Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024

Πέγκη Φαράντου: Άγια Θεοφάνια· η ευχή του Γρηγορίου Ξενόπουλου

Γράφει η Πέγκη Φαράντου: Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών – Συγγραφέας – Ζωγράφος

Ξημερώνουν τ’ Άγια Θεοφάνια, σε έναν κόσμο που πλάθει ο συγγραφέας Γρηγόριος Ξενόπουλος για να μιλήσει στα παιδιά και όχι μόνο. Με ένα εξαιρετικό κείμενο, ελληνικής πεζογραφίας, ο συγγραφέας, από το όμορφο νησί της Ζακύνθου, μας φέρνει σε επαφή με τη ψυχή ενός μικρού παιδιού που αντιμετωπίζει τη φτώχεια. Στο μυαλό του έχει πώς ο πλούτος θα το βγάλει από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Έτσι, μια νύχτα, μια «αστροσπαρμένη» νύχτα, όπως πολύ όμορφα γράφει ο Ξενόπουλος, ο μικρός μας φίλος εύχεται να αποκτήσει πλούτο. Δεν γνωρίζει όμως ότι ο πλούτος δεν είναι αυτός που θα γεμίσει την καρδιά του με χαρά. Με πόσο απλά και ουσιαστικά λόγια, ο συγγραφέας πλέκει μια μεγάλη αλήθεια. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, με ευαισθησία, γράφει ένα κείμενο που αξίζει να συζητηθεί με τα παιδιά και σήμερα.

Οι νύχτες μπορεί να μη φαίνονται πια αστροσπαρμένες πίσω από τα έντονα φώτα των πόλεων και τα περισσότερα παιδιά να μην αντιμετωπίζουν τη φτώχια όπως κάποτε, όμως η αναζήτηση της ευτυχίας παραμένει… Οι εικόνες όμως έχουν αλλάξει. Στην εικόνα της γιαγιάς, του πατέρα, της μητέρας και του δασκάλου να διαβάζει παραμύθια στα παιδιά, να έχουν προστεθεί και άλλες εικόνες. Μια «dark queen» διαβάζει ιστορίες σε παιδιά. Ένας γονέας α και ένας γονέας β τρώνε μαζί στο τραπέζι της κουζίνας. Δυο μαμάδες και δύο μπαμπάδες σε οικογενειακές στιγμές. Η Ειρήνη θέλει να γίνει Φίλιππος. Η Ισμήνη θέλει να γίνει μοντέλο. Νέες εικόνες, νέες σκοπιμότητες, νέες αναζητήσεις. Ένας κόσμος που διαρκώς αλλάξει αλλά εξακολουθεί να αναζητά την ευτυχία…

Σε έναν πλούσιο τραπεζικό λογαριασμό. Σε μια όμορφη εξωτερική εμφάνιση. Σε ένα αψεγάδιαστο πρόσωπο, αποτέλεσμα επίπονων αισθητικών επεμβάσεων. Σε χιλιάδες χαμόγελα φωτογραφιών στο διαδίκτυο. Σε ένα μεγάλο αμάξι. Σε ένα μεγάλο σπίτι. Στους πολλούς ακόλουθους του διαδικτύου.

Αν ο μικρός μας φίλος ζούσε σήμερα και έπρεπε να κάνει μια μόνο ευχή στον ουρανό του Ξενόπουλου, τι άραγε θα ευχόταν;

ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΑ

Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951)

– Γιαγιά, αλήθεια απόψε ανοίγει ο ουρανός;

– Ναι, παιδάκι μου, γιατί ξημερώνουν τ’ Άγια Θεοφάνια. Και όποιος αγρυπνήσει και προφτάσει σε κείνη την απόκρυφη ώρα…

– Το ξέρω, γιαγιά μου, το ξέρω. Μπορεί να ζητήσει ό,τι θέλει απ’ τον Θεό και του γίνεται.

