Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
Μια νοσταλγική βόλτα στις παραλίες επιβεβαιώνει την κοροϊδευτική φωνή του Φθινοπώρου που δε λέει να σταματήσει:
«Πάει τώρα το Καλοκαίρι… Μια που ήρθε… και άλλη μια που έφυγε… Κι εσείς λέτε ότι δεν το χορτάσατε… Να το πάρετε απόφαση: Διακοπές πάπαλα!» Ήρθε η ώρα να επιστρέψετε στην πόλη και εσείς, οι λίγοι που έχετε απομείνει στην εξοχή, και απολαμβάνετε αυτή τη μυστήρια ησυχία που γαληνεύει και ξεκουράζει την ψυχή.
Οι άλλοι, οι πολλοί που γύρισαν στην πόλη, χάθηκαν στην πολυκοσμία, και οι γλυκές αναμνήσεις του Καλοκαιριού, έχουν γίνει τώρα μια μακρινή ανάμνηση, που δεν προλαβαίνουν να την επαναφέρουν, έστω και σαν εικόνα μόνο, μπροστά στα μάτια τους. Περπατούν σαν υπνωτισμένοι στους δρόμους της Αθήνας, κακόκεφοι και νευρικοί, σκοντάφτοντας ο ένας επάνω στον άλλον. Κάποιες φορές στέκονται αφηρημένοι και κοιτάζουν γύρω τους το πλήθος, νομίζοντας ότι οι άνθρωποι έχουν πολλαπλασιαστεί και σιγανά αναρωτιούνται: «Τι συμβαίνει εδώ; Νομίζω ότι επέστρεψαν από τις διακοπές τους, διπλάσιοι από αυτούς που έφυγαν. Έχουν βουλιάξει οι δρόμοι. Έγιναν ένας ατελείωτος τόπος για παρκάρισμα . Τίποτα δεν κινείται και αυτό που ταξιδεύει στην ατμόσφαιρα και την ταράζει είναι οργισμένες φωνές, βρισιές, και συχνά τσακωμοί και σπρωξίματα οργής…»
Κι όμως οι παραθεριστές επέστρεψαν στην πόλη με ζεστή καρδιά , γελαστοί και ξεκούραστοι και με τη λαχτάρα και την υπόσχεση να μη χαλάσουν την όμορφη καλοκαιρινή παρέα, να συνεχίσουν να ονειρεύονται, να μοιραστούν ξανά τα νέα τους και τις γελαστές φωτογραφίες των διακοπών, και να μην αφήσουν η ρουτίνα και οι καθημερινές έγνοιες να φθείρουν και να σβήσουν τις ζεστές σχέσεις που γεννήθηκαν στα βότσαλα της παραλίας, στην ψιλή, ίδια με ζάχαρη, αμμουδιά, στους τόπους που το πράσινο μάχεται με το γαλάζιο, αλλά και στον γραφικό κολπίσκο εκείνης της κρυφής απάτητης ακτής.
Στην πόλη, τους παραθεριστές υποδέχτηκε ένα μελαγχολικό σύννεφο. Η επικαιρότητα και οι ειδήσεις που τους κύκλωσαν αμέσως, ήταν απρόβλεπτες και ζοφερές. Για αρχή, βομβαρδισμός θλιβερών υπολογισμών της κιλοβατώρας με διαιρέσεις και πολλαπλασιασμούς που καταλήγουν σε εξωπραγματικό υπόλοιπο, προκάλεσαν την κατακραυγή του κόσμου. Οι ολέθριες συνέπειες καταστάσεων και γεγονότων, όπως η ακρίβεια, η φτώχια, η ανεργία, ο κορωνοϊός, ο πόλεμος, η κλιματική αλλαγή, κ.λ.π., προκαλούν αδιέξοδα και αγωνίες που ξεθωριάζουν στη μνήμη των παραθεριστών εικόνες από τα εκτυφλωτικά ακρογιάλια, τις καταπράσινες πλαγιές με τα τρεχούμενα νερά, και με τα εύφορα αμπέλια που λυγίζουν φορτωμένα ζαχαρωμένα σταφύλια. Είναι αμέτρητα τα αριστουργήματα της φύσης που θαύμασαν και απόλαυσαν οι παραθεριστές στις φιλικές ημέρες του Καλοκαιριού.
Αλλά, και οι πιο σύντομες καλοκαιρινές εξορμήσεις, έστω για 6 ή 7 ημέρες μόνο, αποκάλυψαν σε πολλούς ανθρώπους αμέτρητες εκπλήξεις, και κυρίως το αληθινό νόημα της ξεκούρασης και της ψυχικής ανάτασης!
Τώρα, που ο Σεπτέμβριος χτύπησε την πόρτα μας, οι περισσότεροι παραθεριστές του Καλοκαιριού, έχουν περάσει στη ρουτίνα της πόλης. Με δυσκολία πασχίζουν να προσαρμοστούν στις νέες οικονομικές και κοινωνικές αντιξοότητες, που από τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στην πόλη, ενημερώθηκαν ότι το μέλλον προδιαγράφεται δύσκολο, πράγμα που γεννά δυσπιστία, αγανάκτηση και θυμό.
Όμως, «ρίχνοντας» το κεφάλι κάτω, και γκρινιάζοντας αδιάκοπα για όλα και με όλους, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι έτσι δεν λύνονται τα προβλήματά μας, ούτε ξεδιαλύνονται τα αδιέξοδα. Όλοι γνωρίζουμε ότι η ζωή μας είναι γεμάτη με διαφορετικές καταστάσεις. Άλλες είναι εύκολες και ευχάριστες, γεμάτες με όλες τις αποχρώσεις της χαράς. Άλλες είναι δύσκολες και δυσάρεστες, που δεν θέλεις ούτε να τις πλησιάσεις, ούτε να τις σκέπτεσαι, γιατί η ανάσα τους είναι βαριά και γεμάτη απελπισία που σε πνίγει.
Καλό είναι ν’αρχίσουμε να μετρούμε από νωρίς πόσοι μήνες μας χωρίζουν από το επόμενο Καλοκαίρι, που λάμπει από τώρα στα όνειρά μας σαν μαργαριτάρι, και να μην ξεχνούμε τα λόγια που είπε ο σοφός: (Θεόγνης, 6ος αιώνας π.Χ.) «Κανένας άνθρωπος από όσους βλέπει ο ήλιος δεν είναι πάντα ευτυχισμένος».