Γράφει η Πέγκη Φαράντου: Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών – Συγγραφέας – Ζωγράφος
Στο κέντρο μιας αυλής, χρόνια, μια γέρικη μουριά. Για χρόνια, αυτή η μουριά, ήταν αιτία διαφωνίας, μεταξύ του κυρ-Κώστα και της κυρα-Ευανθίας. Η κυρα-Ευανθία, κάθε καλοκαίρι που η μουριά γέμιζε τα κλαδιά της με καταπράσινα φύλλα, άρχιζε να μουρμουρίζει για τα μούρα που πέφτουν και της λερώνουν την αυλή. Κάθε καλοκαίρι προσπαθούσε να πείσει τον άντρα της να τη «μπολιάσουν», για να μην κάνει ξανά μούρα. Όλη τη μέρα γυρνούσε γύρω από τη μουριά για να σκουπίσει τα πεσμένα μούρα στο χώμα. «Σε παρακαλώ Κώστα!», έλεγε, κρατώντας τη σκούπα με τα δύο της χέρια, «του χρόνου να τη μπολιάσουμε, γεμίσαμε μούρα, θα λέει η γειτονιά πως είμαι ακαμάτρα!» και συνέχιζε να σκουπίζει με γρήγορες κινήσεις. Ο κυρ-Κώστας χαμογελούσε, «άσε το δεντράκι να καρποφορεί, δες το τι όμορφο που είναι» και συνέχιζε να διαβάζει την εφημερίδα του, κάτω από τον πλατύ ίσκιο.
Η Ευανθία και ο Κώστας ήταν παντρεμένοι για πάνω από εξήντα χρόνια. Ζούσαν στη Σίφνο. Το σπίτι τους ήταν ένα δωμάτιο όλο και όλο. Ένα μικρό δωμάτιο που χωρούσε μόνο ένα σιδερένιο κρεβάτι και πάνω από αυτό η εικόνα της Παναγιάς. Λίγο πιο κει, η κουζίνα, πόρτα δεν υπήρχε ανάμεσα στους δύο χώρους, παρά μόνο ένα ύφασμα στερεωμένο με πολύχρωμες πινέζες. Ένας νεροχύτης από λευκό μάρμαρο, ένα παλιό ψυγείο, μια κουζίνα με πετρογκάζι και ένα μικρό κρεβάτι, συνηθισμένο στο ελληνικό σπίτι κάποτε. Ο κύριος χώρος του σπιτιού τους, η αυλή. Μια αυλή με στεγνό χώμα, γύρω της γλάστρες με γεράνια. Μεγάλοι ντενεκέδες από λάδι, βαμμένοι με λευκό χρώμα, με πολύχρωμα γεράνια.
Στο κέντρο της αυλής, η μεγάλη μουριά. Γύρω από τον κορμό της, μια σειρά από τούβλα, συγκρατούσαν το νερό από το πότισμα. Ο κορμός της ασπρισμένος με ασβέστη λίγο πριν τον Δεκαπενταύγουστο. Κάτω από τη μουριά ένα μικρό τραπέζι και τρεις καρέκλες. Η μια καρέκλα είχε ένα μπλε μαξιλαράκι, με λευκή δαντέλα στις άκρες του, επιμέλεια της κυρα-Ευανθίας. Αυτή η καρέκλα ήταν του κυρ-Κώστα.
