Γράφει η φιλόλογος Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη
Η απόφαση
Eίστε ΥΠΕΡ Ή ΚΑΤΑ;
Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι
Το έχετε το πρόβλημα σκεφτεί
….
Δε σας ζητούμε φυσικά να πάψετε
τις ασχολίες σας, να διακόψετε τη ζωή σας.
….
Μια λέξη μόνο. Εμπρός λοιπόν:
Είστε υπέρ ή κατά;
Σκεφτείτε το καλά. Θα περιμένω.
(Από το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη) (1)
Η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας, από την πρώτη ώρα της βάρβαρης συνταγματικής εκτροπής, ήταν ΚΑΤΑ. Μα δεν τόλμησε να εκδηλωθεί, ταπεινωμένη, έντρομη. Με πόνο ψυχής υπέμενε τη συνέχιση της ελληνικής τραγωδίας. Και επειδή τα 200 χρόνια από την έναρξη της Μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης συμπίπτουν με τα 48 χρόνια του Πολυτεχνείου, έρχεται στη σκέψη κείμενο του συγγραφέα Μάριου Πλωρίτη με τίτλο: Η ΑΛΗΘΙΝΗ «Ελληνική τραγωδία» (2). Εισαγωγικά παρατηρεί ότι «Η αληθινή Ελληνική τραγωδία» χρονολογείται από την κήρυξη της Ελλάδας σε «ανεξάρτητο» κράτος το 1830, με τον Αδαμάντιο Κοραή να γράφει στο Παρίσι: «Η ταλαίπωρος Ελλάς… τάφον μόνον ήλλαξε, και επέρασεν από νεκροθαπτών Τούρκων χείρας, εις χριστιανούς νεκροθάπτας».
Και ο Απρίλης του 1967 γνωρίζουμε ότι συνδέεται με «χριστιανούς νεκροθάπτας» του Εξωτερικού και του Εσωτερικού. Μήνας Νοέμβριος τώρα, και, παρά το διαρκές πένθος όσων δεν έχουν συνηθίσει τους καθημερινούς θανάτους, με δέος και ευλάβεια θα αναστοχαστούμε το ηρωικό Πολυτεχνείο, κεντρικό γεγονός της εφτάχρονης εσωτερικής κατοχής, αλλά παράλληλα θα ανατρέξουμε και στο πριν όσων είχαν συμβεί. Το μετά ας το δούμε σε άλλη ευκαιρία.
Θα επαναλάβουμε ότι επί δικτατορίας, ο χωρισμός της ελληνικής κοινωνίας σε επί μέρους πραγματικότητες, ήταν πολύ εμφανής. Υπό την αφόρητη καταπίεση της παράνομης εξουσίας, όπως προαναφέρθηκε, στο μέσον υπήρχαν πολλοί χωρίς δικαίωμα λόγου, σε αντίθεση με τους χορούς των αττικών τραγωδιών. Μεταξύ τους κυκλοφορούσαν πολιτικά και συναισθηματικά αναλφάβητοι, υποστηρικτές της εκτροπής. Και αρκετά μίσθαρνα όργανα της χουντικής αστυνομίας. Υπήρχε όμως, όπως είναι γνωστό, κι ένας κόσμος ασυμβίβαστος, που κατέληγε διωγμένος από την εργασία του, σε φυλακές βασανιστηρίων, με ανάπηρους και νεκρούς – όπως τον Σπύρο Μουστακλή, τον Νικηφόρο Μανδηλαρά και όχι μόνο. Πριν και μετά την κατακρήμνιση των δικτατόρων κατέγραψε τις εμπειρίες του. Αυτές οι μαρτυρίες παρουσιάζουν το θάνατο της ανθρωπιάς, που όριζε τον εσμό των καταπιεστών και των εγκληματιών της δικτατορίας και παράλληλα το ψυχικό μεγαλείο των ηρωικών θυμάτων τους.
