Κυριακή, 28 Απριλίου, 2024

«Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον»

 

Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή

Ένα διάφανο χοντρό τζάμι χώριζε τις βεράντες μας και τη ζωή μας στην μεγάλη πολυκατοικία. Όλη η επικοινωνία που είχαμε, άρχιζε με μία ευγενική «καλημέρα» και τελείωνε με μία «καληνύχτα», αν τύχαινε κάποια στιγμή να συναντηθούμε. Πώς εδώ να μη σκεφτεί κανείς τα λόγια του Αντώνη Σαμαράκη, που περιγράφοντας -με τον δικό του μοναδικό τρόπο- τη μοναξιά και την απομόνωση των ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις, είχε γράψει πριν από αρκετά χρόνια, ότι «ποτέ δεν ήταν οι στέγες των σπιτιών μας τόσο κοντά, αλλά οι καρδιές μας τόσο μακριά…»

Όταν εγκαταστάθηκα σ’ αυτό το σπίτι, το ηλικιωμένο ζευγάρι κατοικούσε ήδη στο διπλανό διαμέρισμα. Αθόρυβοι άνθρωποι και γελαστοί. Δεν ενοχλούσαν ποτέ. Όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός στην Αθήνα, θυμάμαι ότι χτύπησα την πόρτα τους και τους βοήθησα να κατεβούν από τη σκάλα της πολυκατοικίας στον δρόμο όπως κάναμε όλοι. Επισκέψεις δεν είχαν. Συγγενείς και φίλους δεν είχα ακούσει. Όταν το επέτρεπε ο καιρός, στην ευρύχωρη βεράντα του σπιτιού τους κάθονταν πολλές ώρες, έπιναν τον καφέ τους κουβεντιάζοντας σιγανά, διάβαζαν τις εφημερίδες τους, και αθόρυβα όπως είχαν βγει έξω, έτσι αθόρυβα έμπαιναν μέσα. Κάθε ημέρα τους ήταν μια πλήρης επανάληψη της προηγούμενης και το μόνο διαφορετικό που συνέβαινε και άλλαζε τη ροή στα ίδια και στα ίδια, ήταν μια ξεχωριστή επίσκεψη που δέχονταν και που τους αφαιρούσε θαρρείς πολλά χρόνια από το βάρος των πολλών (χρόνων), που είχαν λυγίσει τους ώμους και τη δύναμή τους.

Μια φορά, έτυχε να συναντήσω έναν νέο άντρα, γύρω στα 35, να βγαίνει από το διαμέρισμά τους, να αγκαλιάζει και να φιλά τρυφερά τους δύο ηλικιωμένους γείτονές μου και η γυναίκα για πρώτη φορά μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπο -ίδιο με την ανατολή του ήλιου- να συστήνει: «Είναι ο μοναχογιός μας.  Δε βρίσκεται συχνά στην Αθήνα, είναι μουσικός. Λείπει στο εξωτερικό…».

Από αυτή τη χαρούμενη γνωριμία και μετά, προστέθηκαν και λίγες ακόμα φράσεις στην επικοινωνία μας, ενώ κατά τα άλλα το τρένο της ζωής όλων, συνέχισε ασυγκράτητο την πορεία του στις γνωστές ράγες της ζωής.

Αυτό το καλοκαίρι που πέρασε ήταν παράξενο και δύσκoλο. Ο κορωνοϊός εξακολούθησε να χτυπά τις πόρτες και ν’ αρπάζει ανθρώπινες ζωές. Κοντά του ήρθε και ο καύσωνας. Να μην ξέρεις πού και πώς να πας για να δροσιστείς. Και ο καύσωνας σκόρπισε σε όλη την Ελλάδα αμέτρητες πυρκαγιές που και αυτές ήταν αλλιώτικες γιατί νόμιζες ότι δεν έσβηναν με τίποτα. Τα εναέρια και τα επίγεια μέσα κατάσβεσης έτρεχαν από τόπο σε τόπο και τέλος η βοήθεια που μας έστειλαν αρκετές χώρες του εξωτερικού αποδείχτηκε πολύτιμη.

