Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
Τη συνηθισμένη ώρα της έναρξης της πρωινής μου δουλειάς άνοιξα το παράθυρο του γραφείου μου για τον προγραμματισμό της διεκπεραίωσής της.
Μια όμορφη ξαφνική αύρα έφερε μέχρι τα κράσπεδα του μάρμαρου στο περβάζι μερικά λευκά και ροζ ανθοπέταλα από τις ανθισμένες αμυγδαλιές του κήπου με έναν ελαφρό αρωματισμό. Προς στιγμή νόμισα πως βρέθηκα ξαφνικά στον αμυγδαλεώνα του Όσιου Λουκά της Βοιωτίας. Θυμήθηκα τότε το δημοτικό τραγούδι της «Ευγενούλας», που τραγουδούσαν οι αγγειοπλάστες του παλαιού καιρού στον τροχό των κανατάδικων του Μαρουσιού πέρα από τη ρεματιά του Χαλά με συγκίνηση. Αυτό το τραγούδι, εξαιτίας του χαμού των δυο παιδιών του πρωτομάστορα της οικοδομής, συνδεόταν με τα άνθη της αμυγδαλιάς, είχε συγκινήσει και τους καλλιεργητές της Κοκκινιάς εξαιτίας και των πρωταγωνιστών στο θλιβερό επεισόδιο, όταν ήθελαν να δικαιολογήσουν την ύπαρξη των πικρών και γλυκών αμύγδαλων με τα ροζ και τα λευκά ανθοπέταλα των δέντρων στην περιοχή.
Ήταν τότε η ανθοφορία των αμυγδαλιών. Τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι πάλι Μάρτιος, που συνέδεσε το γεγονός και με τη γραφική ανθοφορία του αμυγδαλεώνα στον Όσιο Λουκά της Βοιωτίας και την εκστρατεία του ελληνικού πρώτου τάγματος (1/34) πεζικού μας στην εκστρατεία της Ουκρανίας. Από τις 3 Μαρτίου το 1917 είχε στρατοπεδεύσει στην Κριμαία και έπαιρνε εντολές από το αρχηγείο της Γαλλίας, παραμένοντας στις όχθες του ποταμού Δνείστερου (ρουμανιστί: Νιστρού). Αρχηγοί της εκστρατείας ήταν οι στρατηγοί Παναγιώτης Γαργαλίδης και Γεώργιος Λεοναρδόπουλος.
Διηγούνται ότι το ελληνικό στράτευμα μολύνθηκε εκεί από εχινόκοκκο γιατί είχαν προσβληθεί τα ζώα των ντόπιων και μερικά είχαν πνιγεί στο ποτάμι, οπότε από εκεί μολύνθηκε και το στράτευμα, που έπαιρνε νερό, όπως και ο θείος μου Θανάσης Καπνόριζας, αλλά ευτυχώς σώθηκε από έναν ακατάσχετο εμετό, όπως και μερικοί άλλοι συστρατιώτες του. Αυτά διηγούνται οι ντόπιοι Μαρουσιώτες, που έλαβαν μέρος και παρέμειναν στην Κριμαία μέχρι το Μάρτη του 1919, που έφυγαν με διαταγή της τότε Κυβέρνησης της Ελλάδας για το μέτωπο της Μικρασίας, που ήταν εν ενεργεία ανατολικά της Σμύρνης. Και είναι αυτό που έφτασε μέχρι τα πρόθυρα της Άγκυρας και άκουσε το μουεζίνη να προσεύχεται.
Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα είχε οδηγηθεί στην Κριμαία για να καθησυχάσει τους Ρώσους εξαιτίας εσωτερικής αναταραχής (μπολσεβικισμός). Οι Έλληνες στρατιωτικοί τότε περίμεναν διαταγές πολεμικής επέμβασης από το γαλλικό αρχηγείο, που ποτέ δε δόθηκαν.
