Γράφει ο Ευάγγελος Βογιατζής.
Όπως όλοι γνωρίζουμε εθνικό πένθος κηρύσσουν οι κυβερνήσεις είτε όταν φεύγουν από τη ζωή εξέχουσες προσωπικότητες του δημοσίου βίου είτε μετά από πολύνεκρα δυστυχήματα. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, παραφράζοντας τον γνωστό στίχο του Ελύτη, θα λέγαμε ότι όταν ακούς μια κυβέρνηση να κηρύσσει τριήμερο εθνικό πένθος ανθρώπινο κρέας και καμένη σάρκα μυρίζει, αν αναλογιστούμε τις συνθήκες του φρικτού σιδηροδρομικού δυστυχήματος τη νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου στα Τέμπη που στοίχισε τη ζωή σε πενήντα επτά συμπολίτες μας νεαρής ηλικίας στην πλειονότητά τους.
Η υποκρισία των πολιτικών και πολιτειακών παραγόντων καθώς και το ανυπόστατο μιας υποτιθέμενα καθολικής οδύνης είναι εύκολα αντιληπτά κι αναγνωρίσιμα από τον καθένα με στοιχειώδη κρίση. Είναι φανερό πως το όποιο ψυχικό άλγος βιώνουν σε τέτοιες περιπτώσεις οι κυβερνώντες αλλά και οι αντιπολιτευόμενοι έχει να κάνει με το ξεμπρόστιασμα της ανεπάρκειάς τους, την ανάδειξη του καταστροφικού τους ρόλου και το στραπατσάρισμα της εικόνας τους, πολύ δε περισσότερο όταν αυτό συμβαίνει σε προεκλογική περίοδο. Ένα πολιτικό προσωπικό που εδώ και χρόνια με τις πράξεις, τις παραλείψεις και την αδράνειά του διαμόρφωσε το σκηνικό για την τέλεση του εγκλήματος των Τεμπών είναι τουλάχιστον προκλητικό να εμφανίζεται κατόπιν σαν κλαίουσα και μετανοούσα Μαγδαληνή που τάχα θρηνεί για την απώλεια τόσων ζωών.
Απλά το σύστημα διακυβέρνησης στη διαχρονία του και σε όλες τις εκφάνσεις του έχει μάθει να χρησιμοποιεί το εθνικό πένθος σαν «αλεξικέραυνο» της λαϊκής οργής μετά από κάθε είδους ανθρωποβόρες τραγωδίες (φωτιές, πλημμύρες, ναυάγια, σεισμούς κλπ). Όσοι βρίσκονται στην εξουσία θαρρούν πως με σημαίες μεσίστιες και περιβεβλημένοι ένα μαγνάδι προσποιητής θλίψης θα περάσουν απαρατήρητοι κι ανέγγιχτοι από την αγανάκτηση του κόσμου. Και ίσως σε κάποιο βαθμό να το καταφέρνουν.
Ήταν τόσο γνήσια η οδύνη των εκπροσώπων του επιτελικού μας κράτους, τόσο ανυπόκριτο το πένθος και τόσο ειλικρινείς οι συγγνώμες του πρωθυπουργού μας που αμέσως δόθηκε εντολή στα ΜΑΤ να πνίξουν στα χημικά τους διαδηλωτές που συμμετείχαν στα συλλαλητήρια διαμαρτυρίας για το μακελειό των Τεμπών ανάμεσά τους και επιβαίνοντες στην αμαξοστοιχία του τρόμου και του θανάτου οι οποίοι ήταν τυχεροί και σώθηκαν.
