Δρ Στέλλα Μουζακιώτου
Ιστορικός Τέχνης
Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
& Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Επιμελήτρια Εκθέσεων
stellamouzak@yahoo.gr
Σε περίοδο ειρήνης και όταν μια χώρα βρίσκεται σε ευμάρεια και ευζωία, οι πολίτες της είναι γαλήνιοι, νηφάλιοι και τις περισσότερες φορές αλληλέγγυοι, αφού δεν τους πιέζουν ανάγκες φοβερές, δεν ζουν τον καθημερινό κίνδυνο, δεν βιώνουν τη στέρηση η οποία αποτελεί τον καλύτερο δάσκαλο, αφού μπορεί να διδάξει πράξεις παράτολμες, που ενίοτε φορούν το μανδύα της ανδρείας ή της αφοσίωσης σε κάποια ιδεολογία ή πολιτική. Στον πόλεμο, οι εξουσίες ενδύουν τη γύμνια των πράξεών τους με φαινομενικά επιχειρήματα και ωραιολογίες. Έτσι, για να δικαιολογούν τους χειρισμούς και τις επικίνδυνες πολιτικές τους, αλλάζουν ακόμα και τη σημασία των λέξεων ή των εννοιών. Για τον λόγο αυτόν, η παράλογη τόλμη βαφτίζεται ανδρεία και αφοσίωση στην ιδεολογία, η προσωπική διστακτικότητα εκλαμβάνεται ως δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις και η σωφροσύνη ως προσωπίδα της ανανδρίας. Η βίαιη συμπεριφορά και η οιστρηλασία θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η τάση να εξετάζονται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε υπεκφυγή και προσχηματική δικαιολογία για να αποφύγει κανείς μια δυσάρεστη κατάσταση. Όποιος ήταν εξοργισμένος γινόταν ακουστός, ενώ όποιος εξέφραζε σκεπτικισμό ή κάποια αντίθετη άποψη, τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία.
Η νοσηρότητα του πολέμου και των δεινών του είναι ένα θέμα που δεν άφησε ανεπηρέαστους σημαντικούς δημιουργούς, που μέσα από τις εικαστικές τους προσεγγίσεις θέλησαν να τρομάξουν, να σοκάρουν, να διαπεράσουν το σώμα του θεατή σαν ηλεκτρικό ρεύμα, ταράζοντας τα λιμνάζοντα νερά της ρουτίνας και της αδιαφορίας του. Πρόκειται για έργα που μας καλούν να μην εθελοτυφλούμε μπροστά στη βία και τη μοχθηρότητα. Σκοπός τους είναι να βυθίσουν το δάχτυλο στην πληγή, κάνοντάς μας να ματώσουμε, υποδεικνύοντας το χρέος μας ως άνθρωποι.
Στην κατηγορία αυτή ανήκει το έργο με τίτλο: «Η εκτέλεση του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού» (1867), φιλοτεχνημένο από τον Γάλλο ζωγράφο Εντουάρ Μανέ (Εικ.1). Ο πίνακας είναι εμπνευσμένος από ένα σοβαρότατο γεγονός της εποχής: τον τυφεκισμό του Μαξιμιλιανού της Αυστρίας από τους εξεγερμένους Μεξικανούς, υπό την ηγεσία του Μενίτο Χουάρεζ. Με την ελπίδα να καταστείλουν τις αυτονομιστικές τάσεις στο Μεξικό, η Γαλλία, η Αγγλία και η Ισπανία, αποφασίζουν να προτείνουν στον αρχιδούκα Μαξιμιλιανό, που ήταν υποχείριό τους, τη διακυβέρνηση της χώρας. Η εκστρατεία αποδεικνύεται καταστροφική. Ο Ναπολέων Γ’, ανίκανος να ελέγξει την κατάσταση, αποσύρει τα στρατεύματα και εγκαταλείπει τον Μαξιμιλιανό στα χέρια των εξεγερμένων Μεξικανών. Πολλοί σύγχρονοί του τον κατηγόρησαν γι’ αυτήν την προδοσία.
