Γράφει ο Γιώργος Κατρούγκαλος Τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία.
Το 2019 ο Κ. Μητσοτάκης ήταν ο μόνος Έλληνας πρωθυπουργός, που κατά την ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ δεν αναφέρθηκε καθόλου στο μείζον εθνικό θέμα του Κυπριακού. Τότε είχε δεχθεί κριτική από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και διότι κατά την συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Τουρκίας δεν αναφέρθηκε ούτε στις παραβιάσεις στο Αιγαίο ούτε στις προκλητικές τουρκικές κινήσεις στην Κυπριακή ΑΟΖ. Όπως τονίζαμε και τονίζουμε εδώ και καιρό, οι φιλοφρονήσεις και οι διαβεβαιώσεις για «ήρεμες ανάπαυλες» δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το έλλειμμα μιας συγκροτημένης εθνικής στρατηγικής για διάλογο με την Τουρκία και ορίζοντα τη Χάγη.
Τρία χρόνια μετά, έχουν αλλάξει όλα, εκτός από αυτό. Το έλλειμμα αποτελεσματικής στρατηγικής. Η πρόσφατη, τέταρτη πρωθυπουργική τοποθέτηση ενώπιον του Οργανισμού ήταν κυρίως αφιερωμένη στην απάντηση στο κρεσέντο επιθέσεων κατά της Ελλάδας, που είχε εκτοξεύσει λίγες ημέρες νωρίτερα ο Πρόεδρος Ερντογάν. Τις δηλώσεις αυτές είχε καταδικάσει, ως όφειλε, το σύνολο του πολιτικού κόσμου, αν και η Νέα Δημοκρατία είδε με ανακοίνωση της «αφωνία» του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Είχαν προηγηθεί, βεβαίως, δύο δημόσιες δηλώσεις μου και σχετικό δελτίο τύπου του Γραφείου Τύπου του κόμματος, αυτά δεν έχουν όμως σημασία για τον προπαγανδιστικό μηχανισμό του κυβερνητικού κόμματος. Εξακολουθεί να επενδύει σε fake news, αδιαφορώντας για την ανάγκη να υπάρχει ενιαίο εθνικό μέτωπο βασισμένο στην αλήθεια απέναντι στην Τουρκία. Αυτήν την φορά ο κ. Μητσοτάκης δεν ξέχασε την Κύπρο, αλλά υπήρχαν πολλά κενά στις τοποθετήσεις του, τόσο σε ό,τι αφορά την Τουρκία όσο και σε άλλα θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής.
Πρώτον, το έλλειμμα μιας αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής με κίνητρα και αντικίνητρα. Ούτε στην ομιλία στον ΟΗΕ, ούτε στην ΕΕ ακούσαμε τον κ. Μητσοτάκη να ξαναβάζει στο τραπέζι το πλαίσιο κυρώσεων που υιοθετήθηκε τον Ιούνιο 2019 επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στις τουρκικές απειλές. Πώς θα πιεστεί η Τουρκία εάν δεν έχει κόστος η επιθετική της συμπεριφορά; Αντιθέτως βλέπουμε την Κυβέρνηση να συναινεί χωρίς όρους στην συμμετοχή της Τουρκίας στην Σύνοδο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας τον Οκτώβριο, με την ίδια ευκολία που συναίνεσε στην έναρξη διαπραγματεύσεων για την αναθεώρηση της τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας τον Μάιο 2021. Χωρίς όρους που θα μπορούσαν να δώσουν βαθιές ρίζες στον ελληνοτουρκικό διάλογο, σε ένα ισχυρό ευρωτουρκικό πλαίσιο. Ενδεχομένως να επιδιωχθεί και κάποια συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν την επόμενη περίοδο η οποία όμως θα έχει την ίδια τύχη με αυτήν της Κωνσταντινούπολης εάν δεν αποκτήσει βάθος και δεν συνδεθεί με μια νέα ευρωτουρκική προοπτική και την απειλή κυρώσεων. Εάν δεν επιδιωχθεί ενεργά από την Ελλάδα ένα νέο πλαίσιο όπως αυτά της Βέρνης (1976-1981), του Νταβός (1988-1989), του Ελσίνκι (1999-2004), χωρίς τα κενά και τις σκιές τους, ή αυτό της ευρωτουρκικής συνεργασίας με αφορμή το προσφυγικό (2015-2016), οποιαδήποτε τέτοια πρωτοβουλία θα είναι θνησιγενής. Και οι αναφορές στη Χάγη θα έχουν στόχο απλά να κερδίζουμε το blame game απέναντι στην Τουρκία. Πήχης επικίνδυνα χαμηλός.