Το καλοκαίρι είχε περάσει, είχε μπει ο Σεπτέμβρης. Οι μέρες όμως ήταν ακόμη ζεστές στο όμορφο νησί, το ίδιο και η θάλασσα. Οι ζεστές μέρες και ο λιγότερος τουρισμός έκαναν πολλούς να επιλέγουν αυτή την εποχή για τις διακοπές. Δύο από αυτούς ήταν ο Νικ και η Εύα. Ο Νικ και η Εύα ήταν εγγόνια της Ευανθίας και του Κώστα, έμεναν στην Αμερική με τους γονείς τους, από τότε που γεννήθηκαν. Αυτό το καλοκαίρι επέλεξαν να επισκεφτούν τους παππούδες τους στο νησί για διακοπές. Οι φιλόξενοι παππούδες υποδέχθηκαν τα εγγόνια με χαρά στο σπίτι. Έτσι, το μικρό σπίτι γέμισε με παράξενα πράγματα. Ένα τάμπλετ στην αυλή, ένα μόντεμ για το ίντερνετ στην εξώπορτα, μικρά ακουστικά στο ράφι της κουζίνας, καλώδια, σεσουάρ για τα μαλλιά, πρέσα, ρούχα, αξεσουάρ, καλλυντικά, αρώματα, μικροσκοπικά μαγιό και μια κίτρινη σανίδα του σερφ, ακουμπισμένη στη μουριά.
Τα παιδιά έλειπαν όλη μέρα από το σπίτι. Επέστρεφαν συνήθως ξημέρωμα και όλη τη μέρα κοιμόντουσαν. Μια μέρα το πρόγραμμα άλλαξε· ήταν η μέρα που ο Νικ και η Εύα θα έφευγαν από το νησί, οι διακοπές είχαν φτάσει στο τέλος. Εκείνη τη μέρα ο Νικ ξύπνησε νωρίς και αφού έκανε μερικές ασκήσεις, κάθισε με τον παππού του κάτω από τη μουριά. Ο κυρ-Κώστας, άφησε την εφημερίδα στην καρέκλα, ο Νικ προσπαθούσε να ξυπνήσει με τις πρώτες γουλιές καφέ. «Πώς είναι η ζωή στην Αμερική παιδί μου;», είπε ο Κώστας στον εγγονό του. «Εμείς στην Αμερική, παππού, είμαστε πολύ καλά, βγάζουμε πολλά λεφτά και κάνουμε πολύ σπουδαίες δουλειές. Εγώ να σκεφτείς φεύγω για τη δουλεία στις έξι το πρωί και επιστρέφω στις 11 το βράδυ». Ο Κώστας κούνησε το κεφάλι με θαυμασμό. Ο Νικ πήρε το τάμπλετ στα χέρια και με γρήγορες κινήσεις των δαχτύλων του πληκτρολόγησε το κέντρο ιατρικών ερευνών στο οποίο εργαζόταν. Άνθρωποι με λευκές στολές, μάσκες και μεγάλα προστατευτικά γυαλιά. «Παππού, γίνονται μεγάλες ανακαλύψεις στην εποχή μας» είπε και άνοιξε μια νέα σελίδα στο διαδίκτυο για να διαβάσει δυνατά: «επιστήμονες δημιούργησαν συνθετικό έμβρυο, γονιμοποίηση χωρίς ωάριο και σπερματοζωάριο αλλά με βλαστοκύτταρα…». «Τι λες παιδί μου…». Πριν προλάβει ο Κώστας να ολοκληρώσει την πρότασή του, ο Νικ είχε σηκωθεί από το τραπέζι, κοιτώντας επίμονα το έξυπνο ρολόι του. Η Εύα ήταν ήδη έτοιμη για αναχώρηση. Έλεγε στον Νικ στα αγγλικά να κουβαλήσει αυτός τη σανίδα του σερφ. Ο Κώστας και η Ευανθία χαιρέτησαν τα παιδιά και τους έδωσαν ντόπια γλυκά, ρίγανη και μέλι.
Την επόμενη μέρα, ο Κώστας κάθισε στην καρέκλα του κάτω από τη μουριά, όπως συνήθιζε κάθε μέρα. Πήρε την εφημερίδα του και την άνοιξε στο τραπέζι. Όταν η Ευανθία πήρε τη σκούπα και άρχισε να σκουπίζει τα μούρα στο χώμα και πριν προλάβει να μιλήσει, ο Κώστας είπε, «του χρόνου θα μπολιάσουμε τη μουριά»