Ο Μανέ, λειτουργώντας όπως ένας δημοσιογράφος σε μια είδηση, διαλέγει να απεικονίσει την πιο δραματική στιγμή του γεγονότος: την εκτέλεση. Προσεγγίζει το θέμα με βλέμμα διαυγές και προσεκτικό, μα καθόλου απόμακρο. Η ψυχρότητα του αποσπάσματος μπροστά στις απροστάτευτες φιγούρες των τριών καταδίκων ενισχύει τη βιαιότητα της πράξης. Οι στρατιώτες, που εσκεμμένα δεν θυμίζουν Μεξικανούς, φορούν στολή παρόμοια με τη γαλλική, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο να προβληθεί ένας εμφανής υπαινιγμός για την ευθύνη της Γαλλίας στο αποτρόπαιο γεγονός, που ασφαλώς δεν θα περάσει απαρατήρητο από το κοινό. Ο ζωγράφος παρουσιάζει το απόσπασμα με γυρισμένη την πλάτη καθιστώντας μας «προνομιούχους» θεατές του θλιβερού επεισοδίου, αλλά θεωρώντας μας ταυτόχρονα υπεύθυνους για την αδιαφορία μας. Ο Μανέ με το έργο αυτό μας προσέφερε μια αιχμηρή κριτική στις πολιτικές επιλογές της χώρας του, σε μια εποχή που οι καλλιτέχνες αρκούνται στη δημιουργία έργων με μοναδικό σκοπό την οπτική απόλαυση του κοινού.
Ο Πάμπλο Πικάσο δεν στόχευε ποτέ στην ικανοποίηση του θεατή και η ζωγραφική του δεν αναφερόταν στους λάτρεις της εύκολης τέχνης. Οποιαδήποτε δυσκολία τον τραβούσε σαν μαγνήτης, συνειδητοποιώντας ότι η τέχνη δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη από την ιδεολογία. Βαθιά επηρεασμένος από τον Γκόγια και τον Μανέ, που ήταν οι πρώτοι που ανάγκασαν την τέχνη να αντικρύσει κατάματα τη σκληρότητα του πολέμου, συνειδητοποιεί ότι το κτήνος του πολέμου μπορεί να νικηθεί μέσα από το φως που πηγάζει από τη δύναμη της τέχνης. Στο έργο «Σφαγή στη Βόρεια Κορέα» (1951), αποφασίζει να απεικονίσει και να καταγγείλει την αιματηρή σύγκρουση της δεκαετίας του ,50, ανάμεσα στη Βόρεια και Νότια Κορέα (Εικ .2). Αυτή η σύνθεση αποτελεί την πρόδηλη κριτική του κατά της αμερικανικής επέμβασης στον κορεατικό πόλεμο. Πρόκειται για μια πράξη μαζικής θανάτωσης. Στα αριστερά, μια ομάδα γυμνών γυναικών με τα παιδιά τους βρίσκεται στους πρόποδες ενός ομαδικού τάφου. Μια μικρή έφηβη στο κέντρο της σύνθεσης, που κρύβει τη γύμνια της από ντροπή, είναι η μόνη που τολμά να κοιτάξει κατάματα τον θεατή, ζητώντας του εξηγήσεις για την απουσία αντίδρασής του μπροστά στη βάρβαρη αυτή πράξη. Ένας αριθμός βαριά οπλισμένων εκτελεστών, μεταμορφωμένων σε τρομαχτικά μηχανικά τέρατα, στέκεται στα δεξιά στοχεύοντας προς τα ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα. Πρόκειται για προϊστορικούς γίγαντες με κράνη και όπλα προερχόμενα από τη μεσαιωνική και σύγχρονη εποχή, που απεικονίζονται σε μια προσπάθεια του δημιουργού να αναδείξει και να διακωμωδήσει τη φαυλότητα του πολέμου. Επιπλέον, οι στρατιώτες αποδίδονται μερικώς ευνουχισμένοι, γεγονός που ερμηνεύεται μέσα από την ιδιότητά τους ως εχθροί της ζωής, που τα όπλα τους έχουν αντικαταστήσει τα γενετήσια χαρακτηριστικά τους, ευνουχίζοντας έτσι τον εαυτό τους και στερώντας τις επόμενες γενιές από την ανθρώπινη ζωή. Ο συμβολισμός του γεγονότος επιτείνεται με την απεικόνιση των γυναικών, στα αριστερά, σε κατάσταση προχωρημένης εγκυμοσύνης. Η εκτέλεσή τους σκοτώνει και την τελευταία ελπίδα αναγέννησης και δημιουργίας.