– Ναι, μα φτάνει να ζητήσει ένα πράγμα μοναχά…

Το παιδάκι αποφάσισε να αγρυπνήσει. Κοντά στην κάμαρά του, επάνω ψηλά, ήταν η πόρτα, που έβγαινε στο λιακωτό. Χωρίς να το δει κανείς, κουκουλώθηκε με το παπλωματάκι του, πήρε το προσκεφάλι του και πήγε να ξαπλωθεί εκεί έξω. Δεν είχε φόβο κανένα. Στη χειμωνιάτικη νύχτα το ζέσταινε το πάπλωμα και η ελπίδα.

Ήταν αργά… Σκοτάδι και σιωπή απλωνόταν κάτω σ’ όλη την κοιμισμένη πόλη. Εδώ και κει μονάχα τρεμόκαιγε κανένα φανάρι, σα μάτι νυσταγμένο, και τ’ αγιασμένα νερά της λίμνης εκεί πέρα λαμπύριζαν στη μυστική αστροφεγγιά. Απέραντος θόλος, σαν μαύρο βελούδο καρφωμένο με διαμαντένια καρφιά, το σκέπαζε ο ουρανός. Και τον κοίταζε με ανήσυχα μάτια το παιδάκι και περίμενε ήσυχα να ανοίξει. Ό,τι ζητούσε τότε, θα γινόταν. Μα φτάνει να ζητούσε ένα μονάχα – και το παιδάκι είχε το σκοπό του…

Οι ώρες περνούσαν έτσι και οι πετεινοί, ζωντανά ρολόγια, τις έλεγαν με τη βραχνή τους φωνή ο ένας στον άλλον.

Ήρθε τέλος πάντων και η απόκρυφη ώρα, που άνοιξε ο ουρανός. Μέσα στην αστροσπαρμένη μαυρίλα πρόβαλε έξαφνα μια λάμψη ζωηρή, που έσβησε όλα τα αστέρια. Ένα φως χύθηκε τότε στην κτίση και τ’ αγιασμένα νερά της λίμνης εκεί πέρα έλαμψαν σαν αναμμένα.

Στο θέαμα αυτό το παιδάκι σάστισε. Του φάνηκε σαν να είδε αγγέλους να πετούν εκεί ψηλά μες στο φωτεινό άνοιγμα και έναν ολόχρυσο ποταμό να τρέχει στον ουρανό, καθώς λένε, τον Ιορδάνη. Στον τρόμο του, στη θάμπωσή του, στη σαστιμάρα του, λησμόνησε τι είχε να ζητήσει κι έβλεπε βουβό…

Μονάχα την τελευταία στιγμή, που συνήλθε λιγάκι, πρόφτασε να πει ένα λόγο. Και σβηνόταν πια η θεία λάμψη, σαν ακούστηκε στον αέρα της νύχτας η ψιλή φωνούλα του παιδιού:

– Πλούτο!

Γύρισε τρέμοντας στο κρεβατάκι του. Σκεπάστηκε από το κεφάλι και προσπάθησε να κοιμηθεί. Μα το άφησε το μικρό για πολύ ώρα άγρυπνο το εκπληκτικό θέαμα από το ’να μέρος, που βασάνιζε ακόμη τα μάτια του και μια ανήσυχη σκέψη από το άλλο, που βασάνιζε το μυαλό του… Τι λαμπρό κι απίστευτο θέαμα! Να τον άκουσε τάχα ο Θεός; Πρόφτασε να μιλήσει σε κατάλληλη στιγμή; Αχ! Και θα αποχτούσε τον πλούτο, το ένα πράμα, που ζήτησε με την καρδιά του το φτωχό παιδάκι;

Σαν αποκοιμήθηκε, κατά το πρωί, είδε ένα παράξενο όνειρο, τόσο ζωηρό, που ακόμη και τώρα δεν ξέρει, αν κοιμόταν πραγματικά ή αν αγρυπνούσε με πυρετό.

Του φάνηκε πως μπήκε έξαφνα στην κάμαρά του ένας άνθρωπος. Ήταν νέος, παιδί μάλιστα αμούστακο. Το πρόσωπό του έλαμπε από την ομορφιά και η φορεσιά του από την πολυτέλεια. Από πάνω ως κάτω ήταν πνιγμένος στο χρυσάφι, στο μετάξι, στα πετράδια. Ένα σύννεφο κάτασπρο υποστήριζε τα πόδια του. Στα χέρια του κρατούσε ένα χρυσό ραβδί. Είχε φτερούγια χιονάτα και χαμόγελο γλυκό.

