Τρίτη, 26 Νοεμβρίου, 2024

Τίτος Πατρίκιος: «Οφειλή»

Γράφει ο Ιωάννης Κοντόπουλος, Σχολικός Σύμβουλος Δ.Ε. κλάδου ΠΕ2.

Θέτοντας ως σκοπό τη διδασκαλία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο σχολικό μας πρόγραμμα, ανακύπτουν δύο θέματα/προβλήματα. Το ένα είναι τι θα διδάξω και το άλλο πώς θα διδάξω. Τη στιγμή αυτή με ενδιαφέρει, κυρίως, το πρώτο:

Τι θα πράξω από το έργο του Τ. Πατρίκιου για τη διδασκαλία στην τάξη. Στο βιβλίο Νεοελληνικά Κείμενα της Β’ Λυκείου, σελ. 299, παρατίθεται το ποίημα “οφειλή” από την ποιητική συλλογή “Μαθητεία” ή καλύτερα από τη συλλογή “Μαθητεία ζωής”, Εκδ. Διάττων σελ. 115. Έπειτα από την παρουσίαση της βιβλιογραφίας, διαβάζω το ποίημα… (Νοέμβρης 1957).

Εδώ παραλείπω την αισθητική διερεύνηση του ποιήματος, ούτε κάνω ψυχολογική ανάλυση, που κι αυτή μπορεί να γίνει, -το ίδιο μπορώ να κάνω και στην τάξη- και αναζητώ το κυρίαρχο στο ποίημα θέμα. Είναι εκείνο του “χρέους” της “οφειλής” του ανθρώπου απέναντι στον άλλο άνθρωπο, ευρύτερα απέναντι στη ζωή.

Το θέμα αυτό της “θυσίας” με την ευρεία έννοια του όρου, από τη μικρότερη μέχρι εκείνη της προσφοράς της ζωής, θα έλεγα ότι έγινε “κοινός τόπος” στη λογοτεχνία περνώντας από ένα αξίωμα της ζωής: “η ζωή κερδίζεται με αγώνα, με πάλη, με θυσία”.

Το θέμα του χρέους, στην περίπτωσή μου, δηλαδή στο ποίημα του Τ. Πατρικίου, παρουσιάζεται με κάποια ιδιαίτερη μορφή. Ο ποιητής επιζεί μέσα από μια λεηλασία θανάτου. Μέσα από μια τέτοια Γκουέρνικα το να ζει το θεωρεί ο ποιητής χάρισμα ζωής, δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή από τη ζωή των άλλων.

Ο ποιητής νιώθει ένα δυνατό χρέος: είναι η ιστόρηση των νεκρών. Κι αυτό γιατί είναι εκείνοι που του χάρισαν το χρόνο της δικής τους ζωής. Είναι ένα δώρο από μέρους τους που δεν το άξιζε κατά τον ποιητή. Σκοτώθηκαν αντί εκείνου. Η ενοχή αυτή για το ότι ζει ο ποιητής, ενώ οι άλλοι σκοτώθηκαν, τουλάχιστον η αίσθηση αυτής της ενοχής, υπάρχει στο πρώτο ποιητικό έργο του Τ. Πατρικίου.

Παρουσιάζουμε στα παιδιά το ποίημα “οι φίλοι”, 19 Γενάρη 1949, από τη συλλογή “επιστροφή στην ποίηση” που περιέχεται στο συλλογικό τόμο Ποιήματα, I, 1948-1954, για να δείξουμε αυτή την ενοχή (η θύμηση των σκοτωμένων φίλων που μου σκίζει τώρα τα σωθικά).

Η ίδια ενοχή συνεχίζει. Διαβάζω το τρίστιχο ποίημα “ό,τι κι αν λέω”

(Μαθητεία ξανά, σελ. 171) Γενάρης 1962…

Η ενοχή, λοιπό, κυνηγάει τον ποιητή για πολλά χρόνια.

[είναι δυνατόν, επίσης, επεκτείνοντας το θέμα μας να αναφερθούμε και σε άλλους ποιητές και συγγραφείς πχ στον Μανόλη Αναγνωστάκη έναν ποιητή της ίδιας εποχής, του ίδιου ιδεολογικού και πολιτικού χώρου με τις ίδιες τραυματικές εμπειρίες της ταραγμένης εκείνης εποχής. Ποίημα “εδώ”, “Συνέχεια Ι”, σελ. 107, 1953-1954. Το βιβλίο του Κ. Παππά, “παράλληλα νεοελληνικά ποιήματα” διδακτικές δοκιμές, κοινοί θεματικοί άξονες, Εκδόσεις Γλάρος, με βοηθάει πολύ].

Προτιμώ να μείνω στο έργο του ίδιου του ποιητή. Προχωρώ το θέμα μου, ώστε να φτάσω να θέσω το καυτό ερώτημα για τη δημιουργία διαλόγου στην τάξη: “Η στάση του Τ. Πατρίκιου είναι αποδεκτή στη σημερινή εποχή, από σας τους νέους ανθρώπους; Μήπως υπάρχει κάποια συναισθηματική υπερβολή;”

Πιστεύω πως θα υπάρξουν πολλές αντιδράσεις. Η πιο σοβαρή αντίδραση θα είναι εκείνη: “αξίζει να αγωνίζεσαι και να θυσιάζεσαι ακόμα για ιδέες και αξίες που μπορεί μέσα από λίγο ή πολύ, έστω, χρόνο να αποδειχτούν φρούδες, που μπορεί να φανεί ότι αγωνιστήκαμε “για ένα άδειο πουκάμισο;”

Αφήνω το διάλογο να λειτουργήσει, και διαβάζω ένα ποίημα του ίδιου ποιητή, από την εξαιρετική ποιητική συλλογή: το ποίημα έχει τίτλο “εποχικές συγκρούσεις” (Μαθητεία ξανά, σελ. 98).