Ως εκδήλωση τιμής προς όσους αγωνίστηκαν και έδωσαν τη ζωή τους τις ημέρες του Πολυτεχνείου, για να συντριβούν οι αλυσίδες της Ελλάδας, θα παραθέσουμε αποσπάσματα από ένα ιστορικό γράμμα της απομόνωσης, που δημοσιεύτηκε πρώτα στην Αμερική, στη συνέχεια από το Λονδίνο μέχρι την Ιαπωνία και σε άλλες χώρες. Μετά τη Μεταπολίτευση κυκλοφόρησε για το ευρύ ελληνικό κοινό από «Το Βήμα της Κυριακής» και τον Oίκο «Ίκαρος». Αποστολέας ήταν ο καταξιωμένος καθηγητής της Νομικής του ΕΚΠΑ Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης, (1922 – 2011) με τίτλο «Γράμμα από τη φυλακή για τους Ευρωπαίους», από τις φυλακές Κορυδαλλού, χρονολογημένο το Φεβρουάριο του 1971. Η επιστολή στο σύνολό της είναι ένα διαχρονικό αριστούργημα ανθρωπιάς! Λίγοι θα το είχανε διαβάσει από τους αγωνιστές εντός και εκτός του Πολυτεχνείου. Όλοι μαζί όμως, έγραψαν με αίμα συνταρακτική κατάθεση ιστορίας!
Ο ελληνικός λαός για το Πολυτεχνείο
17 του Νοέμβρη 1975, χιλιάδες πολίτες κάθε ηλικίας προσκυνούν στον ιερό χώρο του Πολυτεχνείου. Τα κάγκελα είναι ντυμένα με λουλούδια και αφιερωματικά σημειώματα, ανυπόγραφα τα περισσότερα. Ο ελληνικός λαός μιλά, θυμίζοντας τα δημοτικά μας τραγούδια. Από εφημερίδα της εποχής -δυστυχώς χωρίς αναφορά στην ονομασία της, ύστερα από 46 χρόνια- τον αγώνα των παιδιών της, για την «τόσο αγαπημένη» Ελευθερία…
Στους Νεκρούς μας
Τ’ αδέλφια μου περάσανε τα σύνορα της ζωής
Τ’ αδέλφια μου διαβήκανε με απλωμένα χέρια την κόκκινη γραμμή του ορίζοντα
Τ’ αδέρφια μου παλέψανε
…………………………………………………………
Σας είδα ανεβασμένους πάνω σε ψηλά σίδερα
Είδα τα χέρια σας ν’ απλώνουνται στο άγνωστο
Είδα τα μάτια σας να κοιτάζουν το γαλάζιο τ’ ουρανού
Είδα τα κορμιά σας να πέφτουν ένα-ένα
…………………………………………………………
Βαριά κληρονομιά Αδέρφια
Ο αγώνας δεν τελείωσε
…………………………………………………………
Αυτή η γενιά δεν θα ξεχάσει
Δεν ξεχνούν τα κορίτσια τον αγαπημένο που χάθηκε
Αυτά τα παιδιά δεν ήταν τυχαία
Ήταν αδέλφια ολωνών
Κολόνες που στηρίξανε και τα δικά μας όνειρα
…………………………………………………………
Παιδιά, αδέρφια, προχωράτε
Δεν πρέπει να χάσουμε το σήμερα
Δεν πρέπει να κλάψουμε τους νεκρούς μας
Δεν πρέπει να γυρίσουμε πίσω
…………………………………………………………
Τ’ αδέρφια μας περάσανε τα σύνορα της ζωής
Εμείς τί κάναμε;
Δημήτρης Θεοχάρης
Δ’ Γυμνασίου
«ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥΣ» (3) (αποσπάσματα)