– Να ’μαι! Τι με θέλεις; είπε με τρυφερή φωνή.

– Άγγελος… ψιθύρισε το παιδάκι τρομαγμένο.

– Δεν είμαι άγγελος, αποκρίθηκε ο νέος, είμαι ο Πλούτος, που ζήτησες απόψε. Εκείνος που οδηγεί τα βήματά μου είδε τη φωτιά της καρδιάς σου και μ’ έστειλε. Μια στιγμή πρωτύτερα αν πρόφταινες να πεις τ’ όνομά μου, θα ’ρχόμουν να σε φορτωθώ ανερώτητα. Μα τώρα, που άργησες να μιλήσεις κι έγινε ζήτημα αν έπρεπε να σου γίνει η χάρη ή όχι, αποφασίστηκε να έρθω μονάχα να σε ξαναρωτήσω… και ότι μου πεις θα κάνω. Επιμένεις ακόμα στο λόγο σου; Εμένα ζητάς κι επιθυμείς πραγματικά, αφού ξέρεις ότι μονάχα ένα πράμα έχεις δικαίωμα να ζητήσεις; Αν είναι έτσι, πες μου το και μένω μαζί σου για πάντα.

Το παιδάκι πήρε θάρρος, βγήκε περισσότερο απ’ τα σκεπάσματά του και είπε:

– Εσένα θέλω, Πλούτε μου, σε θέλω να μείνεις πάντα μαζί μου. Είδα πως όλη η ευτυχία βρίσκεται πάντα με σένα και από πολύ καιρό εσύ είσαι τ’ όνειρό μου.

– Βλέπω ότι με αγαπάς πραγματικά και ήθελα να μείνω μαζί σου… Αλήθεια! Τι όμορφη ζωή, που θα περνούμε! Παντού ο κόσμος θα σκύβει στο διάβα μας, σαν θα βγαίνουμε συντροφιασμένοι. Θα κατοικούμε σε παλάτια ολομάρμαρα, θα κοιμόμαστε σε ολόχρυσο κρεβάτι, θα σκεπαζόμαστε με σεντόνια μεταξωτά. Το γυαλιστερό ατλάζι και το χνουδωτό βελούδο θα μας τριγυρίζουν παντού, στο πάτωμα, στους τοίχους, στο ταβάνι, στα καθίσματα, παντού όπου θα ακουμπά το κορμί ή θα αναπαύεται το βλέμμα. Θα φορούμε λαμπρά φορέματα και στολίδια. Θα ’χουμε δούλες και γνώριμους πολλούς. Βαλσαμωμένος θα είναι ο αέρας που θ’ αναπνέουμε από τ’ άνθη και τα μυρωδικά. Το τραπέζι μας θα λάμπει στο χρυσάφι και στο κρύσταλλο.

Θα βγαίνουμε στον περίπατο με αμάξια καταστόλιστα. Θα πηγαίνουμε στα θέατρα, στους χορούς, στα ιπποδρόμια, πάντα στην καλύτερη θέση. Θα ταξιδεύουμε με κάθε άνεση το Καλοκαίρι ή το Χειμώνα. Και θα έχουμε μέσα σε μία κάμαρα, ζεστή σα φωλιά, ένα ντουλάπι λουστραρισμένο, με πολλά κλειδιά, γεμάτο χρυσά φλωριά τόσα, ώστε να μπορούμε να κάνουμε κάθε επιθυμία, που θα μας γεννιόταν…

– Α, τι καλά! Φώναξε το παιδάκι, και το γέλιο δεν θα λείπει από τα χείλη μας και η χαρά από την καρδιά μας. Κάθισε, Πλούτε μου. Θέλω να είμαι μαζί σου δοξασμένος και ευτυχής.

