Το κοινό τον ακολουθεί πιστά, αγκαλιάζοντας με αγάπη και θαυμασμό τις καλλιτεχνικές επιλογές του και την πορεία του.
Σκηνοθέτης ιδιαίτερα επιτυχημένων τηλεοπτικών σειρών, φέτος προσφέρει απλόχερα το ταλέντο του στη σειρά του ΣΚΑΪ «Οι Πανθέοι», οι οποίοι γνωρίζουν ιδιαίτερη επιτυχία στο τηλεοπτικό κοινό.
Ο λόγος για τον ταλαντούχο Σπύρο Μιχαλόπουλο, ο οποίος με τις δουλειές του έχει αφήσει δυνατό το στίγμα του, στα καλλιτεχνικά δρώμενα της χώρας μας.
Ο σκηνοθέτης μιλάει στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ, απαντώντας σε όλες τις ερωτήσεις. Ευγενής, με λόγο δυναμικό, με συγκινεί, κλέβοντας τις εντυπώσεις μου αναφερόμενος, μεταξύ άλλων, για τους «Πανθέους», για τη μετάβαση από την επαρχία στην πρωτεύουσα, για τα πρότυπά του, για τον ρόλο των «πρέπει» στη ζωή του αλλά και για το τι κατά τη γνώμη του κάνει μια σειρά επιτυχημένη.
Σε μια κουβέντα άκρως ενδιαφέρουσα, δεν έχω παρά να σας παραδώσω τη σκυτάλη.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΦΡΑΓΚΟΥΛΑΚΗ
Γεννηθήκατε στην Πρέβεζα και μείνατε εκεί έως τα 12 χρόνια σας. Έπειτα βρεθήκατε στην Αθήνα. Ποιες εικόνες κρατάτε από εκείνη την περίοδο και πώς επηρέασαν τη μετέπειτα πορεία σας (αν την επηρέασαν);
Γεννήθηκα στην Πρέβεζα στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, αρχές του ‘60. Η Πρέβεζα τότε ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη λίγο ξεχασμένη από την κεντρική εξουσία, διατηρώντας τη φήμη της πόλης όπου αυτοκτόνησε ο Καρυωτάκης. Άδικο γι’ αυτήν πολύ. Ωστόσο ήταν και είναι μια πόλη με πλούσια πολιτιστική ζωή, με τρεις κινηματογραφικές αίθουσες, μια σπουδαία φιλαρμονική και μια διάσημη χορωδία. Το κλίμα αυτό με επηρέασε από νωρίς και χωρίς να το καταλάβω έφτιαχνα εικόνες από μικρός. Όλη η Ιόνια ακτογραμμή της περιοχής ήταν συχνός τόπος επίσκεψης, ακόμη και με το ποδήλατο. Από την ομορφιά αυτή βρέθηκα, ως αποτέλεσμα της εσωτερικής μετανάστευσης, στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1971.
Από μια μικρή πόλη της επαρχίας στην πρωτεύουσα. Πώς εισπράξατε αυτή τη μεγάλη αλλαγή;
Από ένα όμορφο καθαρό περιβάλλον έφτασα σε μια πόλη γεμάτη μπετόν, και από την όμορφη πατρική κατοικία, σε ένα διαμέρισμα 2 δωματίων στα Πατήσια. Η αλλαγή αυτή έφερε μαζί της και κάποια καλά. Περισσότερο σινεμά, περισσότερες παρέες, πολιτικοποίηση και διάβασμα. Ήταν η εποχή που το διάβασμα ήταν διαφυγή από τα δύσκολα χουντικά χρόνια. Τα γεγονότα, κυρίως τα πολιτικά, με έσπρωξαν σε αναζητήσεις σχετικά με την ανθρωπότητα και την Τέχνη. Έτσι ασχολήθηκα με το διάβασμα και το σινεμά σαν θεατής.
