Παρασκευή, 8 Νοεμβρίου, 2024

Πέγκη Φαράντου: Το περιτύλιγμα και το δώρο

Γράφει η Πέγκη Φαράντου, ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – ΖΩΓΡΑΦΟΣ
www.pegifarandos.gr

Στα Πετράλωνα, σε ένα χαμηλό σπίτι με μια κίτρινη αυλή, εκεί ζούσε η Λυδία. Ένα σπίτι, που παρότι είχε περάσει ένας αιώνας, έστεκε εκεί, στο ίδιο μέρος, παραμένοντας όμορφο. Οι τοίχοι του ήταν βαμμένοι στο κίτρινο χρώμα της ώχρας. Ο χρόνος άλλαζε την απόχρωση σε ορισμένα σημεία αλλά αυτό δεν άλλαζε την ανάμνηση μιας παλιάς αριστοκρατίας της Αθήνας. Η αυλή ήταν στρωμένη με πέτρινες πλάκες από τις οποίες φύτρωναν λογιών λογιών χορταράκια. Δίπλα στη μεταλλική πόρτα της εισόδου, ένας μεγάλος γέρικος κορμός από γιασεμί. Το γιασεμί αυτό ξεκινούσε από την πέτρα και έφτανε μέχρι τα κεραμίδια του πρώτου ορόφου. Έπλεκε όμορφα τα λεπτά του κλαδάκια, σε κάθε μικρό σημείο και στόλιζε το σπίτι με τα μικρά λευκά του άνθη. Παρότι ήταν Σεπτέμβρης, το γιασεμί, ήταν ακόμη γεμάτο από λουλούδια, που ευωδίαζαν σε όλο το σπίτι αλλά και όλη τη γειτονιά.

Η Λυδία έμενε σε αυτό το σπίτι με τον παππού της, που ανέλαβε να τη φιλοξενήσει για την περίοδο των φοιτητικών της σπουδών. Οι δυο τους τα πήγαιναν πολύ καλά. Ο παππούς, παρότι είχε συνηθίσει να ζει μόνος, χάρηκε όταν έμαθε ότι η Λυδία θα έμενε μαζί του μέχρι να τελειώσει τη Γυμναστική Ακαδημία της Αθήνας.

Κάθε μέρα περπατούσε με το μπαστούνι του μια μεγάλη διαδρομή, έπινε τον καφέ του σε ένα καφενείο κοντά στο σπίτι και μετά διάβαζε και έγραφε, ποίηση. Είχε εκδώσει αρκετά βιβλία και για όσους γνώριζαν το έργο του ήταν σημαντικό στη Φιλολογία. Επειδή όμως οι περισσότεροι δεν γνώριζαν, παρέμενε άγνωστος ακόμη και στη γειτονιά του. Όπως εξάλλου συμβαίνει με πολλά πράγματα…

Στο σπίτι αυτό, με τους παλιούς κίτρινους τοίχους, οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν τις περισσότερες ώρες της μέρας ανοιχτά. Εύκολα μπορούσε να δει κανείς, στο πέρασμά του, το εσωτερικό του σπιτιού. Οι περαστικοί που περνούσαν θα έβλεπαν ένα παλιό ξύλινο τραπέζι γεμάτο βιβλία και εφημερίδες, μια παλιά ξεφτισμένη πολυθρόνα, έναν παλιό καναπέ και στο βάθος ένα μεταλλικό κρεβάτι, στρωμένο με λευκό σεντόνι. Οι περαστικοί όμως περπατούσαν γρήγορα και προσπερνούσαν το σπίτι αδιάφορα. Οι πιο πολλοί, με ένα κινητό στο χέρι, έτρεχαν να προλάβουν. Κανείς δεν σταματούσε πια να δει το γιασεμί, τις γάτες που λιάζονταν στα περβάζια αλλά και τους πίνακες που κοσμούσαν για χρόνια τους τοίχους. Στους παλιούς τοίχους του σπιτιού βρίσκονταν έργα σπουδαίων ζωγράφων με μεγάλη αξία, τόσο εικαστική αλλά και χρηματική. Κάποια νύχτα, που το σπίτι «επισκέφτηκαν» διαρρήκτες, ανέβηκαν κατευθείαν στον πρώτο όροφο, που έμενε η Λυδία. Έκλεψαν το καινούριο της κινητό, αφήνοντας πίσω σκίτσα του Τσαρούχη και μικρά σχέδια του Λύτρα.

