Γράφει η Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη: Φιλόλογος.
Στο ωραίο προάστιο, ο επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων Δημήτρης Μασούρης και η εφημερίδα ΑΜΑΡΥΣΙΑ, με τη γνωστή, εξαιρετική φροντίδα της, τον Δεκέμβρη του 2022, επέλεξαν το ωραιότερο πρωτοχρονιάτικο δώρο για τους αναγνώστες: Ένα εντυπωσιακής αισθητικής βιβλίο, με 37 μαρουσιώτικα παραμύθια, όπως τα δημοσίευε, από το 1970 μέχρι σήμερα η εφημερίδα, σύμφωνα με το όραμα του ιδρυτή της, του αείμνηστου Ανδρέα Ζαγκλή αλλά και του σημερινού εκδότη της Χρήστου Ζαγκλή, που ανέλαβε να συνεχίσει και να επαυξήσει το πατρικό έργο.
Σε μια κρίσιμη εποχή, που η ευγένεια είναι δυσεύρετη, η έκδοση μάς ταξιδεύει στην επικράτεια της λαϊκής, καταπληκτικής φαντασίας: στα παραμύθια, που διαχρονικά μαγεύουν χιλιάδες παιδιά και συμβάλλουν στην ψυχική τους ανατροφή. Αυτό, το κατ’ αρχάς λαογραφικό υλικό, που επί πολλά χρόνια κατέγραφε, με ξεχωριστή αφοσίωση ο Δημήτρης Μασούρης, χωρίς τα σύγχρονα τεχνικά μέσα, μεταξύ των άλλων αναδεικνύει και την ομορφιά του λαϊκού, προφορικού λόγου, θυμίζοντας τον δρόμο δημιουργίας των δημοτικών μας τραγουδιών. Οι ωραίες αφηγήσεις προέρχονται και από τους απλούς ανθρώπους, με αυθόρμητη παραστατικότητα και αποτελούν μια ελκυστική έκφανση του λαϊκού μας πολιτισμού.
«Μια φορά κι έναν καιρό…»
«Μια φορά κι έναν καιρό…». Τι έγινε; Οι επίμονες παιδικές ερωτήσεις έπαιρναν απαντήσεις, με την οικογένεια, ιδιαίτερα γύρω από το αναμμένο τζάκι των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ακούγοντας άντρες και γυναίκες να ξετυλίγουν τα παραμύθια. Κάποιοι Μικρασιάτες πρόσφυγες μετέφεραν τον παραμυθικό λόγο των χαμένων πατρίδων, προσαρμοσμένο όμως στη γεωγραφία και στις συνθήκες ζωής του Μαρουσιού. Οι γηγενείς Μαρουσιώτες αφηγούνταν κάποτε επηρεασμένοι από συντοπίτες τους με προχωρημένες γνώσεις, αλλά με το ένδυμα της λαϊκής λαλιάς. Ο Δημήτρης Μασούρης, δεν βασιζόταν μόνον στις προσωπικές αναμνήσεις του. Συγκροτούσε τη συλλογή του, αφού επισκεπτόταν στα σπίτια τους ανθρώπους που ήξεραν παραμύθια, ή τους συναντούσε ακόμη και στα χωράφια τις ώρες κάποιας ανάπαυσης, με σκοπό οι αφηγήσεις τους να εμπλουτίζουν την προσπάθειά του.
