Γράφει η Ρίκα Χρυσανθοπούλου, Διηγηματογράφος
Η άνοιξη πλησιάζει. Μυρίζει διαφορετικά ο νυχτερινός αέρας. Κι αυτός, τυλιγμένος στο μαύρο μπουφάν του, χώνει τα χέρια του πιο βαθιά στις τσέπες. Περπατά, περασμένα μεσάνυχτα στους άδειους δρόμους. Ο γιακάς του μυρίζει ακόμη το άρωμά της και τον συντροφεύει. Κι αυτά τα μελένια μάτια της, θαρρείς αγγίζουν την ψυχή του. Ένοιωθε τάχα, πως τον κοιτάζουν ακόμη με αγάπη μέσα στο μισοσκόταδο.
Μόλις την άφησε στο σπίτι της, κι «έμεινε» το παλιό αμάξι του από λάστιχο. Το λιγότερο κακό που μπορούσε να συμβεί. Αύριο θα πάει με τον αδερφό του να το μαζέψει, σκέφτεται.
Η πίκρα τρίζει στην ψυχή του σαν αλάδωτος μεντεσές. Και το σκοτάδι πυκνώνει, γύρω και μέσα του. Έξι χρόνια στο Πανεπιστήμιο, και τι να τα κάνει; Το πάλεψε καιρό και αφού δεν βρήκε αλλού δουλειά, δουλεύει σερβιτόρος. Ό,τι δεν ονειρεύτηκε ποτέ. Έχει περάσει τα είκοσι οχτώ. Και τι να προσφέρει σ’ αυτή την κοπέλα; Ούτε καν χρόνος δεν του περισσεύει, και για λεφτά ούτε λόγος, σκέφτεται απελπισμένος. Ένα λευκό τριαντάφυλλο τής πήρε για τα γενέθλιά της. Φορτωμένο με όνειρα. Αυτό μόνο. Και ας της αξίζουν τόσα πολλά!
Ένα νυχτοπούλι τον παρακολουθεί, μοναδική παρέα του δρόμου. Και προχωρεί προς το σπίτι με βήμα κουρασμένο, στα σκοτεινά.
Τι άλλαξε τόσο στον κόσμο που δεν καταλαβαίνω; σκέφτεται σιωπηλά. Φταίει ο covid και ο εγκλεισμός; Καλό σαν άλλοθι αλλά δεν φτάνει. Βία, ανηθικότητα και απονιά βασανίζουν τους ανθρώπους. Τους σφίγγουν τις ψυχές, σωστή μέγγενη. Σιχαίνομαι πια να βλέπω ειδήσεις, σκέφτεται. Σιχαίνομαι!!! Υποκρισία, συμφέρον και ασυδοσία κάποιων, βασανίζουν πόσους. Τους άνεργους, τους άστεγους, τους καταχρεωμένους, που έχουν οικογένεια και χάνουν τον ύπνο τους κάθε νύχτα. Τι να πρωτοσκεφτώ; Τα μαγαζιά χωρίς πελάτες; Την εγκληματικότητα; Τους κακοπληρωμένους εργαζόμενους; Τους δύστυχους που δουλεύουν από το σπίτι χωρίς ωράριο; Σκοτάδι, αδιέξοδα, φουρτουνιασμένοι καιροί. Ως και η αλληλεγγύη κοιμάται. Ο κάθε ένας κρατάει τις ευκαιρίες για τον εαυτό του, στον μικρόκοσμό του. Σκοτάδι.
Κι εγώ τι ζήτησα από τη ζωή μου; αναρωτιέται. Μήπως ένα παλιό συρτάρι με διπλό πάτο, γεμάτο λίρες; Μήπως το θείο από την Αμερική που θα μου αφήσει την περιουσία του; Δούλεψα σκληρά στα θρανία, στη σχολή μου και μια μέρα κράτησα περήφανα το πτυχίο και το μεταπτυχιακό μου. Αξιοκρατία ζήτησα, ευκαιρίες και δουλειά ζήτησα. Αλλά μάταια. Πόρτες κλειστές. Βύσμα και για οδοκαθαριστής στον Δήμο. Δεν θέλω να γεράσω σερβιτόρος γιατί ήδη είμαι εκεί ένα χρόνο και ξεροσταλιάζω για τον κάθε ανάγωγο πελάτη.
Το νυχτοπούλι πεταρίζει κοντά του σ’ ένα παγκάκι. Τον κοιτάζει επίμονα, διερευνητικά. Τον κοιτάζει μα δεν έχει μιλιά. Μόνη συντροφιά η παρουσία του. Εκείνος, κλωτσάει μια πέτρα με το φθαρμένο του παπούτσι κι αυτή άπονα κατρακυλάει στη μέση του δρόμου. Σαν μια ανάγκη που τον πνίγει, μια αγανάκτηση κολλημένη στο λαιμό του, και του βγαίνει ένα πνιχτό «γιατί» από τα χείλη.
Ένα λεωφορείο με σβησμένα φώτα περνάει δίπλα του. Τέλος βάρδιας. Ανάβει ένα τσιγάρο και ο καπνός τον τυλίγει κι ανεβαίνει χορεύοντας προς το χλωμό φως του δρόμου. Η πίκρα κατεβαίνει στα σωθικά του σε κάθε ρουφηξιά της νικοτίνης και ξεφυσάει μηχανικά πλησιάζοντας στο σπίτι. Τώρα όλοι θα κοιμούνται. Η νεκρική σιωπή στο χολ, κάθε νύχτα που γυρίζει κουρασμένος, τον ενοχλεί. Τόσο αργά, δεν τον προσμένει κανείς. Όλα τον ενοχλούν τελευταία είναι αλήθεια. Όλα!
Ανοίγει την πόρτα του κήπου που μυρίζει γιασεμί και στα σκοτεινά σκαλιά, κάθεται ο αδερφός του. Η ψιλόλιγνη σιλουέτα τον τρομάζει προς στιγμήν.
– Τρελάθηκες αγόρι μου; Τι κάνεις νυχτιάτικο στα σκοτάδια, μετράς τ’ άστρα;
– Γιατί ρε άνθρωπε δεν απαντάς στο τηλέφωνο; Σε έχω καλέσει τριάντα φορές!
– Αφού ξέρεις ότι στη δουλειά το κλείνω. Κι έπειτα, ήμουνα με παρέα. Τι έγινε, κανένα ερωτικό καβγαδάκι;
– Σου απάντησαν από τη Σχολή!
– Τι; Πότε; Σ’ εκείνη την αίτηση που έστειλα πέρσι για δουλειά; Και;
– Ναι… ναιιι… Να περάσεις από τη γραμματεία αύριο το πρωί.
Το σώμα του σφίγγεται. Η ανάσα του σταματά. Σηκώνει τα μάτια του στον σκοτεινό ουρανό που τον σκεπάζει. Ξάφνου του φαίνεται πως άρχισε να χαράζει.