Ο Τ. Πατρίκιος παίρνει θέση: ο άνθρωπος πρέπει να αγωνίζεται, έστω κι αν αυτές οι ιδέες και οι αξίες είναι “εποχικές”. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρίς αγώνα!

Και πάλι θα υπάρξει, πιθανόν, διαφορετική, αν όχι αντίθετη άποψη:

Nαι στον αγώνα, αλλά στον αγώνα τον ειρηνικό. Γιατί να έχω ενοχές, όταν σώζομαι μετά από ένα μακελειό, μέσα από μια ταραχή, σύγχυση και σύγκρουση ως το θάνατο; θα ήταν προτιμότερο, αν είχε σκοτωθεί ο Τ. Πατρίκιος ή ο Μ. Αναγνωστάκης; Μας χάρισαν ένα πλούσιο σε ιδέες κα αξίες και ζωή έργο που ωφελεί το κοινωνικό σύνολο και η ανθρώπινη παρουσία τους ακτινοβολεί. Γιατί η ενοχή;

[Και ακόμη, ίσως , κάποιος μαθητής έθετε κάτι παραπάνω: “για ποιες ιδέες και αξίες, και ποια ιδανικά, θα πέθαιναν;”]

Για να τροφοδοτήσω το διάλογο και να διευρύνω το θέμα μου αναφέρομαι στο έργο της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ, “μια ιστορία της Αντίστασης”. Η ηρωίδα μια κοπέλα 17 ετών, όμορφη, με άσπρο φόρεμα, γεμάτη ζωή και ιδέες, είναι αυτή που ρίχνεται στο γερμανικό τάνκ και βάφει με το αίμα της την άσφαλτο, σε μια στιγμή, που όλοι φοβήθηκαν και η συγκέντρωση/αντίσταση διαλυόταν μπροστά στη γερμανική βία.

Το διήγημα υπάρχει στο βιβλίο Κ.Ν.Λ. της Β’ Λυκείου και καλό θα ήταν να συνδυαστούν τα δύο αυτά κείμενα. Ως που, λοιπόν, μπορεί να φτάσει ο αγώνας και η θυσία του ανθρώπου; Επειδή διαπαιδαγωγούμε τη νεολαία, που είναι το μέλλον της πατρίδας, έχουμε υποχρέωση να τονίσουμε πως η υπεράσπιση της ελευθερίας είναι το πιο υψηλό ιδανικό και χάριν αυτού του ιδανικού η θυσία της ζωής μπορεί να δικαιολογηθεί και να δικαιωθεί.

Είναι παράλογο να σκοτώνουμε. (Εδώ μπροστά μας είναι ο Αντώνης Σαμαράκης, ο κήρυκας του ανθρωπισμού και του παράλογου πολέμου). Είναι παράλογος ο πόλεμος είτε είναι ενάντια σε κάποιο εχθρό λη χειρότερα ακόμη, όταν είναι εμφύλιος. Αλλά γιατί δεν είναι παράλογο και το να σκοτώνεται κανείς; Πρέπει να εξαντλήσουμε όλα τα ειρηνικά μέσα για την αποφυγή του πολέμου, την αποφυγή της θυσίας της ανθρώπινης ζωής που είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο φαινόμενο στον κόσμο. Και μόνο όταν απειλείται η εθνική και η ανθρώπινη υπόσταση, θα θυσιάσουμε τη ζωή πολεμώντας. Δεν θα πούμε: “σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω”.

Τότε η θυσία γίνεται ιερό καθήκον, όπως εκείνη της 17χρονης κοπέλας που έβαψε το ωραίο άσπρο φόρεμα της στο κόκκινο αίμα της. Μπορώ να επισημάνω ότι η πάλη και η νίκη ενάντια στο θάνατο θέλει δύναμη, πάθος, ενθουσιασμό, αυθορμησία ίσως, στοιχεία που διαθέτει ο κόσμος. Η ηλικία σωρεύει άλλες έγνοιες και η φύση αμύνεται με τη λήθη.

Καταλήγουμε, “η ζωή είναι το υπέρτατο αγαθό, μέγα καλό και πρώτο” όπως λέγει ο εθνικός μας ποιητής, αλλά πρέπει να περνάει κανείς μέσα από αγώνες ειρηνικούς για να καταλάβει το μεγάλο και πλατύ νόημα της, αλλά και την υποχρέωση που έχει ως άνθρωπος απέναντι στη ζωή για τη διατήρηση και βελτίωσή της.

Ο ποιητής Τ. Πατρίκιος χρειάστηκε να περάσει μέσα από τέτοιους αγώνες, να περάσουν χρόνια για να πάει: το’ χα σκεφτεί κι εγώ: (Η ηδονή των παρατάσεων, εκδ. Διάττων, 1992, σελ. 28). Χαιρόμαστε μαζί του που επέζησε χωρίς ενοχή πια και τον έχουμε εδώ ανάμεσά μας και τον ευχαριστούμε για το έργο του και την πολύ ανθρώπινη παρουσία του.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