Κρατώ αυτά τα τσαλακωμένα από τους κρυψώνες χαρτιά μου και τα διαβάζω… Να ξέρανε αυτοί που φτιάχνουνε το χαρτί και το μολύβι πόσο τους ευλογεί ο φυλακισμένος! Σκέπτομαι τα ανθρώπινα δάχτυλά τους να δουλεύουν και δακρύζω. Μου δίνουν τη μόνη δυνατότητα να σταθώ στην ανθρώπινη θέση μου, να σωθώ… Όταν η κρυψώνα σου αποδειχθεί αποτελεσματική, νιώθεις μεγάλη χαρά. Αισθάνεσαι μια περίεργη περηφάνια, κάτι σαν να υπερασπίστηκες την τιμή του ανθρώπου…
Στο κελί η σκέψη φέρνει συχνά τους νεκρούς μου. Πιο συχνά, σχεδόν κάθε μέρα, έρχεται ο αδελφός μου ο Γιάννης. Χάθηκε στον πόλεμο. Ήταν γιατρός… Τώρα είμαστε πάλι μαζί. Έρχεται και φέρνει τη βαθιά καλοσύνη της ύπαρξής του. Τώρα συχνά με κάνει να σκέφτομαι πως η αξία της καλοσύνης δεν γίνεται να αμφισβητηθεί. Τώρα μάλιστα που γνώρισα από κοντά βασανιστές… Τώρα ξέρω καλά την εξαθλίωσή τους μέσα στη θηριωδία της απόλυτης εξουσίας τους. Φαίνεται πως ψυχικά από την καλοσύνη ξεκινούν όλα. Και το θάρρος κι ο έρωτας για κάποια νοήματα, που αφορούν στον άνθρωπο και η συγκίνηση της ομορφιάς. Και η αυθόρμητη στάση της έξαρσης…
Ώρες – ώρες κάθομαι και σκέπτομαι σε τι θα μπορούσε να συνοψιστεί το σύνολο των κινήτρων μου, αυτών που με οδήγησαν και στη φυλακή και που με κάνουν να την αντέχω… Έτσι νομίζω πως το σύνολο αυτό των κινήτρων μου μπορεί να χαρακτηριστεί συνοπτικά σαν μια ελπίδα. Μια βαθιά ριζωμένη, ακατάλυτη ελπίδα χάραξε λοιπόν το δρόμο μου. Θα μπορούσα ίσως να πω πως η ελπίδα αυτή αφορά την ανθρωπιά μας, που δεν γίνεται ν’ αφανιστεί, όσο κι αν τη μάχονται από παντού και που γι’ αυτό δεν υπάρχει τίποτε πιο σοβαρό και σωστό να κάνουμε στη ζωή μας από το να συνταχθούμε μαζί της.
Στο διπλανό μου κελί ήταν μια κοπέλα, κρατούμενη πάνω από πέντε μήνες. Είχε να δει το φως της ημέρας όλον αυτό τον καιρό. Την κατηγορούσανε ότι βοηθούσε τον αρραβωνιαστικό της στην αντίσταση… και της ζητούσανε πότε με το άγριο και πότε με το ύπουλο να τον αποκηρύξει. Αν το ’κανε θα την ελευθέρωναν. Εκείνη αρνιότανε σταθερά και κράτησε μέχρι το τέλος, μ’ όλο που ήξερε πως ο αρραβωνιαστικός της ήτανε ετοιμοθάνατος από καρκίνο και πως έτσι δεν θα τον ξανάβλεπε. Πραγματικά πέθανε τη μέρα της δίκης της. …Τραγουδούσε λυπημένα μέχρι τα ξημερώματα την αγάπη της. Η στάση αυτής της κοπέλας είναι η ελπίδα μου.
Αξίζει πραγματικά περισσότερο από κάθε τι να κρατήσει κανείς την ανθρωπιά του. Γιατί η ζωή δεν ανήκει στους βάρβαρους… Ανήκει στους ανθρώπους. Απ’ αυτή τη συναίσθηση πηγάζει η ελπίδα, που έχει κυριαρχήσει απάνω μου.