Δεύτερον, το θέμα των «κόκκινων γραμμών». Ενώ ορθά ο πρωθυπουργός κατήγγειλε τις αμφισβητήσεις και τις παραβιάσεις κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας, όταν ήρθε η ώρα να περιγράψει τις κόκκινες γραμμές μας, τοποθετήθηκε ως εξής: «Αν ο Πρόεδρος Ερντογάν θέλει να μιλήσει για «κόκκινες γραμμές», τότε λέω το εξής: οι τουρκικές αξιώσεις στην κυριαρχία των νησιών της Ελλάδας είναι αβάσιμες και απαράδεκτες. Η αμφισβήτηση της κυριαρχίας ελληνικού εδάφους ξεπερνά την “κόκκινη γραμμή” για όλους τους Έλληνες. Και ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας, δεν θα συμβιβαστώ ποτέ σε ότι έχει να κάνει με την εδαφική ακεραιότητα, την ασφάλεια και τη σταθερότητα της χώρας μου.»
Κόκκινη γραμμή όμως, επί του πεδίου, δεν αποτελεί μόνον η αμφισβήτηση της κυριαρχίας και της εδαφικής μας ακεραιότητας, αλλά και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στην ΑΟΖ και στην υφαλοκρηπίδα, εκεί όπου έλαβε χώρα η μεγάλη κρίση με το Oruc Reis. Είναι δυστυχώς νωπές οι κυβερνητικές δηλώσεις μεσούσης της κρίσης του 2020 ότι «κόκκινη γραμμή μας είναι τα έξι μίλια». Δηλώσεις που προφανώς ερμηνεύθηκαν από την Τουρκία ως πράσινο φως για έρευνες του Oruc Reis ως 6 νμ από τη Ρόδο και το Καστελόριζο. Σε μία περίοδο που οι κόκκινες γραμμές μας πρέπει να είναι σαφείς και να αναγγέλλονται και να υπηρετούνται με αποφασιστικότητα, το να αφήνει ο πρωθυπουργός την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα έξω από αυτές, δίνει ένα σαφές και επικίνδυνο για τη χώρα μήνυμα.
Τρίτον, η αφωνία του κ. Μητσοτάκη σε σχέση με το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο, η υπογραφή του οποίου τον Νοέμβριο 2019 ήταν η πρώτη πράξη της πολιτικής της «Γαλάζιας Πατρίδας,» που κορυφώθηκε το φθινόπωρο του 2020 με την κρίση του Oruc Reis. Ορθώς λοιπόν, η ελληνική διπλωματία έχει βάλει ως στόχο την ακύρωσή του. Ωστόσο, τα τελευταία δύο χρόνια οι ευρωπαίοι εταίροι μας μας αποκλείουν συστηματικά από σχεδόν όλες τις συναντήσεις για τη Λιβύη, στις οποίες δίνουν κεντρικό ρόλο στην Τουρκία. Πώς εξηγείται ότι σε αυτό το ήδη δύσκολο για τη χώρα μας πλαίσιο, ο Πρωθυπουργός συναντήθηκε στον ΟΗΕ με τον επικεφαλής του Προεδρικού Συμβουλίου της Λιβύης, Μοχάμεντ αλ Μένφι και δεν συζήτησε το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο; Έπαψε να αποτελεί εθνικό στόχο η ακύρωση του; Εάν η μη αναφορά του στο δελτίου τύπου της συνάντησης ήταν όρος της λιβυκής πλευράς για την πραγματοποίησή της, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα.