Μετά το Λύκειο, πηγαίνετε στην Πολωνία. Όμως αντί για χημικός μηχανικός, επιστρέφετε ως σκηνοθέτης. Τι στάθηκε η αφορμή ώστε να ασχοληθείτε με τη συγκεκριμένη τέχνη;
Κάποια τυχαία γεγονότα μού άλλαξαν τελείως μέσα μου την ανάγκη να δημιουργήσω. Οι αφορμές πολλές, αλλά κυρίως οι μεγάλοι δημιουργοί όπως ο Κισλόφσκι, ο Βάιντα, ο Ζανούσι. Η Πολωνία εκείνη την εποχή «έψαχνε» πολιτιστική ταυτότητα, τα πολιτικά γεγονότα έφερναν αλλαγές ραγδαίες. Όλα αυτά λειτούργησαν μέσα μου καταλυτικά και αποφάσισα να ασχοληθώ με το σινεμά. Αυτό έκανα αμέσως όταν επέστρεψα στην Ελλάδα. Μπήκα στο χώρο το 1984 και από τότε δεν έφυγα ποτέ. Δούλεψα πολύ, ανάμεσα σε αναποδιές και δυσκολίες, αλλά τελικά η απόφασή μου αυτή ήταν η σωστή.
Είστε ο σκηνοθέτης μερικών από τις πλέον επιτυχημένες σειρές των τελευταίων χρόνων όπως οι «Άγριες Μέλισσες», ο «Όρκος», οι «Πανθέοι». Τι κάνει μια τηλεοπτική σειρά στα μάτια σας επιτυχημένη;
Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι σημαίνει επιτυχημένη σειρά. Για μένα μια σειρά είναι επιτυχημένη, όταν φέρνει κάτι καινούργιο, όταν είναι «τίμια» απέναντι στο κοινό, όταν είναι φτιαγμένη με αγάπη και σεβασμό. Δεν θεωρώ ότι η τηλεθέαση την κάνει επιτυχημένη αναγκαστικά. Υπάρχουν αρκετές σειρές με υψηλή ή έστω ικανοποιητική τηλεθέαση, που δεν τις θεωρώ επιτυχημένες. Με αυτό ως δεδομένο θα έλεγα ότι αυτό που κάνει μια σειρά επιτυχημένη, είναι η αλήθεια της. Όσο περισσότερο την υπηρετείς τόσο σου το επιστρέφει στο πολλαπλάσιο. Αλήθειες χρειαζόμαστε και μόνο.
Οι «Πανθέοι» του Τάσου Αθανασιάδη, επέστρεψαν στην ελληνική τηλεόραση 47 χρόνια μετά την πρώτη προβολή της και όπως φαίνεται, το κοινό αγκαλιάζει τη σειρά με ιδιαίτερη αγάπη. Περιμένατε τη μεγάλη αυτή αποδοχή;
Πιστεύω στο κοινό. Πιστεύω στην ποιότητα. Αν λοιπόν κάποιος συμπεριφερθεί στο κοινό με σεβασμό, το κοινό θα είναι δίπλα του. Ο λόγος που αγκαλιάστηκαν οι «Πανθέοι» είναι ένας: Δώσαμε πνοή σε ένα κλασσικό μυθιστόρημα, με σεβασμό, αλήθεια και αγάπη. Το κοινό έχει αλάνθαστο ένστικτο και ξέρει να εκτιμά.
Η μυθοπλασία τα τελευταία χρόνια ανθίζει. Γιατί πιστεύετε ότι το κοινό στρέφει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το βλέμμα του;
Η μυθοπλασία είναι η κορωνίδα του τηλεοπτικού τοπίου. Άρα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα να αναπτυχθεί και να αναπτύσσεται συνεχώς. Κάθε κανάλι που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να γνωρίζει ότι μόνο έτσι θα συσπειρώσει κόσμο γύρω του. Επίσης η μυθοπλασία μπορεί να γίνει και εμπορικό προϊόν, που σημαίνει ότι αν τα κανάλια επενδύσουν σωστά, θα έχουν και οικονομικό κέρδος. Το κοινό έχει αποδείξει ότι θέλει ποιοτικές σειρές. Αν λοιπόν κάποιος τις προσφέρει, μόνο κέρδος θα έχει.