Το βάρος της τιμής
Οι σύντροφοί μου σηκώνουνε συνειδητά το βάρος της τιμής του ταπεινωμένου λαού μας. Κι αισθάνονται να είναι κοντά σ’ όλους τους κατατρεγμένους της γης. Έτσι συλλαμβάνουνε το νόημα σε όλα τα γεγονότα του κόσμου μέσα από μια βασική ενότητα. Την ενότητα της λαχτάρας του ανθρώπου να γλιτώσει από την όποια πίεση.
Συχνά ρωτιέμαι τι ήταν εκείνο… ώστε να περάσουμε στην αντίσταση… Δεν μπορεί να είναι παρά η βαθιά ταπείνωση, που σημαίνει η δικτατορία για σένα σαν άνθρωπο και για το λαό που ανήκεις. Κι αυτό το συναίσθημα μεγαλώνει μέρα με τη μέρα με την ασταμάτητη προσπάθεια να εξαναγκάσουν τη σκέψη σου να δεχτεί όλες εκείνες τις χυδαιότητες, που αποτελούν τον εκτρωματικό πνευματικό κόσμο των δικτατόρων…
Και τότε βαριά τραυματισμένος σαν άνθρωπος και ακριβώς γι’ αυτό νιώθεις αλληλέγγυος με το λαό που ανήκεις… και συνυπεύθυνος για την παραπέρα τύχη του. Η προσωπική σου ταπείνωση μεταβάλλεται σε συναίσθηση ευθύνης και τότε δεν περνάς απλώς στην αντίσταση, μα γίνεσαι αντιστασιακός άνθρωπος.
Έζησα τη μοίρα του θύματος. Έτσι είδα από κοντά το μούτρο του βασανιστή. Ήτανε σε χειρότερη κατάσταση από το ματωμένο, πελιδνό δικό μου πρόσωπο. Εκείνου είχε μια διάσταση καθόλου ανθρώπινη. Ο τυχερός ήμουνα λοιπόν εγώ. Εγώ δεν ταπείνωσα κανένα! Αυτοί όμως για να σε ταπεινώσουν χρειάζεται να ταπεινώσουν πρώτα μέσα τους τον άνθρωπο. Κι ας περιφέρονται εξουσιάζοντας τον πόνο. Μεθυσμένοι από αυτή τους την εξουσία. Αυτό το μεθύσι είναι η ταπείνωση του ανθρώπου.
Λοιπόν, «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ»
Είναι λοιπόν αλήθεια πως υπάρχουνε καταστάσεις που ο καθένας μας αντιπροσωπεύει όλη την ανθρωπότητα. Έτσι και τώρα, τα χαρτιά μου αυτά τα δίνω σ’ έναν δυστυχισμένο Ιταλό κρατούμενο, που αποφυλακίζεται και δέχτηκε να προσπαθήσει να τα βγάλει στον ελεύθερο αέρα. Ο άνθρωπος αυτός είναι ξανά όλοι οι άνθρωποι για μένα.
Το νεύμα μου έγινε.
Λοιπόν, «Ελευθερία, αγάπη μου».
Φυλακές Κορυδαλλού, 1971
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ:
Από τη «Σαλαμίνα της Κύπρος»
Φίλοι του άλλου πολέμου
σ’ αυτή την έρημη συννεφιασμένη ακρογιαλιά
σας συλλογίζομαι καθώς γυρίζει η μέρα.
Εκείνοι που έπεσαν πολεμώντας κι εκείνοι που έπεσαν χρόνια μετά τη μάχη.
… Κι ακόμη εκείνοι που προσεύχονταν,
όταν το φλογισμένο ατσάλι πριόνιζε τα καράβια:
«Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε
πώς έγινε τούτο το φονικό.
την αρπαγή, το δόλο, την ιδιοτέλεια,
το στέγνωμα της αγάπης.
Κύριε, βόηθα να το ξεριζώσουμε».
