Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή.
Πώς να το γράψω τώρα; Δεν είναι και εύκολο. Είχα κι εγώ μία κακή συνήθεια. Δυστυχώς, γιατί εύκολα βρίσκουμε και τη δικαιολογία: «Εν τάξει… Κανείς δεν είναι τέλειος. Μόνο ο Θεός!»
Εγώ, όταν στον δρόμο μου συναντούσα ανθισμένους κήπους, και δέντρα, σε μονοκατοικίες ή και σε πολυκατοικίες, που κάποια κλαδιά τους γλιστρούσαν πονηρά έξω από τους φράχτες ή τα κάγκελα, και ένιωθα στο πέρασμά μου δίπλα τους, το χάϊδεμα των λουλουδιών και το ανάλαφρο άρωμα που μου έστελναν… Δεν μπορούσα ν’αποφύγω τον πειρασμό. Συνήθως σταματούσα για λίγα λεπτά και τα θαύμαζα. Κάποιες φορές έσκυβα το κεφάλι κοντά στην ομορφιά που σχεδόν την ακουμπούσα και τα μύριζα… Μετά, άπλωνα ένοχα το χέρι και έκοβα στα γρήγορα ένα – δύο ανθισμένα κλαδάκια, ή λουλουδάκια, και με βιαστικά βήματα απομακρυνόμουν από «τον τόπο του εγκλήματος». Μέχρι, που κάποια ημέρα «με συνέλαβαν».
Ήταν Μάιος κι εγώ είχα σταματήσει κάτω από τα ολάνθιστα κλαδιά του γιασεμιού που έβγαιναν έξω από τα κάγκελα του κήπου της πολυκατοικίας. Αφού τα θαύμασα, άπλωσα δειλά το χέρι και έκοψα δύο ανθισμένα μικρά κλαδάκια που μοσχοβολούσαν… και ορκίζομαι ότι δεν θα έκοβα κι άλλα. Όμως μια αγριεμένη γυναικεία φωνή που ερχόταν από τη βεράντα του πρώτου ορόφου – που νόμιζες ότι από στιγμή σε στιγμή θα υποχωρούσε από το βάρος που είχαν πολλές μικρές και μεγάλες ανθισμένες γλάστρες που σήκωνε – έφτασε στ’ αυτιά μου τσιριχτή: «Έτσι κόβεις στο χωριό σου τα ξένα λουλούδια; Άντε πια… Τα ρημάξατε όλα…» Πάγωσα. Έμεινα στη θέση μου ακίνητη με τα κλαδάκια του γιασεμιού στο χέρι, γεμάτη ντροπή και θυμό. Ντροπή για τον εαυτό μου γι’ αυτό που είχα κάνει, και θυμό γιατί με τσάκωσαν «επ’αυτοφώρω» και μου τα είπαν στα ίσια, και είχαν δίκιο, ενώ εγώ δεν μπορούσα να πω τίποτα άλλο. Βέβαια, μόλις συνήλθα λίγο, ψάχνοντας με τα μάτια τη γυναίκα στη βεράντα, μουρμούρισα με θράσος περισσότερο για να το ακούσω εγώ: «Εν τάξει… εν τάξει… Δύο λουλούδια έκοψα. Δεν έκανα δα και κανένα έγκλημα». Απομακρύνθηκα θυμωμένη, με άσχημη διάθεση, ενώ από μέσα μου έλεγα: «Καλά να πάθεις. Το πάθημα να σου γίνει μάθημα. Άσε που με τον τρόπο της σε είπε και χωριάτισσα… Ποτέ πια να μην απλώσεις το χέρι σου στα ξένα λουλούδια. Τα δικά σου γιατί δεν τα κόβεις; Και αν τ’ακουμπήσει κάποιος γίνεσαι θηρίο; Είχε δίκιο η γυναίκα. Βέβαια ο τρόπος της ήταν πολύ άσχημος… Αλλά τι περίμενες να σου πει: «Σας παρακαλώ πολύ, καλή μου κυρία, μην κόβετε τα λουλούδια μου. Τα φροντίζω και τα ποτίζω όλο το χρόνο… και τ’ αγαπώ!» Με αυτές τις ανόητες σκέψεις μου, χαμογέλασα ψεύτικα. Η απόφαση όμως που είχα πάρει ήταν αληθινή και οριστική. Ποτέ, ποτέ πια δεν θ’ακουμπήσω τα ξένα λουλούδια.