Όπως συμβαίνει παντού και πάντοτε, το παραμύθι είναι μια ιδιόμορφη αφήγηση, με κυρίαρχο το υπερφυσικό στοιχείο. Οι ήρωες και οι ηρωίδες του μαρουσιώτικου παραμυθικού υλικού, απλοί άνθρωποι ή βασιλιάδες, συμβαδίζουν με εξωπραγματικά όντα. Είναι οι αγαθές νεράιδες, τα φιλικά ζώα, ακόμα και ευεργετικά μυρμήγκια, αλλά δεσπόζουν οι δράκοι και οι μάγισσες. Επομένως, την υπό αναφοράν έκδοση διακρίνει ποικιλία θεμάτων, κάποτε και με ιστορική ή μυθολογική απήχηση. Προτείνουμε ωστόσο, την παρατήρηση ορισμένων πτυχών της συλλογής, που, κατά τη γνώμη μας, προκαλούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Προσπαθώντας να ακούσουμε τη φωνή της λαϊκής ψυχής
Και στα μαρουσιώτικα παραμύθια εικονίζεται η φτώχεια του απλού ανθρώπου, που συχνά ζει αποτραβηγμένος σε σπηλιές, με τα λίγα ζώα και τις εκεί ασχολίες του. Κατά βάθος όμως, δεν είναι απόλυτα αγκιστρωμένος στις στερήσεις. Λαχταρά τον πλούτο, το πολύ χρυσάφι -ως ήρωας παραμυθιού- όπως δείχνουν τα χιλιάδες πολύτιμα νομίσματα που περιλαμβάνουν οι φανταστικές αφηγήσεις, ενώ ακόμη χαρακτηριστικότερα είναι τα όνειρα. Στο παραμύθι «Το όνειρο του γερο-Ούρτση», ο ήρωας, μεταμορφωμένος σε εικοσάρη λεβέντη από την αρχόντισσα Άρτεμη, όπως όλοι είχε γεμίσει το ταγάρι του με φλουριά και λίρες, «το έσφιγγε πάνω στην πουκαμίσα του κι αναλογιζόταν τώρα τι θα έκανε με τόσα λεφτά.
– Νιός δεν είχα τίποτα, μονολογούσε. Τώρα, τι να τα κάνω, ήρθαν αργά.
Και πάνω στην αγωνία του έστρεψε το πρόσωπό του προς το τζάκι, που ακόμα σπίθιζε.
– Ουφ, τι όνειρο και δαύτο απόψε. Καλό κι ευλογημένο να ’ναι.
Και σηκώθηκε με χασμουρητό, για να ξαπλώσει στο ξύλινο κρεβάτι του».
Όσο για την κοινωνική ευαισθησία, έχει τη θέση της στα παραμύθια μας. Στο παραμύθι «Το Ντεντένι», ο μπαρμπα Τάσος ο Μπουρνιάς, τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, στο πορτί της σπηλιάς του βλέπει ξαφνικά ένα συφοριασμένο άντρα.
– Είμαι ο Σήφης, ο ξυλάς, του είπε. Ο μπαρμπα Τάσος θέλησε να τον ζεστάνει και να τον φιλέψει.
– Δε θέλω τίποτις, του είπε εκείνος. Κόμπος δεν πάει κάτω. Έρχομαι από ανάγκη. Θέλω μονάχα να μου δώκεις το Ντεντένι σου (το γαϊδουράκι σου). Πάω στα Σπάτα τη Μαριώ, γιατί είναι στην ώρα της.
Κι ο μπαρμπα Τάσος, χωρίς να σκεφτεί ότι χωρίς το Ντεντένι, πώς θα πήγαινε το πρωί στο Μαρούσι, για τα Χριστούγεννα με την οικογένεια, ξεπροβόδισε το γαϊδουράκι:
– Άντε ντε, νοιάσου αγόρι μου, να πας με το Σήφη στα Σπάτα τη Μαριώ.
Ωστόσο, «Ο καλός καλικάντζαρος» κάνει το θαύμα. Ενώ αυτός με την παρέα του καταστρέφουν τα πάντα στο αρχοντόσπιτο – παλάτι, που γιορτάζει τη νύχτα της Γέννησης, το κλάμα ενός μωρού της κυρα Μπίλιως τον οδηγεί στο χαμόσπιτό της. Έκλαιγε ένα πεινασμένο, παγωμένο παιδί. Κι αμέσως ο καλικάντζαρος «τρέχει στο αρχοντόσπιτο, αρπά λιόφυλλα πολλά αγκαλιά και στο τσουβάλι θηκιάζει ψωμί», γλυκά, φαγητά, πολλά παιγνίδια… για το χαμόσπιτο της ορφάνιας… «Η κυρα Μπίλιω -το πρωί- τι να δει; Του Αβραάμ και του Ισαάκ τ’ αγαθά εκεί αφημένα… και γιόρτασαν τη Γέννηση χαρούμενα. Κείνη την ώρα η ζεστή φωνή του παπα Ντούση απ’ τα χνωτισμένα τζάμια της Παναγιάς της Μαρουσιώτισσας, έφτανε γνοιασμένη ίσαμε τα ορφανά του χαμόσπιτου της κυρα Μπίλιως. Σκόρπιζε τη σκληρή παγωνιά της φτώχειας απ’ τις καρδιές τους».