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ:
«Μικρός τύμβος»
(17 Νοεμβρίου 1973)
Δίχως τουφέκι και σπαθί, με τον ήλιο στο μέτωπο,
Υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί! Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δε φτάνει ως εκεί,
που ωραία λουλούδια, σε υψηλό λειμώνα, τις μορφές σας λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου, μπροστά σ’ αυτό το Ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.
(Νικηφόρου Βρεττάκου, «τα ποιήματα».
Τόμος δεύτερος.
Τρία φύλλα, δεύτερη έκδοση 1984)
ΓΡΑΦΟΥΝ ΟΙ ΜΑΝΑΔΕΣ
Αθάνατα παιδάκια μας είστε κοντά μας
κι η σκέψη μας θα σας συνοδεύει για όλη μας τη ζωή
Κάποια μάνα, που έζησε τη νύχτα του Νοέμβρη
Είμαι μια μάνα κι είσαι παιδί
Αν ήξερες πόσο μεγάλος
στάθηκες και πόσο εγώ μικρή
Μια μάνα
Παιδιά μου δεν σας γέννησα, μα γέμισαν τα χέρια μου αίματα σαν σας αγκάλιασα λαβωμένα από τα βόλια.
Δεν σας βύζαξα, μα φούσκωσαν τα στήθια μου από πόνο σαν είδα να πεθαίνετε από το χέρι κεινών,
που τους φωνάζατε αδέρφια.
Δεν σας νανούρισα μωρά, μα τώρα σιγοτραγουδάω
τραγούδια της λευτεριάς που μου χαρίσατε σεις.
Παιδιά μου δικά μου
Παιδιά της Ελλάδας, Παιδιά του Πολυτεχνείου
Παιδιά που σταματήσατε το Νοέμβρη
να ’σαστε παιδιά και γίνατε ήρωες και Ιδέα κι άνεμος Λευτεριάς
Νάναι ελαφρύ το χώμα που σας σκεπάζει.
(Ανυπόγραφο)
ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ
Αυτή τη στιγμή, Έλληνες, αυτή τη στιγμή,
στην πόρτα μας σταμάτησε ένα τανκ!
Ο λοχαγός σήκωσε το χέρι και μας χαιρέτησε!
Αυτή τη στιγμή, Έλληνες, αυτή τη στιγμή.
Ο στρατός είναι δικός μας, δε θα μας χτυπήσουν!
Αυτή τη στιγμή σήκωσε το χέρι και μας χαιρέτησε
ένας λοχαγός. Δε θα μας χτυπήσουν!
Μόνο το σίδερο είναι δικό τους,
οι καρδιές είναι δικές μας. Δε θα μας χτυπήσουν.
Αυτή τη στιγμή, αδελφώνονται στους δρόμους
πολίτες και φαντάροι. Δε θα μας χτυπήσουν!»
… ένα άλλο χέρι σηκώθηκε
και διέταξε «πυρ!»…
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΒΑΝΗΣ – ΡΕΝΤΗΣ
ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ
Αδέλφια δώστε τα χέρια κι ενωμένοι προχωρήστε
για τη νίκη της ζωής.
Κλάψτε τα παιδιά
του Νοέμβρη.
Παράδεισος γι’ αυτά ο θάνατος.
Έπεσαν για την Ελευθερία,
τη Δημοκρατία.
Ένας στρατιώτης
Παραπομπές:
1. Από τα «ΔΕΚΑΟΚΤΩ ΚΕΙΜΕΝΑ». Την πρώτη πρωτότυπη λογοτεχνική εργασία, ύστερα από τρία χρόνια εθελοντικής σιγής των λογοτεχνών εξαιτίας της απόλυτης δικτατορικής λογοκρισίας. Εκδ. Κέδρος, 1970.
2. Περιοδικό, «ἡ λέξη». «Διανοούμενοι και δικτατορία», αφιέρωμα. Απρίλης – Μάης ’87.
3. Γ. Α. ΜΑΓΚΑΚΗΣ. Λόγος – πράξη. 1965 – 1975. Εκδ. Παπαζήση, 1977.