Πέρασε πολύς καιρός από τότε, και όσες φορές ο πειρασμός με τριγύριζε όταν έβλεπα ένα όμορφο λουλούδι, το θαύμαζα, το μύριζα, και το φανταζόμουνα να στολίζει το σπίτι μου. Τότε καταλάβαινα ότι η κακή μου συνήθεια δεν είχε φύγει εντελώς από μέσα μου. Απλώς, ψευτοκοιμόταν…
Ήταν Φθινόπωρο. Πρωτοβρόχια, ερημιά, γυμνά δέντρα, ξερά φύλλα και κλαδιά παντού. Τώρα οι αποχρώσεις του πράσινου ήταν μουντές, τα πολύχρωμα λουλούδια και το φως της Άνοιξης είχαν χαθεί και μόνο μελαγχολία και μοναξιά ξεπηδούσε από παντού. Βάδιζα αργά στο πλατύ πεζοδρόμιο και ξαφνικά η ματιά μου σταμάτησε σε μια «παρεούλα» από μικρά λευκά ανθάκια με πέντε διάφανα πέταλα το καθένα και χαμηλό βλαστό που είχαν φυτρώσει απόμερα και μυστικά θαρρείς, στη ρίζα του γυμνού γέρικου δέντρου. Πλησίασα, χαμήλωσα για να δω καλύτερα, και τότε με έκπληξη θυμήθηκα: «Μα αυτά τα λέμε στον τόπο μου «Δάκρυα της Παναγίας»! Αν είναι δυνατόν…Έχω χρόνια να τα δω. Χάρηκα, συγκινήθηκα, και σχεδόν χωρίς να το καταλάβω, πάτησα μέσα στο πλατύ παρτέρι του πεζοδρομίου, και απλώνοντας βιαστικά το χέρι μου, σαν τη μηχανή που κουρεύουν το γκαζόν, τα έκοψα όλα -ήταν 10-12 λουλούδια- και ανασηκώθηκα για να βγω έξω, όταν μια βαριά αντρική φωνή με σταμάτησε απότομα: «Και τώρα τι κατάλαβες; Τα έκοψες όλα! Χρόνια είχαμε να τα δούμε στη γειτονιά να ξανανθίζουν. Από τότε που ασφαλτοστρώθηκε το νέο πεζοδρόμιο χάθηκαν.» Έμεινα να τον κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό. Με δυσκολία μπόρεσα να ψελλίσω: «Δεν το ήξερα… και λυπάμαι. Όμως δεν είναι και δικά σας, του Δήμου είναι…» πρόσθεσα με εγωϊσμό. Ο άντρας, με θυμωμένη φωνή, συνέχισε γρήγορα: «Συμφωνώ, του Δήμου είναι… όχι όμως δικά σας για να τα καταστρέφετε. Ντροπή…» Έκανα μεταβολή και έστριψα βιαστικά στην πρώτη γωνία του δρόμου για να χαθώ πιο γρήγορα. Τα λευκά ανθάκια στη χούφτα μου, μου φάνηκε ότι είχαν ιδρώσει ή ότι είχαν δακρύσει. Εμείς στον τόπο μου τα λέγαμε «Τα δάκρυα της Παναγίας». Θύμωσα πολύ με τον εαυτό μου. Η κακή μου συνήθεια να κόβω τα ξένα λουλούδια που μου άρεσαν, όπου και να τα έβρισκα, σίγουρα δεν μου είχε περάσει. Αλλά τώρα είπα τ έ λ ο ς! Δύο φορές ντροπιάστηκα και τρίτη δεν θα υπάρχει. Σίγουρα όμως και ο τρόπος αυτών των ανθρώπων που με έφεραν σε τόσο δύσκολη θέση, δεν ήταν και ο καλύτερος. Με θύμωνε και προκαλούσε την αντίδρασή μου. Από τώρα και στο εξής, δεν πρόκειται να υποκύψω στην ομορφιά ενός λουλουδιού όσο υπέροχο και να είναι.
Έχει περάσει πολύς καιρός από το τελευταίο μου λάθος, μέχρι που χθες μία νέα απόπειρα με προσγείωσε απότομα. Όχι, δεν πήγα πάλι να κόψω ξένα λουλούδια. Απλά στεκόμουν και θαύμαζα τα φούλια της Άνοιξης που ολάνθιστα είχαν τρυπώσει έξω από τα κάγκελα του κήπου, λες και έψαχναν μία δική τους ελευθερία. Δίπλα μου στάθηκε μία γυναίκα που και εκείνη κοίταζε αυτό το υπέροχο θαύμα της φύσης. Ξαφνικά άρχισε να μου μιλά, σα να είχε ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον: «Εγώ τους φωνάζω συνέχεια. Μην τα κόβετε τα λουλούδια, μην τραβάτε τα κλαδιά τους και τα κομματιάζετε. Αρκεί να τα μυρίσετε από κοντά και να τα χαρείτε. Κρίμα να καταστρέφετε τόση ομορφιά! Εσείς τι λέτε;» με ρώτησε γλυκά και ήρεμα. Απάντησα γρήγορα: «Ναι, βέβαια σωστά τα λέτε…» είπα και απομακρύνθηκα περισσότερο ντροπιασμένη από τις δύο προηγούμενες φορές. Αν και δεν με είχε τώρα προσβάλει κανείς – εκτός από το παρελθόν μου -, τα στοχαστικά λόγια της γυναίκας και ο ευγενικός λόγος της με χτύπησαν κατ’ ευθείαν στο φ ι λ ό τ ι μ ο!
Από τότε έχουν περάσει αρκετά χρόνια. Η κακή συνήθεια που είχα να κόβω κάτι από τα όμορφα λουλούδια που συναντούσα στον δρόμο μου, τώρα έχει χαθεί και μαζί με αυτήν έχω καταπιεί την αντίδραση και τον εγωισμό που ένιωθα να με πνίγει όταν κάποιος μου μιλούσε άσχημα… λες και είχα δίκιο. Τώρα όμως ξέρω ότι κανείς δεν πνίγηκε ποτέ, καταπίνοντας τον εγωισμό του!