Γράφει η Πέγκη Φαράντου, Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Συγγραφέας – Ζωγράφος.
Είχε έρθει το καλοκαίρι. Οι μέρες είχαν μεγαλώσει και η ζέστη παρέμενε μέχρι αργά τη νύχτα. Και μπορεί οι ολάνθιστοι κήποι των σπιτιών να αντικαταστάθηκαν από περίτεχνες κατασκευές τσιμέντου, αλλά όλο και από κάποια μάντρα δραπέτευε ένα γιασεμί, που αναζητούσε τον ήλιο, για να μας θυμίσει καλοκαίρι. Τι μεγάλη δύναμη μπορεί να έχει ένα άρωμα! Το άρωμα από γιασεμί και αγιόκλημα μπορεί να σε μεταφέρει σε μια άλλη εποχή.
Σε μια εποχή που στην Ελλάδα οι αυλές ήταν ολάνθιστες. Αυλές με ασπρισμένες πήλινες γλάστρες με γεράνια, γαρδένιες, γαρύφαλλα και μεγάλες ντάλιες, βασιλικούς σε μεταλλικούς ντενεκέδες, γιασεμί και αγιόκλημα. Όλα τακτοποιημένα και καθαρά, πολύχρωμα και μυρωδάτα. Ήταν εκεί, για να πουν καλημέρα και να προσκαλέσουν έναν φίλο, έναν γείτονα, έναν ξένο, στην αυλή.
Γιατί όμως αυτές οι ολάνθιστες αυλές των σπιτιών της Ελλάδας είναι τόσο σημαντικές; Οι αυλές αυτές είναι η εικόνα του ίδιου του Έλληνα. Αυλές περιποιημένες και καθαρές, πόρτες ανοιχτές και κάπου ένα μικρό τραπέζι με δύο καρέκλες. Όλα αυτά δεν έδειχναν τη διακοσμητική ικανότητα των ανθρώπων αλλά μια εξωστρέφεια προς τον κόσμο. Έδειχναν σχέσεις. Σχέσεις του ανθρώπου με τον συνάνθρωπό του, με το περιβάλλον, τα ζώα, τα φυτά και τον Θεό. Η αυλή με τα λουλούδια στην Ελλάδα έδειχνε σχέσεις, έδειχνε αγάπη, έδειχνε φιλία. Τα καλοκαίρια γέμιζε καρέκλες για να υποδεχθεί φίλους. Όλοι ήταν φίλοι, ακόμη και οι ξένοι. Άνθρωποι της γειτονιάς έπιναν τον καφέ τους και συζητούσαν τα νέα. Δύο φίλοι έπαιζαν τάβλι αντικριστά. Ήχος από ζάρια μέχρι αργά το βράδυ. Οι νοικοκυρές κερνούσαν βύσσινο γλυκό και παγωμένο νερό. Το νερό από μόνο του ήταν αρκετό κέρασμα και κάποιοι μεγαλύτεροι το ζητούσαν «μισό-μισό» (μισό ποτήρι κρύο και μισό από τη βρύση). Στα κεραμίδια περνούσε μια γάτα και στο χώμα κοιμόταν ένας γέρικος σκύλος.
Αυτές οι εικόνες διατηρούνται ακόμη στην Ελλάδα, χάθηκαν όμως από τις πόλεις της. Οι αυλές έκλεισαν. Τα σπίτια περιβάλλονται από μάντρες και περίτεχνες σιδερένιες πόρτες. Οι αυλές κλείδωσαν. Μαζί με τις αυλές κλείδωσαν και πολλά από τα συναισθήματα των ανθρώπων, άλλαξαν οι σχέσεις τους. Οι άνθρωποι συνήθισαν να μην έχουν σχέσεις με το περιβάλλον τους και με τον συνάνθρωπό τους. Δύσκολα προσέχει κανείς στο πέρασμά του ένα δέντρο στο δρόμο που θέλει νερό, μια γάτα που αναζητά τροφή, ένα γιασεμί που άνθισε, για να μας θυμίσει ότι ήρθε το καλοκαίρι. Ο χώρος έγινε απλά το πλαίσιο για μια όμορφη φωτογραφία. Τα λουλούδια ενοχλούν γιατί προκαλούν αλλεργίες, τα δέντρα των πόλεων κλαδεύονται μέχρι να εξαφανιστούν και πνίγονται στα ασφυκτικά πλακάκια που τα περιβάλλουν. Οι σκύλοι δεν υπάρχουν πια ελεύθεροι στις πόλεις να την περιδιαβαίνουν και οι γάτες στειρώνονται για το καλό τους. Πουλιά διώκονται με κάθε τρόπο ως βρομερά και ανεπιθύμητα, με σιδερένιες βελόνες σε σπίτια και αυλές.
Ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη πια την αυλή ή νομίζει ότι δεν έχει. Έμαθε να ζει μόνος ακόμη και όταν βρίσκεται μαζί με κόσμο, προστατευμένος σε κάποιο φρούριο. Ωστόσο ακόμη υπάρχουν κάποια γιασεμιά που δραπετεύουν από κάποια μάντρα για να βγουν στο φως…