Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024
spot_img

Η νεραντζιά και το πεζοδρόμιο

Γράφει η Πέγκη Φαράντου: Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών – Συγγραφέας – Ζωγράφος

Μόλις είχε ξημερώσει. Στην Πατησίων η κίνηση συνεχώς αυξανόταν. Σε ένα σταυροδρόμι, όλο φασαρία, ένα μικρό καφενείο. Τρία μόλις τραπεζάκια με δύο καρέκλες στο κάθε ένα. Δίπλα από το καφενεδάκι ένα άλλο μαγαζί, καφενείο και αυτό, διαφορετικό. Μια γυαλιστερή μαύρη μπάρα με δέκα περίπου ψηλά σκαμπό. Στο εσωτερικό, υπερσύγχρονες μηχανές έφτιαχναν καφέ και κάθε είδους ροφήματα. Όλα γίνονταν γρήγορα και με ακρίβεια. Το προσωπικό φορούσε κόκκινη στολή και καπέλο, έφτιαχνε καφέ, σήκωνε τα τηλέφωνα, σέρβιρε και χαμογελούσε. Οι πελάτες έκαναν παραγγελία, κάθονταν για μερικά λεπτά, έπιναν τον καφέ τους με μια κίνηση και έφευγαν γρήγορα. Οι πελάτες ήταν συνήθως εργαζόμενοι, λίγα λεπτά πριν τη δουλειά. Έξω από το καφέ, με το μικρό ιταλικό όνομα, σταματημένα αμάξια με αναμμένα τα φώτα έκτακτης ανάγκης. Από τα αμάξια αυτά έμπαιναν και έβγαιναν άνθρωποι με μια χάρτινη συσκευασία καφέ στο χέρι.

Η ώρα περνούσε και η Πατησίων δεχόταν συνεχώς νέα αυτοκίνητα. Ένας διαρκής μονότονος θόρυβος που δεν σταματούσε ποτέ. Αυτοκίνητα, μηχανάκια, τρόλεϊ, άνθρωποι μικροί, μεγάλοι, λευκοί, έγχρωμοι, όλων των εθνικοτήτων, όλα σε μια διαρκή κίνηση.

Καθώς όλα έμοιαζαν να κινούνται με μηχανικούς ρυθμούς, το μικρό καφενεδάκι ακολουθούσε έναν δικό του ρυθμό. Ο μικρός καφενές ανήκε στον μπάρμπα Στάθη. Ο μπάρμπα Στάθης είχε περάσει τα ογδόντα χρόνια, εξήντα ολόκληρα χρόνια στο καφενείο. Εξήντα χρόνια στο ίδιο σημείο. Εκεί, στο σημείο αυτό, είδε μια Αθήνα να αλλάζει. Χτίστηκαν οικοδομές, γκρεμίστηκαν άλλες, έκλεισαν μαγαζιά, άλλα άνοιξαν, άνθρωποι ήρθαν, έφυγαν… Μάταια προσπαθούσαν για χρόνια να τον πείσουν, διάφορες εταιρίες, μεσίτες και επιχειρηματίες, να πουλήσει το καφενείο ή να το δώσει ως αντιπαροχή. Και τι δεν του είχαν υποσχεθεί, «αν μας το δώσετε κ. Ευστάθιε θα πάρετε τρία διαμερίσματα από την πολυκατοικία που θα

χτιστεί», του έλεγε ο ένας, «τέσσερα διαμερίσματα και ένα υπόγειο πάρκινγκ», έλεγε ο άλλος. Τίποτα από όλα αυτά δεν ενδιέφερε τον μπάρμπα Στάθη. Ώσπου από κάποια στιγμή κανένας δεν τον ενόχλησε ξανά.

Ο μπάρμπα Στάθης άνοιγε το καφενείο του πριν ακόμη ξημερώσει. Έβγαζε στο μικρό πεζοδρόμιο τα δύο από τα τρία τραπέζια του μαγαζιού και ετοίμαζε καφέ στο μπρίκι. Άνοιγε το ραδιόφωνο, στον σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδας και καθόταν να πιει τον καφέ του. «Σήμερα είναι του Αγίου Πνεύματος», είπε ο παρουσιαστής της εκπομπής στο ραδιόφωνο και ο μπάρμπα Στάθης έκανε με το χέρι του τον σταυρό του. Τρία μέτρα πιο δίπλα, δύο φίλοι σταμάτησαν να πιούν τον καφέ τους στην καφετέρια με τα ψηλά σκαμπό. «Τι κάνεις Αντώνη, πως είσαι;», είπε ο ένας στον άλλον, «άσε είμαι σκασμένος, έξοδα παντού, όλες οι τιμές αυξάνονται, μόνο ο μισθός μένει ο ίδιος. Έχω να πληρώσω τα φροντιστήρια της Αντιγόνης, το γυμναστήριο του Δημήτρη, βενζίνες για τα τρία αυτοκίνητα, λογαριασμούς από κινητά, διαδίκτυο, τις δόσεις από την τηλεόραση. Βάλε και τα έξοδα από μια εκδρομούλα που κάναμε με τη γυναίκα μου, μη φανταστείς, δυο μερούλες μόνο, στη Μύκονο. Άστα σου λέω. Έχω να επιπλώσω και το διαμέρισμα της κόρης που αποφάσισε να μείνει μόνη! Πώς να τα βγάλω πέρα;». «Σε καταλαβαίνω», είπε ο Αντώνης, πίνοντας τον εσπρέσο του με μια γουλιά, «εγώ να δεις έξοδα, όλη μέρα δουλειά και τίποτα δεν αλλάζει».

Στο καφενείο του Στάθη κατέφτασε ο πρώτος πελάτης, ο κυρ Κώστας. Ο κυρ Κώστας ήταν παλιός γνώριμος και πελάτης πολλά χρόνια, συνταξιούχος δάσκαλος. Από τότε που συνταξιοδοτήθηκε, κάθε πρωί, επισκεπτόταν το καφενείο μαζί με τον Άργο, έναν μικρό γέρικο σκύλο, για να πιει τον καφέ του. «Τι κάνεις Στάθη; πώς είσαι σήμερα;», είπε ο κυρ Κώστας. «Είμαι στεναχωρημένος σήμερα», είπε ο Στάθης και έδειξε το δέντρο μπροστά από το καφενείο. «Το βράδυ έκοψαν τη νεραντζιά» και τα μάτια του βούρκωσαν, «την είχα φυτέψει πριν πενήντα χρόνια. Τέτοιο καιρό είχε ανθίσει, μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά. Κάποτε η Αθήνα όλη ήταν γεμάτη νεραντζιές που μοσχοβολούσαν σαν άνθιζαν. Εμπόδιζε, έλεγαν, θα στρώσουν νέα πλακάκια…

Ο κυρ Στάθης πήγε στην κομμένη νεραντζιά και της χάιδεψε τον κομμένο κορμό, «αχ νεραντζούλα, φεύγεις και εσύ, να δούμε τι θα μείνει…».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