Γράφει η Δρ Στέλλα Μουζακιώτου, Ιστορικός Τέχνης
Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο & Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Επιμελήτρια Εκθέσεων
stellamouzak@yahoo.gr
Δεν είναι εκπληκτικό ότι ο έρωτας δεν έχει ούτε εποχές, ούτε ηλικίες, ούτε κοινωνικές τάξεις και αξιώματα! Κατά τη διάρκεια της ιστορίας, είτε μέσα από μύθους και πολέμους είτε μέσα από την τέχνη, ο έρωτας είναι αυτός που κυριαρχεί πάντα διατηρώντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο και ζωντανό το ενδιαφέρον μας για την έκβασή του, εμπλουτίζοντας την ψυχή μας με βαθιά συναισθήματα αγάπης και πόνου. Λένε ότι δεν μπορείς να ζήσεις ένα μεγάλο Έρωτα, αν πρώτα δεν περάσεις από πολύ πόνο· όσο μεγαλύτερος ο Έρωτας, τόσο μεγαλύτερος ο πόνος… Μέσα λοιπόν από τις χαρές και τις λύπες του, ταξιδεύουμε στα πιο κρυφά… αλλά ιδιαίτερα μαγικά… μονοπάτια του…
Στη ζωγραφική, ερωμένες και ιερόδουλες αποτέλεσαν τις µούσες μεγάλων ζωγράφων, αφού ευυπόληπτες κυρίες ή συγγενικά πρόσωπα των καλλιτεχνών αρνούνταν να ποζάρουν για να µη γίνουν θέμα συζήτησης ή να μη δυσφημιστούν από κακές κριτικές. Καμιά λοιπόν, αξιοσέβαστη γυναίκα δεν ήθελε να αμαυρώσει τη φήμη της και να εκτεθεί δημοσίως. Γι’ αυτό και οι ζωγράφοι απαθανάτιζαν γυναίκες που δεν είχαν τίποτα να χάσουν, αλλά ίσως και να κερδίσουν, όπως λίγα χρήματα, τη ζεστασιά ενός ατελιέ ή τη φροντίδα ενός άνδρα. Έτσι, συχνά στα θέματα των έργων τους συστήνονται ως γυναίκες που ράβουν, κορίτσια που κάνουν μπάνιο ή ως ατίθασες νύμφες. Η πραγματική τους όμως, ταυτότητα είναι της ερωμένης, της συζύγου ή της πόρνης. Οι μούσες αυτές αποτελούν τις πρωταγωνίστριες του καμβά, δεδομένου ότι στην πλειονότητά τους οι ζωγράφοι ήταν άνδρες. Έτσι, συχνά συναντούμε σε κλασικά έργα της δυτικής τέχνης ιστορίες που αποκαλύπτουν μεγάλους έρωτες ή περιστασιακές σχέσεις που άφησαν το δικό τους στίγμα στη ζωή των ζωγράφων.
Ποια είναι λοιπόν, η «Ξαφνιασμένη νύμφη» του Εντουάρ Μανέ (ΕΙΚ.1); Χυμώδης, αισθησιακή και γυμνή απέχει πολύ από άλλα έργα µε γυμνές γυναίκες που ζωγράφισε ο καλλιτέχνης αργότερα. Η υψηλή ποιότητα του ερωτικού αυτού έργου, που πλέον θεωρείται κλασικό, οφείλεται στο γεγονός ότι το μοντέλο ήταν η επί μεγάλο χρονικό διάστημα ερωμένη του ζωγράφου, Σούζαν Λίνχοφ. Η Σούζαν προσελήφθη ως δασκάλα πιάνου για τον Εντουάρ και τον αδελφό του. Γρήγορα όμως, ο έρωτας άναψε ανάμεσα στη δασκάλα και το νεαρό μαθητή µε αποτέλεσμα να αποκτήσουν έναν γιο. Όταν ο πατέρας του ζωγράφου πέθανε, το ζευγάρι παντρεύτηκε. Μόνο που ο Εντουάρ σταμάτησε πλέον να ζωγραφίζει την αγαπημένη του. Ίσως επειδή από χυμώδες θηλυκό μεταμορφώθηκε σε µια υπέρβαρη γυναίκα!