Ο νέος έχασε με μιας το γέλιο του, ακούμπησε πάνω στο ραβδί του και είπε με περίλυπη φωνή:

– Αυτό είναι ίσα-ίσα που θέλω να σου πω… Εγώ δεν μπορώ να σου εγγυηθώ ότι δε θα λείπει από τα χείλη σου το χαμόγελο και από την καρδιά σου η χαρά, α! όχι! όχι!

– Μα, γιατί;

– Γιατί; …Δεν σε άφησε λοιπόν η αγάπη, που μου έχεις, να το σκεφτείς ποτέ;… Και τι μπορώ τάχα να σου κάνω εγώ όταν θα έρχεται ο πόνος και η θλίψη;… Ποιος ξέρει αν δε θα με θέλεις, για να πληρώνεις πάντα γιατρούς και γιατρικά; Ποιος σου είπε ότι μαζί μου δεν θα δοκιμάσεις ποτέ αγωνία βασάνου σε δικαστήριο; Ποιος σου είπε αν μ’ εμένα θα βρεις την αληθινή αγάπη, την αδερφική φιλία, εκείνη που θέλεις; Ποιος σου υποσχέθηκε ότι μαζί μου θα απολαύσεις τις χαρές της καλής καρδιάς, του φωτισμένου μυαλού, της καθαρής συνείδησης; Ποιος σε βεβαίωσε ότι στο σπίτι σου θα βασιλεύει η τιμή, η αγάπη, η χαρά, η αρμονία;… Α! Πόσο στάθηκες, παιδάκι μου, απατημένος! Γύρεψες από εμένα εκείνο που έπρεπε να γυρέψεις από την Ευτυχία.

– Από την Ευτυχία… ψιθύρισε το παιδάκι με απελπισμένη φωνή.

– Μάλιστα, από την Ευτυχία. Μα πώς; Δεν την ξέρεις; Είναι ένα κοριτσάκι μικρό αυτή η Ευτυχία, όμορφο, γελαστό, με κάτασπρη απλή φορεσιά σαν το χιόνι. Φιλία σταθερή μαζί της δεν έχομε, γιατί μ’ αφήνει τις περισσότερες φορές και πηγαίνει με τη φτώχεια, όπως κι εγώ πηγαίνω καμιά φορά με τη Δυστυχία. Τι τα θέλεις, παιδί μου! Αυτή είναι δώρο αληθινό κι απόλαυση! Την ακολουθεί σα σωματοφυλακή ένα πλήθος παιδάκια με γέλια και φωνές, που γεμίζουν τον αέρα. Αυτή μονάχα είναι ικανή, όταν σε πάρει και σένα στην ακολουθία της να σε κάνει να μη λείπει από τα χείλη σου το γέλιο και από την καρδιά σου η χαρά, αδιάφορο αν θα κατοικείτε στην καλύβα ή στο παλάτι, αν θα φορείτε χρυσά ή κουρέλια.

– Πλούτε μου, καλέ μου φίλε, συγχώρεσέ με, δεν το σκέφτηκα. Έκανα λάθος. Την Ευτυχία έπρεπε να ζητήσω, την Ευτυχία ζητούσα, την Ευτυχία ζητώ. Ένα πράμα μονάχα μού είναι συγχωρεμένο να έχω κι άλλο καλύτερο από την Ευτυχία δεν υπάρχει… Αχ! Ούτε συ, καλέ μου Πλούτε! Το βλέπω, τώρα το εννοώ.

– Θέλεις λοιπόν την Ευτυχία. Καλά, εγώ φεύγω. Και φεύγω, άκουσε, όχι γιατί δεν με θέλεις, αλλά γιατί δεν πρόφτασες να με ζητήσεις την κατάλληλη ώρα. Τι τυχερός που στάθηκες! Αλλιώτικα δεν θα έφευγα από κοντά σου και θα ήταν περιττή κάθε σου μετάνοια… Χαίρε, είπε ο Πλούτος και εξαφανίστηκε.

Το παιδάκι δόξασε το Θεό. Έτσι είχε καιρό πάλι του χρόνου, πιο φωτισμένο και πιο ήσυχο, να αγρυπνήσει την ίδια νύχτα και να ζητήσει από τον ουρανό την Ευτυχία, μονάχα την Ευτυχία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