Όπου και να βρέθηκα αυτό το καλοκαίρι τα έζησα όλα. Κορωνοϊός στην Αθήνα, το ίδιο και στην επαρχία. Καύσωνας και φωτιές στην Αθήνα, το ίδιο και στο χωριό, λες και όπου πήγαινα για καλύτερα, με κυνηγούσαν όλα αυτά τα απρόβλεπτα. Έχει περάσει αρκετός καιρός και ακόμα δεν μπορώ να σβήσω από το μυαλό μου την εικόνα του καταπράσινου βουνού που το καμάρωνα πολλά χρόνια να έχει μεταμορφωθεί σε μια τεράστια φλόγα, που ξεπηδούσε από τη γη και πάσχιζε να φτάσει στον ουρανό, καταστρέφοντας ό,τι εύρισκε στο δρόμο της. Ακόμα, στο μυαλό μου βουΐζει η βραχνή -από τους καπνούς- φωνή των ανθρώπων της Πολιτικής Προστασίας που κατέβαιναν στο δρόμο, μπροστά από τα σπίτια του χωριού, τρέχοντας και φωνάζοντας: «Φύγετε… Φύγετε τώρα… Σας πλησιάζει η φωτιά». Και έφυγα με θερμοκρασία 45 βαθμούς, και επέστρεψα στην Αθήνα. Μπήκα ταλαιπωρημένη στο σπίτι μου και ευχαρίστησα τον Θεό που για μένα όλα πήγαν καλά, όταν δυστυχώς πολλοί άλλοι άνθρωποι δεν τα κατάφεραν. Αυτές τις δύσκολες ώρες, σκέφτηκα τους ηλικιωμένους μου γείτονες. Θα τους τα έλεγα όλα και σίγουρα αυτό θα με ανακούφιζε.

Ήταν απόγευμα. Στο διπλανό διαμέρισμα επικρατούσε σιωπή. Όμως στη βεράντα, το ηλικιωμένο ζευγάρι κοιτούσε μπροστά αμίλητο και ξαφνικά πιο γερασμένο μέσα στις λίγες ημέρες που είχαν περάσει. Έσκυψα το κεφάλι στη τζαμαρία που μας χώριζε και τους χαιρέτησα: «Καλησπέρα… Τι κάνετε ;» Δεν άκουσα καμία φωνή να μου απαντήσει. Είδα μόνο δύο κάτασπρα κεφάλια να γέρνουν μπροστά και ένας δυνατός αναστεναγμός να περνά το διαχωριστικό τζάμι και να φτάνει στην ψυχή σαν αναπάντεχος κεραυνός. Τώρα ήμουν σίγουρη ότι κάτι πολύ κακό είχε συμβεί. Ο άντρας σηκώθηκε τρέμοντας και ένα μακρόσυρτο: «Αχ, Θεέ μου… Γιατί;» έφτασε στα αυτιά μου. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Η γυναίκα έσυρε δύσκολα τα βήματά της και συλλαβίζοντας τις λέξεις, είπε σιγά: «Χάσαμε το παιδί μας, το γιο μας… Προχτές, σε τροχαίο…» Ύστερα, έριξε κάτω το κεφάλι και τρέμοντας σωριάστηκε στην καρέκλα.

Πάγωσα, δεν έβρισκα λέξεις για να μιλήσω. Έμεινα ακίνητη, με τις δυο παλάμες μου να σφίγγω το κεφάλι. Δύσκολα μπόρεσα να μουρμουρίσω: «Ότι χρειαστείτε… μιλήστε μου. Είμαι κοντά σας. Υπομονή…» Απομακρύνθηκα από τη βεράντα και έκλεισα την πόρτα. Με θυμό σκέφτηκα ότι πριν από λίγη ώρα σχεδίαζα να τους μιλήσω για την ταλαιπωρία που είχα περάσει με τις πυρκαγιές στο χωριό και τις επικίνδυνες καταστάσεις που έζησα, μέχρι να καταφέρω να τα βγάλω πέρα με τις φλόγες που είχαν κυκλώσει όλο το χωριό. Τώρα ένιωθα μεγάλη ντροπή ακούγοντας αυτά τα τρομερά νέα, γιατί μάθαινα ότι, όπως μετά από το καλό υπάρχει και το καλύτερο, έτσι και μετά από το κακό μπορεί να υπάρχει και το χειρότερο. Και τι πιο χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί στη ζωή του ανθρώπου από το να χάσει το παιδί του; Παλιά έλεγαν ότι είναι καλή τύχη να συνοδεύει το παιδί τους γονείς του στο τέλος της ζωής τους, αλλά δεν υπάρχει τίποτα πιο φριχτό και αποτρόπαιο από το να συμβεί το αντίθετο, δηλαδή, οι γονείς να συνοδέψουν το παιδί τους -όποια ηλικία και να έχει- στην τελευταία του κατοικία.

Πέρασαν ώρες και δεν μπορούσα να ξεπεράσω τα πολλά θλιβερά γεγονότα, που έγιναν μέσα σε τόσο λίγο χρόνο. Κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να κάνω κάτι που θα ανακούφιζε αυτούς τους βαθιά πληγωμένους ανθρώπους. Στη διπλανή βεράντα, που τώρα την έκρυβε η κατάμαυρη νύχτα, δύο σκοτεινές σκιές περπατούσαν δίπλα-δίπλα σέρνοντας τα βήματά τους προς το «πουθενά» και προς το «τίποτα», χωρίς να μιλά κανείς.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

spot_img
spot_img
spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