Ο Μανέ όμως, συνεχίζοντας να αδιαφορεί για τις επιπτώσεις των επιλογών του, σκανδαλίζει για ακόμη μια φορά το κοινό φιλοτεχνώντας το έργο με τίτλο: «Ολυμπία» (1865). Στον τολμηρό αυτόν πίνακα, πρωταγωνίστρια και μούσα αποτελεί το αγαπημένο του μοντέλο Βικτορίν Μεράν, μια φοιτήτρια που είχε γεννηθεί στο Παρίσι από εργατική οικογένεια και η οποία έδειξε από νωρίς το ενδιαφέρον της για τη μουσική και τη ζωγραφική (ΕΙΚ.2). ‘Ήταν γυναίκα με πολύ ισχυρή προσωπικότητα και ανεξάρτητο πνεύμα. Η συνάντησή της με το Μανέ ήταν τυχαία -άλλοι λένε ότι συναντήθηκαν στο δικαστικό μέγαρο, άλλοι στο δρόμο- η αλήθεια είναι όμως ότι ο Μανέ μαγεύτηκε από την ελκυστική της παρουσία, με αποτέλεσμα το πρόσωπο και η ιδιοσυγκρασία της να αποτυπωθούν σε εννιά πίνακές του.
Στο έργο «Ολυμπία» η Βικτορίν θα προκαλέσει ένα σκάνδαλο που θα αμαυρώσει για πάντα το όνομα του ζωγράφου. Σαφώς εμπνευσμένη από τις Αφροδίτες του Τιτσιάνο, η Ολυμπία είναι, στην πραγματικότητα, μια Παριζιάνα πόρνη η οποία ολόγυμνη, ξαπλωμένη νωχελικά στο κρεβάτι, φορώντας αντί για κολιέ μόνο μια μαύρη κορδελίτσα κι ένα βραχιόλι, θα κάνει το μισό Παρίσι να ωρύεται σοκαρισμένο. Με βλέμμα καθαρό, προκλητικά ειλικρινές, μας κοιτάζει κατάματα χωρίς να θέλει να μας κρύψει τίποτα. Όλα είναι ξεκάθαρα, βρίσκεται σε αναμονή του επόμενου πελάτη της. Ένα μπουκέτο με λουλούδια, που της προσφέρεται από μια μαύρη υπηρέτρια, της οποίας το πρόσωπο είναι σχεδόν αόρατο πάνω στο σκούρο φόντο, ερμηνεύεται ως δώρο ενός εραστή (ή ενός πελάτη), που περιμένει πίσω από την πράσινη κουρτίνα στα αριστερά. Ο μαύρος γάτος που βρίσκεται στα άκρα των ποδιών της, αποτελεί το απόλυτο ερωτικό – διαβολικό σύμβολο.
Ο Αυστριακός εικαστικός Έγκον Σίλε (1890-1918), υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους φιγούρας και πορτρέτων του 20ού αιώνα (ΕΙΚ.3).
Τα έργα του θεωρήθηκαν ενοχλητικά. Μερικοί ακόμα και σήμερα θεωρούν τη δουλειά του ερωτική, πορνογραφική, βασισμένη στο σεξ, το θάνατο και την εξερεύνηση. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ο Σίλε, που δυσκολευόταν να βρει μοντέλα στη Βιέννη, εκδιώχθηκε από τους κατοίκους του Κρουµάου -γενέτειρας της μητέρας του- καθώς θεώρησαν ύποπτο τον τρόπο που «ψάρευε» μοντέλα, ενώ σε µια άλλη κωμόπολη κατηγορήθηκε για απαγωγή και βιασμό. Τελικά, έκανε σχέση µε τη Βαλερί Νοϊζίλ, την οποία και ζωγράφιζε διαρκώς σε ερωτικές και ενίοτε, πορνογραφικές πόζες. Έτσι, οι σύγχρονοί του αντιμετώπισαν τα έργα του ως «εκφυλισμένα» και μάλιστα, ένα από αυτά το έκαψαν δημοσίως, ενώ η Βαλερί αρνήθηκε να παραμείνει ερωμένη του και μετά τον γάμο του, γεγονός που πλήγωσε βαθιά τον ζωγράφο, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 28 ετών από ισπανική γρίπη.
==================
Άραγε οι μεγάλοι έρωτες τελειώνουν ποτέ; Ή μήπως υπάρχουν και ζουν σε έναν αιώνιο χρόνο και εμείς είμαστε πάντα εκεί γι’ αυτούς; Κι όταν, μετά από χρόνια, οι ερωτευμένοι ξανασυναντηθούν, είναι σαν χτύπημα κεραυνού. Τα βλέμματα συναντιούνται, τα χείλη χαμογελούν αμήχανα, τα μάτια κοιτούν βαθιά ξεχειλίζοντας από δάκρυα και τρυφερότητα. Μένουν σιωπηλοί για ένα λεπτό που μοιάζει αιώνας, και έπειτα αγγίζονται, κρατούν σφιχτά τα χέρια ο ένας του άλλου σαν να μην θέλουν να τελειώσει η στιγμή …και στο τέλος… λένε πάλι «αντίο». Και παίρνει λίγη ώρα μέχρι να μπορέσουν ξανά τα μάτια να «ξεκολλήσουν» και να κοιτάξουν κάποιον άλλο…
Αυτή είναι η μαγεία του Έρωτα!