Παράλληλα, τον άνθρωπο του παραμυθιού συχνά εξουσιάζουν τύραννοι, αλλά ένα μικρασιάτικο, παράδοξο παραμύθι αναλαμβάνει να εκφράσει τη βαθιά θέληση του λυτρωμού. «Τα χέλια του Βοργίχη», του φιλάνθρωπου άρχοντα, «βγήκαν αλαφιασμένα από τη λίμνη και όρμησαν καταπάνω του (εναντίον του τυράννου). Τον χτυπούσαν σα βίτσες και αυτόνε και τα τσιράκια του. Σ’ ολίγο τους άφησαν αποθαμένους. Μαθές σώθηκε το χωριό από τον κακό Τσέτη…». Και γίνεται αντιληπτό ότι οι μύθοι και τα παραμύθια, παρά την φανταστική μορφή τους, κάποτε ξεκίνησαν από κάποια ιστορική πραγματικότητα.
Η ποιητική αύρα; Δεν ξεχνά τις παραμυθικές αφηγήσεις. Και στο βιβλίο μας ποιητικά είναι τα ονόματα των νεαρών γυναικών: Πεντάμορφη, Χρυσομαλλούσα, Χρυσοπλέξουδη, Λιουλάνθη (του Ήλιου Λουλούδι), Αργυρένια. Επίσης ήταν δυνατόν, φιλώντας η Λιουλάνθη ένα βατραχάκι και αφήνοντας μια βασιλοπούλα τρεις σταγόνες από τα δάκρυά της στο κεφάλι του αγαπημένου της σκίουρου, να δώσουν σ’ αυτά τα πλάσματα την ανθρώπινη μορφή, που τους είχαν αφαιρέσει εκδικητικές, άδικες μάγισσες.
Το παραμύθι στην εποχή μας
Στην εποχή μας, με την υπερ-προβολή των τηλεοπτικών, τηλεφωνικών και διαδικτυακών εικόνων, είναι απαραίτητο να ακούνε και να διαβάζουν τα παιδιά μας επιλεγμένα με προσοχή παραμύθια. Εκτός των άλλων σημαντικών, εμπλουτίζουν τον παιδικό συναισθηματικό κόσμο, προβάλλοντας την ανάγκη της κοινωνικής δικαιοσύνης και την ποιητική διάσταση της ζωής. Δηλαδή αξίες, που θα βοηθήσουν το παιδί να εξελιχθεί σε μια αρμονική προσωπικότητα. Επομένως βιβλία, όπως τα «37 Μαρουσιώτικα Παραμύθια», εκτός από το επιστημονικό και γλωσσικό ενδιαφέρον και τη συμβολή τους στην πολιτιστική κίνηση του Μαρουσιού, έχουν και παιδαγωγική αποστολή.
Ευχής έργο είναι το βιβλίο – πρωτοχρονιάτικο δώρο μας. Η έκδοση, ως περιεχόμενο και μορφή, αποδεικνύει την αγάπη που ενέπνεε τους συντελεστές της δημιουργίας της. Δεν παραλείπουμε μια ειδική αναφορά στην ιδιαίτερη ευαισθησία και λεπτότητα της εικονογράφου Δήμητρας Πετράκη. Και τέλος ελπίζουμε να ακολουθήσει ό,τι δικαιούται αυτή η προσφορά: Ένα ωραίο και μεγάλο αναγνωστικό ταξίδι!