Αργότερα ο θείος μου διηγείτο ότι ένα μεσημέρι μαύρισαν ολόγυρα τα βουνά από κόσμο ντόπιο, που κρατούσε δικράνια και άλλα αγροτικά εργαλεία, και φώναζε: «Έλληνες γυρίστε στην πατρίδα σας. Δεν έχουμε τίποτα με εσάς. Τα προβλήματά μας θα τα λύσουμε μόνοι μας».
Από το Μαρούσι οπλίτες εκείνη την εποχή στο εκστρατευτικό σώμα της Κριμαίας ήταν και οι Μάρκου Κωνσταντίνος και Πάντος Ιωάννης.
Οι συγγενείς τους στο Μαρούσι έλαβαν γνώση του θανάτου τους στην Κριμαία με κυβερνητικό τηλεγράφημα. Θρήνος και οδυρμός για τα νέα παιδιά στα Αλώνια του Μαρουσιού. Στη συγκέντρωση των γνωστών, φίλων και συγγενών στα σπίτια των φονευθέντων, θρηνούσαν το χαμό τους. Και στο τραπέζι της παρηγοριάς μοιρολόγησαν τα παλικάρια. Οι συγγενείς τους τα τίμησαν αργότερα, δίνοντας το όνομά τους σε άλλα παιδιά που γεννήθηκαν κατόπιν. Ο πόλεμος της Κριμαίας έληξε σαν ένας κακός περίπατος, που σκόρπισε θανάτους. Δε δόθηκαν τιμές σ’ αυτά τα παλικάρια ούτε ένας δρόμος δεν αξιώθηκε με το όνομά τους. Μόνο ο δήμος μας χάραξε το όνομά τους στο Ηρώων των πεσόντων. Τίποτε άλλο! Άγνωστοι, χωρίς ένα τρισάγιο, χωρίς μνήμη πέρασαν στην αιωνιότητα. Η ιστορία τα σκέπασε και το όνομά τους ξεχάστηκε.
Μόνον ο ποιητάρης του Μαρουσιού Γιάννης Μαγγίνας θυμήθηκε στους καιρούς μας τους στίχους που καταγράφτηκαν, όπως μου τους είπε:
Βλαστάρια του Αμαρουσιού
χαθήκαν στην Κριμαία,
το είπε ο τηλέγραφος
πολέμου μαύρα νέα
Ο Μάρκου ο Κώστας κι ο Γιαννιός ο Πάντου
βρήκαν μνήμα,
μες το θολό το Δνείστερο
τους τύλιξε το κύμα.
Έτσι με ικανοποίηση παρέθεσα τους στίχους και καλοτύχησα αυτούς, που τους διέσωσαν. Άφησα το bic και ζύγωσα στο παράθυρο. Στο περβάζι τώρα του παραθύρου μου είχαν συγκεντρωθεί πολλά ανθοπέταλα. Άνοιξα το παράθυρο και με το χέρι μου τα έκανα ένα σωρό και τα έκλεισα στη χούφτα μου.
Τα άφησα στο κενό. Από κάτω στη στέγη του γείτονα δυο δεκαοχτούρες διεκδικούσαν ένα ξεροκόμματο. Φοβήθηκαν καθώς άνοιξα τη χούφτα μου για να πετάξω τα ανθοπέταλα. Και ήταν τόσο ωραίο να βλέπεις να φεύγουν ανάμεσα στα ανθοπέταλα, αφήνοντας το ψωμί στη στέγη. Η μία δεκαοχτούρα πέταξε προς την Ανατολή και η άλλη προς τη Δύση.
Έκλεισα το παράθυρο˙ η τηλεόραση εξακολουθούσε να απαριθμεί νεκρούς και μετανάστες˙ πήγα στη βιβλιοθήκη σ’ ένα ράφι, που ήταν η εικόνα του Αγίου Λουκά της Συμφερούπολης της Κριμαίας, ρώσικης τεχνοτροπίας, που μου είχε φέρει η Καλλιρρόη, όταν με γκρουπ άλλων γυναικών του Μαρουσιού και το Σεβασμιώτατο μητροπολίτη Αργολίδος Νεκτάριο είχαν πάει στην Κριμαία (2002). «Άγιε Λουκά είπα: Τώρα είναι ώρα για όλους μας να μεσιτεύσεις».