Υπήρξαν καλλιτέχνες – δημιουργοί, που στάθηκαν πρότυπο για εσάς;
Οπωσδήποτε υπήρξαν και υπάρχουν. Άλλοι για την απίστευτη τεχνική τους, άλλοι για την ποιότητα των μηνυμάτων τους, άλλοι για τη συμπεριφορά τους ως άνθρωποι. Όλοι όμως είχαν και έχουν το κουράγιο να υπηρετούν αυτήν την τέχνη συνεχώς. Από τη φιλοσοφική διάσταση που δίνει ο Ταρκόφσκι στις ταινίες του, στην απαράμιλλη τεχνική του Ταραντίνο, κι από τον βαθιά ανθρωποκεντρικό Κισλόφσκι, στην υψηλή αισθητική του Λάνθιμου, όλα είναι μέσα στο πλαίσιο του σινεμά. Βέβαια υπάρχουν και σκηνοθέτες που με συγκινούν, όπως ο Αγγελόπουλος, ο Βούλγαρης και άλλοι.
Θέατρο, κινηματογράφος ή τηλεόραση; Αν θα έπρεπε να ασχοληθείτε με ένα από αυτά, τι θα επιλέγατε;
Ένας δημιουργός πρέπει πρώτα να βρει τι θέλει να πει, για ποιο πράγμα θα μιλήσει και μετά να βρει το μέσον που θα τον εκφράσει. Η σκηνοθεσία είναι ένα παιχνίδι που κάθε φορά έχει μια ιδιαίτερη γοητεία. Δεν μπορώ να διαλέξω ένα μέσον περισσότερο από το άλλο. Θα διάλεγα όμως τον τρόπο που θέλω να απευθυνθώ στο κοινό, όταν γνωρίζω τι πρέπει να πω.
Και αφού στο παραπάνω ερώτημά μου, σας έθεσα τη λέξη «πρέπει», ποια η θέση των «πρέπει» στη δική σας ζωή;
Όποιος λέει ότι δεν ζει με «πρέπει», λέει ψέματα. Όλοι έχουμε κάποια πρέπει στη ζωή μας που ακολουθούμε ή μας ακολουθούν. Ακόμη και στην τέχνη υπάρχουν τα πρέπει, μπορεί να φαίνονται λίγο λιγότερο, αλλά υπάρχουν. Σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν μέσα σου και πώς ενδεχομένως σε αποπροσανατολίζουν από την τέχνη σου. Συμφιλίωση με τον εαυτό σου λέγεται αυτό. Έτσι πιστεύω.
Τι σας προβληματίζει περισσότερο στην εποχή που βιώνουμε;
Η εποχή που βιώνουμε είναι μια εποχή της απόλυτης αμφισβήτησης. Είναι μια αμφισβήτηση που κατά τη γνώμη μου δεν έχει τόσο ουσία, όσο φαίνεσθαι. Ζούμε σε μια απόλυτη έκθεση. Υπάρχει έκθεση τόσο σε προσωπικά δεδομένα, όσο και έκθεση της καθημερινότητάς μας. Αυτό που με θλίβει και κάποιες φορές με μελαγχολεί είναι οι έννοιες και οι αξίες που έχουν εξανεμιστεί. Υπάρχει σήμερα μια καταστρατήγηση της απλής καθημερινότητας. Δεν υπάρχει τίποτε πια ιδιωτικό. Όλα θυσιάζονται στο βωμό της «είδησης». Έχει χαθεί κάθε έννοια του πλησιάσματος, της ωραίας κουβέντας, του ανοίγματος, του ερωτικού ενδιαφέροντος. Ζυγίζονται οι άνθρωποι με βάση τους «ακόλουθους» που κουβαλούν. Οι άνθρωποι πια δεν διαβάζουν, δεν αναρωτιούνται για τίποτε, είναι έρμαια της αδυσώπητης πληροφορίας. Κι όλα αυτά χωρίς αντίκρισμα, ούτε ηθικό αλλά ούτε και σοβαρό. Αυτό που δεν έχει γίνει αντιληπτό είναι ότι προδιαγράφουμε το τέλος μας χωρίς σκέψη. Είναι λυπηρό.