Ας αναρωτηθούμε ποιοί στα σοβαρά πενθούν για τις πενήντα επτά ζωές νέων ανθρώπων που χάθηκαν; Μήπως οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης που έβγαζαν παράνομες και καταχρηστικές τις απεργίες των εργαζομένων στους σιδηροδρόμους οι οποίοι προειδοποιούσαν για το κακό που έβλεπαν να έρχεται; Μήπως πενθούν στ’ αλήθεια μαζί με τις οικογένειες των νεκρών και τα γνωστά χυδαία δημοσιογραφικά παπαγαλάκια της κυβέρνησης που ξεδιάντροπα μιλούν για θυσία αυτών των αδικοχαμένων νέων ώστε να εκσυγχρονιστεί το σιδηροδρομικό μας δίκτυο; Μήπως τα αιμοδιψή αρπακτικά των ιδιωτικών εταιρικών συμφερόντων; Μήπως άραγε πενθούν οι ένστολοι δικυκλιστές της ομάδας ΔΕΛΤΑ που έκαναν δολοφονικές εφορμήσεις στους συγκεντρωμένους που διαδήλωναν την αγανάκτησή τους για το κρατικό έγκλημα των Τεμπών; Θρηνεί αλήθεια ο διαπλεκόμενος εργατοπατέρας που ναι μεν στέλνει τυπικά επιστολές επισημαίνοντας κινδύνους αλλά δεν τραβάει και κάνα χειρόφρενο να σώσει τον κόσμο επειδή είναι συμβιβασμένος με την εξουσία και δεν τολμά να προχωρήσει σε γενναίες ρήξεις; Ή μήπως πενθεί ο βολεμένος δημόσιος υπάλληλος που μετατάσσεται όπου γουστάρει παρά την ακαταλληλότητά του επειδή συμβαίνει να έχει «δόντι», δηλαδή μέσον κάποιο ισχυρό κομματικό στέλεχος θέτοντας σε θανάσιμο κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια;
Μόνο που τα φέρνει έτσι ο διάολος καμιά φορά να ρίχνονται σε μια κόλαση φωτιάς αθώοι άνθρωποι και μετά σωστικά συνεργεία και ιατροδικαστές να ψάχνουν κάνα δόντι τους μες στα αποκαΐδια για να ταυτοποιήσουν τους νεκρούς απ’ ό,τι απέμεινε και να τους παραδώσουν στους δικούς τους.
Βλέπουμε λοιπόν ότι έχουμε να κάνουμε με ένα πολυκέφαλο τέρας ευθυνών, μια Λερναία Ύδρα ενοχής που δεν μας αφήνει και πολλά περιθώρια να καταπιούμε αμάσητο το φληνάφημα περί εθνικού πένθους. Ας μη γελιόμαστε όμως. Ασφαλώς και το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι αλλά να μην ξεχνάμε ότι οι εκλεγμένοι πολιτικοί «σταθμάρχες» και «κλειδούχοι» της χώρας που μας οδηγούν στον θάνατο είναι καθρέφτης της κοινωνίας μας. Ακριβέστερα της μεγάλης μάζας των «νοικοκυραίων» συμπολιτών μας που είναι στρογγυλοκαθισμένοι στα άλλοθί τους, εφησυχασμένοι και ταμπουρωμένοι ιδιοτελέστατα στον μικρόκοσμό τους, που δεν εκφράζονται, δεν παρεμβαίνουν, δεν διεκδικούν δεν παίρνουν ποτέ θέση στα κρίσιμα ζητήματα της ζωής μας. Ή εμφανίζονται το πολύ-πολύ οργίλοι στα πληκτρολόγια φορώντας τις πιτζάμες τους και πίνοντας καφέ με αποτέλεσμα στους δρόμους να κατεβαίνουμε οι ίδιοι και οι ίδιοι. Κακά τα ψέματα, μετά το κρατικό έγκλημα των Τεμπών θα έπρεπε να υπάρξει δυναμική κινητοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών σε όλη τη χώρα και όχι μόλις λίγων δεκάδων χιλιάδων που βρέθηκαν στους δρόμους. Δυστυχώς όμως οι περισσότεροι άνθρωποι δίπλα μας είναι παραιτημένοι και βυθισμένοι σε μια αυτοκτονική ιδιωτεία σκάβοντας με την απάθειά τους τον λάκκο όλων μας, καθώς όλοι επιβαίνουμε στο ίδιο βαγόνι, ώσπου κάποια στιγμή ερχόμαστε σε μετωπική σύγκρουση με την πραγματικότητα, αλλά είναι πλέον πολύ αργά.