειξη της ΕΣΣΔ στις βαλκανικές υποθέσεις και την εγκατάσταση βρετανικών αεροπορικών βάσεων στην Κρήτη. Η ήττα των ιταλικών δυνάμεων αποσταθεροποιούσε τη φιλογερμανική τάση στο Βελιγράδι, ακόμη επηρέαζε και τις διαπραγματεύσεις με την ηττημένη Γαλλία. Για το λόγο αυτό ο Χίτλερ δήλωνε ότι θα αναλάμβανε στρατιωτική δράση στην Ελλάδα…
………………..
2. Εκείνο που σημάδεψε τους Έλληνες στρατιώτες ήταν η κατάρρευση του Μετώπου μετά την είσοδο των Γερμανών στη Μακεδονία (Σημ. Απρίλιος 1941) και η συνθηκολόγηση της στρατιωτικής ηγεσίας υπό τον Γεώργιο Τσολάκογλου, ο οποίος ανέλαβε και πρώτος κατοχικός πρωθυπουργός… Μιμούμενος τον στρατηγό Πεταίν …ονόμασε το καθεστώς «Ελληνική Πολιτεία», όνομα που είχε χρησιμοποιηθεί στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης από τον Καποδίστρια…
Τον ίδιο σκληρό Απρίλη, δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες, ομάδες-ομάδες, πήραν τον δρόμο του γυρισμού από το Μέτωπο για τα χωριά και τις πόλεις τους, χωρίς μέσα, χωρίς επιμελητεία, πεινασμένοι και ρακένδυτοι. Οι άνδρες αυτοί διακατέχονταν από αίσθημα προδοσίας αλλά όχι εθνικής ταπείνωσης. Σ’ αυτό το αίσθημα «των ηττημένων νικητών, αναμειγνύονταν ο πατριωτισμός και η υπερηφάνεια της νίκης επί των Ιταλών με την αποστροφή για την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Πολλοί από αυτούς κράτησαν τον οπλισμό τους. Η κατάρρευση και η φυγή του βασιλιά και της κυβέρνησης διέλυσαν τους πολιτικούς και ψυχολογικούς δεσμούς, που συγκρατούν μια χώρα ενωμένη… Η απονομιμοποίηση των κρατικών αρχών στη συνείδηση των πολιτών και η δημιουργία αυτού του κενού ενδογενούς εξουσίας, ήταν κομβικά στοιχεία για τη μετέπειτα ανάπτυξη των πολιτικών συμπεριφορών…»
(Από το βιβλίο του Αντώνη Λιάκου «Ο ελληνικός εικοστός 
αιώνας», 4η έκδοση, σελ. 200-201, εκδόσεις Πόλις, 2021).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