Η Λυδία έμενε στον πάνω όροφο του παλιού σπιτιού. Ως νέα γυμνάστρια είχε μετατρέψει τον όροφο σε γυμναστήριο. Όργανα γυμναστικής, βάρη, λάστιχα, μπάλες, αθλητικά παπούτσια και ένα υπερσύγχρονο ηχητικό σύστημα. Ο παππούς απολάμβανε τον νέο αέρα της εγγονής του, που αγαπούσε πολύ. Παρά τις διαφορές τους, συχνά τους έβλεπες να κάθονται στην αυλή και να συνομιλούν για διάφορα θέματα.

Ένα απόγευμα, μετά από ώρες προπόνησης, η Λυδία άφησε τον σάκο της στα σκαλιά και κάθισε στην αυλή από νωρίς. Στα χέρια της πήρε το κινητό της τηλέφωνο όλο νεύρα. Ο παππούς κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε, άφησε το βιβλίο που διάβαζε, άναψε ένα τσιγάρο και βγήκε στην αυλή. Η Λυδία άφησε το κινητό της. «Τι έγινε; Γιατί είσαι έτσι;» της είπε σβήνοντας το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο. «Παππού, είναι καιρό που μου αρέσει ένα παιδί στη σχολή, βγαίναμε μαζί κάποιους μήνες και ήμουν χαρούμενη…», «πολύ ωραία, αυτό είναι θαυμάσιο νέο και πως είναι αυτός ο νέος;», είπε ο παππούς και άναψε νέο τσιγάρο για να την ακούσει. Η Λυδία χαμογέλασε· «είναι πολύ όμορφος, έχει διακριθεί στο ποδόσφαιρό και είδη δουλεύει σε μεγάλο γυμναστήριο, βγάζει πολλά χρήματα και έχει ένα σπίτι με πισίνα… πανέμορφο…πρόσφατα αγόρασε και ένα αμάξι που κοστίζει όσο ένα διαμέρισμα…». Η Λυδία έκανε μια παύση και συνέχισε, «ενώ λοιπόν τα πηγαίναμε καλά: σήμερα μου έστειλε ένα μήνυμα και μου είπε ότι του τελείωσε. Έτσι ξαφνικά, χωρίς καμία συζήτηση, χωρίς τίποτα· και δεν φτάνει αυτό, αλλά πριν λίγο ανέβασε και στόρι με μια άλλη στο αμάξι του με θέα τη θάλασσα!»

Ο παππούς άναψε και τρίτο τσιγάρο, «πώς το λένε το παλληκάρι Λυδία μου;», «ναι ξέχασα να σου πω, Άλκης, Άλκης λέγεται».

Ο παππούς σηκώθηκε από την καρέκλα του, της χτύπησε ελαφρά την πλάτη και πήγε στο γραφείο του. Η Λυδία τον κοίταζε κρυφά από την αυλή, χωρίς να καταλαβαίνει τι κάνει. Κάποια στιγμή ήρθε ξανά στην αυλή. Στα χέρια του κρατούσε ένα μεγάλο κουτί, με όμορφο κόκκινο περιτύλιγμα. Γύρω από το κουτί, μια λευκή άσπρη κορδέλα σχημάτιζε φιόγκο. Η Λυδία κοίταζε περίεργα, «τι είναι αυτό παππού», είπε, «για σένα». Η Λυδία πήρε στα χέρια της το κουτί, χαμογέλασε και είπε, «τι ωραίο δώρο!!!». Έσκισε προσεκτικά το κόκκινο περιτύλιγμα, το δίπλωσε, έλυσε τον φιόγκο και άνοιξε το κουτί. Στο βάθος, σε μια γωνία, ένα μικρός μεταλλικός συνδετήρας. Πήρε τον συνδετήρα στα χέρια της, χαμογέλασε και κάνοντας μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας, είπε: «σε τόσο όμορφο και μεγάλο περιτύλιγμα μόνο ένας συνδετήρας!». Τότε ο παππούς της είπε, «αγαπημένη μου Λυδία, έτσι είναι και στη ζωή, άλλο το περιτύλιγμα και άλλη η ουσία».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