Τέταρτον, το γεγονός ότι η πολιτική Μητσοτάκη καθιστά το προσφυγικό από ευρωτουρκικό ζήτημα, ελληνοτουρκικό. Ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε εκτεταμένα, και σωστά, στην εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού από την Τουρκία, αν και απέφυγε επισταμένως να χρησιμοποιήσει οπουδήποτε τη φράση «πρόσφυγας» ή «προσφυγικό». Είναι ξεκάθαρο ότι η χώρα που παραβιάζει συστηματικά ανθρώπινα δικαιώματα και διεθνές δίκαιο, δεν μπορεί να κουνά το δάχτυλο στην Ελλάδα. Ξεκάθαρο είναι επίσης ότι είναι αναγκαία η απόκρουση εκ μέρους μας της τουρκικής εργαλειοποίησης, της σχετικής προπαγάνδας και η υπεράσπιση των συνόρων μας. Εξίσου αναγκαίος όμως είναι και ο ταυτόχρονος σεβασμός της διεθνούς νομιμότητας και του ανθρωπιστικού δικαίου στο οποίο η Ελλάδα πρέπει να είναι προσκολλημένη και να μην δίνει έδαφος για εκμετάλλευση στη γειτονική Τουρκία-παραβάτη. Η πολιτική Μητσοτάκη έχει καταστήσει το προσφυγικό από ευρωτουρκικό σε ελληνοτουρκικό θέμα. Έχει αναλάβει τον ρόλο της «χώρας-(δεσμο)φύλακα» μιας «Ευρώπης φρούριο», καθησυχάζοντας τους εταίρους μας ότι θα αναλάβει η ίδια όλες τις νομικές, επιχειρησιακές και ανθρωπιστικές ευθύνες που τους αναλογούν.
Με αποτέλεσμα και να εκτίθεται η Ελλάδα διεθνώς και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να έχουμε σχετικές καταδίκες και να μην εξασφαλίζουμε πάντα την αναγκαία στήριξη που έπρεπε από τους υπόλοιπους ευρωπαίους εταίρους μας. Πού ήταν άραγε αυτές τις μέρες, για να απαντήσουν στον Τούρκο Πρόεδρο, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Μισέλ ή η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εξυμνούσαν τον κ. Μητσοτάκη για τον ρόλο της Ελλάδας στην κρίση του Έβρου; Προφανώς- λόγω της πολιτικής Μητσοτάκη- θεωρούν πως όταν τα πράγματα πάνε στραβά στα σύνορα, η ευθύνη είναι του «δεσμοφύλακα».
Την ίδια στιγμή, η έλλειψη θεσμικών ελέγχων για την παραβίαση του διεθνούς δικαίου, οι συνεχείς αντιφάσεις ή και ψευδολογίες κυβερνητικών στελεχών εκθέτουν τη χώρα στο εξωτερικό. Όταν εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση, μετά από την έρευνα του OLAF, ο εκτελεστικός διοικητής της FRONTEX Φ. Λεγγέρι, οι μόνες χώρες που τον υπερασπίσθηκαν ήταν η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Ελλάδα, παρέα στην οποία έχει βρεθεί η χώρα μας και πρόσφατα, λόγω του σκανδάλου των υποκλοπών.
Πέμπτο, η στάση Μητσοτάκη στο Ουκρανικό. Ενώ ορθά ο κ. Μητσοτάκης καταδίκασε τη ρωσική εισβολή και τόνισε την ανάγκη να μην πετύχει, δεν είπε λέξη για την ειρήνη και την ανάγκη να μπορέσει η Ευρώπη, που κυρίως πλήττεται γεωστρατηγικά και οικονομικά από την παράταση του πολέμου, να μπορέσει να διαμορφώσει αυτόνομη πολιτική από αυτή των ΗΠΑ, προς υπεράσπιση των δικών της συμφερόντων. Δυστυχώς ο Πρωθυπουργός προτιμά να προσεγγίζει η πολιτική μας στο Ουκρανικό τη στάση της Πολωνικής ηγεσίας παρά του πρώην Ιταλού Πρωθυπουργού, Μάριο Ντράγκι, που είχε προτείνει συγκεκριμένο ειρηνευτικό σχέδιο για το Ουκρανικό.
Για μία ακόμη φορά ο Κ. Μητσοτάκης δεν αναδείχθηκε αντάξιος των περιστάσεων.